To περίφημο «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», αυτό το Ελληνικό σχέδιο για τον πολυπόθητο μετασχηματισμό της Οικονομίας, με χρηματοδότηση από το περιβόητο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα Μνημόνιο. Είναι ένα Μνημόνιο με τα όλα του. Με τα δάνειά του και τις δεσμεύσεις του. Τα ορόσημά του και τις υποχρεωτικές μεταρρυθμίσεις του. Τα προαπαιτούμενά του και τις υποχρεώσεις του. Και βέβαια για να μην ξεχνιόμαστε, η σύναψη συμφωνίας με τους Ευρωπαίους Εταίρους, προϋποθέτει τον έλεγχο για την πορεία υλοποίησης των δεσμεύσεων από τους ελεγκτές των Ευρωπαϊκών Θεσμών.
Όχι ότι οι ελεγκτές δεν ήταν εδώ. Τα τρία Μνημόνια έχουν καταφέρει να «δέσουν» τη χώρα για πολλά χρόνια. Όμως, η προσπάθεια των τελευταίων χρόνων είχε φέρει αποτελέσματα και ως εκ τούτου ο ρόλος των ελεγκτών ήταν (σχετικά) περιορισμένος. Να όμως που η πανδημία και η οικονομική κρίση που προκάλεσε, δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να δεθούμε και πάλι σφιχτά με τους ελεγκτές μας.
Η ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας, μαζί με την εξάντληση των αποθεματικών κατά την διαδικασία στήριξης της αγοράς κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δημιούργησε την ανάγκη για ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Αυτό που κάνει όμως τη διαφορά με το 2010, όταν και τότε ψάχναμε λεφτά, είναι ότι αυτή τη φορά η κυβέρνηση διαφημίζει πως το σχέδιο προβλέπει όσα η ίδια έχει προτείνει με το προεκλογικό της πρόγραμμα. Αυτό δηλαδή που οι δανειστές το ζητούσαν τόσα χρόνια: Την υιοθέτηση του προγράμματος.
Νέα δάνεια, νέοι όροι
Τα χρόνια βέβαια έχουν αλλάξει και ένα νέο Μνημόνιο επικοινωνιακά, δεν θα είχε πέραση στην κοινωνία. Εναλλακτική ονομασία λοιπόν. Για αυτό όμως υπάρχουν οι βαρύγδουποι τίτλοι. Βαφτίζοντας το νέο πρόγραμμα «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης», ακόμα και αν περιλαμβάνει δάνεια από τους Εταίρους και δεσμεύσεις από εμάς, λύνεται το πρόβλημα της επικοινωνίας. Δηλαδή, όπως το 2010, η χώρα “σώζεται” για ακόμα μια φορά. Μόνη προϋπόθεση, για ακόμα μια φορά, να υπάρχει πλήρης αναφορά για τα πεπραγμένα μας στους δανειστές, να γίνουν όλες οι συμφωνημένες «μεταρρυθμίσεις» και να ασκείται αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Για όλα αυτά βέβαια οι δανειστές θα ασκούν έλεγχο και για κάθε επιτυχία στην υλοποίηση του προγράμματος θα εκταμιεύουν την επόμενη δόση του δανείου. Πόσο πιο Μνημόνιο δηλαδή;
Η διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα μνημόνια, είναι ότι τα χρήματα δεν θα έρθουν στη χώρα για την αποπληρωμή του Δημόσιου χρέους, τη βελτίωση του Ελληνικού Δημοσίου και τη στήριξη των Δημοσίων Δαπανών. Το νέο δόγμα είναι ότι δεν θέλουμε να επενδύσουμε σε δημόσιες δαπάνες. Κυβερνητικοί παράγοντες λένε ξεκάθαρα ότι «η χώρα ήταν η πρώτη (ίσως και η μόνη) που από μόνη της αιτήθηκε όλα τα χρήματα να επενδυθούν αποκλειστικά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις».
Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι επιτέλους παίρνει τέλος η άσκοπη και αντιπαραγωγική χρηματοδότηση του Δημοσίου και επιτέλους ήρθε η ώρα να στηριχθεί και η υγιής επιχειρηματικότητα. Κι όμως, αρκεί κάποιος να ξεφυλλίσει το Σχέδιο για να καταλάβει ότι αφορά κοινοτικά χρήματα που θα δοθούν με τη μορφή δανείων σε επιχειρήσεις. Αυστηρή προϋπόθεση όμως, οι επιχειρήσεις αυτές να έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό προκειμένου να αυτοχρηματοδοτήσουν το 50% του κάθε έργου. Ως δώρο για αυτούς που θα έχουν το χρήμα για να συμμετέχουν στο πρόγραμμα, το σχέδιο προβλέπει να παρακαμφθούν οι αυστηρές δικλείδες ασφαλείας που ορίζονται σε χρηματοδοτικά προγράμματα, όπως το ΕΣΠΑ. Πάντα με σκοπό την επιτάχυνση των επενδύσεων.
Αν έχεις λεφτά, θα μπορείς να δανειστείς και στη συνέχεια να παρουσιάσεις ένα σχέδιο που θα κριθεί ως βιώσιμο. Αυτό αρκεί για να ανοίξει το πουγκί με τα πολυπόθητα Ευρωπαϊκά κεφάλαια. Οι υπόλοιποι, να ζήσουμε να τους θυμόμαστε. Στην καλύτερη περίπτωση θα απορροφηθούν από τα μεγαθήρια και από αφεντικά θα γίνουν, εργάτες. Στην χειρότερη περίπτωση, θα βάλουν λουκέτο και θα βγουν στην αγορά εργασίας να κυνηγήσουν την τύχη τους. Αλλά, όπως συνηθίζουν να λένε αρκετοί κυβερνητικοί παράγοντες «επιχειρηματικά κουφάρια δεν θα γίνουν».
Κοινωνικά κουφάρια
Αυτή είναι η αντίληψη που έχουν πολλοί και όχι μόνο στην κυβέρνηση. Το να στηρίξεις μια επιχείρηση η οποία επλήγη από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, είναι μια απόφαση χωρίς κανένα κέρδος για την οικονομία. Τώρα το γεγονός ότι αυτή η απόφαση χτυπά μόνο τους μικρομεσαίους είναι μια άλλη υπόθεση.
Και αν όλα τα παραπάνω μοιάζουν περισσότερο με πολιτική και λιγότερο με Οικονομία, είναι δεδομένο ότι και το καθαρά οικονομικό κομμάτι χωλαίνει. Ο μετασχηματισμός της Οικονομίας είναι προϊόν μακράς διαβούλευσης όλων των εμπλεκόμενων. Όχι μόνο κάποιων σχεδίων που ετοιμάζονται σε κλειστά υπουργικά γραφεία και αφορούν τους λίγους και συνήθως εκλεκτούς. Τα Ευρωπαϊκά κονδύλια, που με μεγάλη καθυστέρηση θα έρθουν στη χώρα, θα ήταν μια τεράστια ευκαιρία να αποτελέσουν την καύσιμη ύλη προκειμένου να ξεκινήσουν οι απαραίτητες αλλαγές στην Οικονομία.
Όμως, διαβούλευση δεν έχει γίνει. Το σχέδιο στηρίζεται στο προεκλογικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, την πρόταση Πισσαρίδη και τις συμφωνίες που έχουν γίνει μεταξύ των ισχυρών κρατών της Ε.Ε ότι τα χρήματα του Ταμείου θα πρέπει να πάνε στην πράσινη ανάπτυξη και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Δηλαδή σε συγκεκριμένες εταιρίες. Πολύ σημαντικά και οι δύο αυτοί τομείς, αλλά πολύ μακριά από τις άμεσες ανάγκες που έχει η Ελληνική Οικονομία. Είναι σαν να αγοράζεις την πιο ακριβή smart tv, αλλά να μην έχει φτάσει ακόμα το ηλεκτρικό στο σπίτι σου.
Στην καλύτερη περίπτωση θα της βάλεις πάνω κανένα ωραίο σεμεδάκι και θα σκέφτεσαι τι ωραία που θα έβλεπες από τη καινούργια σου τηλεόραση, αν είχες ηλεκτρικό ρεύμα.