ΟΙ ΔΥΟ ΕΛΛΑΔΕΣ (η ψεύτικη της βιτρίνας και η πραγματική που σιγοσβήνει)

Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, 20.05.2025

Όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό έχω τη αίσθηση ότι ζούμε, ταυτόχρονα, σε δύο Ελλάδες.
Η πρώτη, με τον αριθμό 1, εμφανίζεται λαμπερή, πετυχημένη, άνετη, χωρίς προβλήματα. Απαιτεί τον θαυμασμό της υφηλίου, γιατί διαλαλεί επιτεύγματά πολλά και αξιόλογα. Πασχίζει, έτσι, να δικαιολογήσει την ικανοποίηση του κ. Πρωθυπουργού, που συγκινημένος τα ανακοινώνει.

Τα κατορθώματά αυτής της Ελλάδας 1, βασίζονται κυρίως στις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της, από τις διάφορες μεγάλες διεθνείς τράπεζες. Η τελευταία αναβάθμιση της σε ΒΒΒ έγινε στις αρχές Μαρτίου, από τον καναδικό οίκο DBRS. Ανάλογοι ενθουσιασμοί προκαλούνται, επίσης, από την κατά καιρούς, επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης ορισμένων κλάδων της βιομηχανίας ή ακόμη και ολόκληρης την οικονομίας (παρότι, οι ρυθμοί αυτοί δεν είναι διατηρήσιμοι και συνήθως αναθεωρούνται, σε χαμηλότερα επίπεδα στη συνέχεια).
Η δεύτερη, να την πούμε Ελλάδα 2, είναι σκυθρωπή, δεν άγγιξε ακόμη σε μέγεθος το αντίστοιχο μέγεθός της του 2010, διώχνει τους καλύτερους νέους της στο εξωτερικό, συρρικνώνεται πληθυσμιακά, και έχει σχεδόν ξεπουλήσει το σύνολο της εθνικής περιουσίας της, καθώς και τμήμα της ιδιωτικής (οικόπεδα και διαμερίσματα σε ξένους). Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνουν διαχρονική αύξηση της φτωχοποίησης του ελληνικού πληθυσμού.
Ποιάν από τις Ελλάδες να προτιμήσουμε; Η Ελλάδα 1 είναι απαστράπτουσα, και δείχνει να πορεύεται άνετη και χωρίς προβλήματα. Άρα…. αυτήν να ακολουθήσουμε! Όχι, όμως πριν εξετάσουμε τις βάσεις της λαμπρότητάς της. Να δούμε, δηλαδή, κατά πόσον υπάρχουν και από που προέρχονται.

Ελλάδα 1-η απατηλή
Πρέπει, πριν από οτιδήποτε άλλο να αναρωτηθούμε, που βασίζεται η ακτινοβολία της και τι, είναι ακριβώς, αυτό που βλέπουν σε αυτήν, και τους ικανοποιεί, οι οίκοι οι οποίοι αναβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας.
Πιστεύω πως όλοι συμφωνούμε διαπιστώνοντας, ότι οι οίκοι αυτοί ενδιαφέρονται, κύρια και πρωταρχικά, στο να μπορεί η Ελλάδα να πληρώνει εμπροθέσμως τα χρέη της. Να ενισχύει, δηλαδή, τις βάσεις που την απομακρύνουν από τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Να μην αποτελεί απειλή για τους δανειστές της.
Σίγουρα είναι πρωτεύουσα η ανάγκη του να μπορεί η Ελλάδα να καταβάλλει κανονικά τα χρέη της. Ωστόσο, όμως, αυτή της η ικανότητα ουδόλως προϋποθέτει και ανάπτυξη. Αντιθέτως, είναι δυνατόν και, δυστυχώς, είναι αυτή η αντίφαση που συμβαίνει στη χώρα μας, να συρρικνώνονται, δηλαδή, ταυτόχρονα οι αναπτυξιακές της δυνατότητες, και να ξεπουλιούνται ανελέητα οι βάσεις της ανάπτυξής της. Να προσφέρει μισθούς και συντάξεις ντροπής για ευρωπαϊκή οικονομία του 21ου αιώνα. Να απομυζά αλύπητα κάθε εναπομείνασα αναπτυξιακή ικμάδα, από την Ελλάδα 2, που εκπροσωπεί την πραγματική οικονομία. Αλλά, όμως, να μπορεί, αδίστακτη, και με περισσή υπερηφάνεια, να αυξάνει το ύψος των απολύτως αναγκαίων πρωτογενών πλεονασμάτων της, προκειμένου να τα προσφέρει στους δανειστές πριν τη λήξη των υποχρεώσεών της. Εμφανίζοντας, έτσι, προς τα έξω εικόνα χλιδής και λαμπρότητας.
Η Ελλάδα 1, ωστόσο, που εμφανίζεται απαστράπτουσα, προς τα έξω, και που προσελκύει τον (από καθαρό συμφέρον) θαυμασμό των ξένων, είναι εντελώς ψεύτικη. Είναι ανύπαρκτη. Είναι αυτή που απομυζεί την πραγματική Ελλάδα 2, και τον λαό της, χωρίς και να του εξασφαλίζει μέλλον.

Ελλάδα 2-η πραγματική
Η μνήμη μας δεν δικαιολογείται να είναι σε τέτοιο βαθμό ανεπαρκής, ώστε να λησμονεί ότι η πατρίδα μας καταστράφηκε με τα Μνημόνια, που περιλαμβάνουν ορισμένα εγκληματικού περιεχομένου εδάφια, προκειμένου να σωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Συνεπώς, οι περί ων ο λόγος οίκοι που μας αναβαθμίζουν, και κάποτε δείχνουν και ενθουσιασμό για το πόσο καλά πάμε, ουδόλως ενδιαφέρονται για το βιοτικό μας επίπεδο, που διαχρονικά καταρρακώνεται, ούτε για το ότι ξεπουλάμε το βιός μας, γιατί αυτό απαίτησαν οι δανειστές, ούτε για το ότι αδυνατούμε να εξασφαλίσουμε αξιοπρεπή απασχόληση στους νέους μας, που παίρνουν το δρόμο της ξενιτειάς, ούτε γιατί αποκλείουμε έτσι την ανάπτυξη.
Αντιθέτως, η Ελλάδα 1 (η αρεστή των δανειστών, και όχι μόνο) απομυζά την Ελλάδα 2, με υπέρογκους φόρους, και κυρίως άδικα κατανεμημένους, που περιορίζουν την κατανάλωση, την αποταμίευση και την επένδυση. Τους οποίους απομακρύνει από την ανάπτυξη.

Η έλλειψη σοβαρού αναπτυξιακού σχεδιασμού, που να προσπαθεί να εξυγιάνει την οικονομία, μετά την καταστροφή, που υπέστη από την πρόωρη είσοδό της στην ΕΟΚ και τα Μνημόνια, εξηγεί την όντως θλιβερή απόφαση περί χρησιμοποίησης του πλεονάσματος (του οποίου εξυπακούεται ότι η απόκτησή του είναι αιματηρή) των 31,6 δισεκ. Ευρώ. Της χρησιμοποιησης του, δηλαδή, για πρόωρη αποπληρωμή τμήματος του χρέους, προκειμένου να αποφύγουμε τα υψηλότερα επιτόκια μετά το 2032. Εξηγεί πως πετιούνται στα σκουπίδια οι ανείπωτες θυσίες του ελληνικού λαού, αντί να παρθούν αποφάσεις για επενδύσεις, που θα τον έβγαζαν από το χρόνιο αδιέξοδο. Αφήνεται, συνεπώς, και μέσω αυτής της θλιβερής επιλογής, να καταρρέει αβοήθητη η ελληνική οικονομία, κρεμασμένη από έναν μόνο, από τους απαραίτητους τρεις παραγωγικούς της τομείς: τον τριτογενή. Αλλά και αυτόν ανεπαρκή, εφόσον από το σύνολο των υπηρεσιών, μόνο ο τουρισμός είναι σε αναπτυξιακή τροχιά.

Αναφερόμαστε, έτσι, σε όρους ανάπτυξης, χωρίς να δικαιούμαστε, εφόσον δεν υπάρχει στην ελληνική οικονομία, ούτε καν η σκιά της, αλλά και επιπλέον επειδή δεν αναλαμβάνουμε ουδεμία σοβαρή δράση για την αναβίωσή της. Να υπενθυμίσω, λοιπόν, για πολλοστή φορά ότι:
*Εξαιτίας των εγκληματικών εδαφίων στα Μνημόνια, η Ελλάδα το 2010 απώλεσε 27% του ΑΕΠ της, το οποίο και ελπίζεται να ανακτήσει μόνο μετά από 8 χρόνια από σήμερα (2033). Συνεπώς, σε τι είδους «ανάπτυξη» αναφέρονται οι ιθύνοντες, από το 2010 έως σήμερα; Υπάρχει κάποια (οικονομική) λογική σε αυτούς τους διθυράμβους;
*Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώνεται συνεχώς. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού έχουμε φτάσει, παρά το εξαιρετικό μας κλίμα, να εισάγουμε πατάτες από τη Γαλλία και Αίγυπτο, ντομάτες από την Τουρκία, κρεμμύδια από την Αυστρία. Χρειάζεται και συνέχεια; Η ανακεφαλαίωση του δράματος είναι η συνεχής μείωση του βαθμού αυτάρκειας μας, σε συνδυασμό με την προϊούσα αδυναμία μας πληρωμής τής μεταξύ τους διαφοράς. Η συνεχής πτώση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητάς μας.
*Το ξεκάθαρο συμπέρασμα της κατάστασής μας είναι η κατεπείγουσα ανάγκη κατάρτισης ενός μεσοπρόθεσμου και μακροχρόνιου αναπτυξιακού προγράμματος, που να επαναφέρει στη ζωή τους δύο βασικούς παραγωγικούς τομείς, που φυλλορροούν.
Και έχουμε, ξαφνικά, την τύχη, αυτό το απαραίτητο σχέδιο να διευκολύνεται, τώρα, χάρη στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, που μπορεί να έχουν και σημαντικές θετικές πλευρές, για την περίπτωσή μας, αν τους διαχειριστούμε σωστά (βλ. σχετικό άρθρο μου στο Newsbreak της 04.05.2025). Έχουμε, όμως, ελπίδες να το πραγματοποιήσουμε, μέσα στην πραγματικότητα, που ζούμε;

Translate »