Τί είναι αυτό όμως που οδηγεί τον Ταγίπ Ερντογάν στο να προσπαθήσει να αλλάξει το ισχύον status quo;
Γράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος – Διεθνολόγος, ερευνητής του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ
Η πρόσφατη παρέμβαση 104 Τούρκων απόστρατων ναυάρχων υπέρ της Συνθήκης του Μοντρέ μας υπενθύμισε δύο πραγματικότητες. Μέρος του άλλοτε εγγυητή του Κεμαλικού χαρακτήρα του κράτους, του τουρκικού στρατού, αντιστέκεται ακόμη στον ακραίο ισλαμισμό του Ερντογάν. Την ίδια στιγμή, ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει αποδέσμευση της χώρας του από πρόνοιες της Συνθήκης του Μοντρέ.
Από τον Ιανουάριο του 2018, η Τουρκία αποκάλυψε το Canal Istanbul, μια τεχνητή θαλάσσια οδό, εναλλακτική αυτής του Βοσπόρου, που στοχεύει στη σύνδεση της Μαύρης Θάλασσας με αυτή του Μαρμαρά. Και ενώ η πρώτη πραγματικότητα αφορά επί του παρόντος σε εσωτερικές διεργασίες της Τουρκίας και στον πολιτικό προσανατολισμό που καλείται να υιοθετήσει τελικά η γειτονική χώρα, η δεύτερη σχετικά με το καθεστώς στα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων προκαλεί ιδιαίτερο διεθνές ενδιαφέρον, αφού αγγίζει πλήθος σημαντικών εμπορικών και πολεμικών ζητημάτων.
Από τα τέλη του 1939, η Συνθήκη του Μοντρέ διαμόρφωσε το ισχύον καθεστώς στα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, γεφυρώνοντας μία σειρά αντικρουόμενων συμφερόντων των συμβαλλομένων κρατών. Η Συνθήκη παραχωρεί στη Τουρκία τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, επιτρέποντας την στρατικοποίησή τους από αυτήν και ταυτόχρονα εγγυάται την ελεύθερη διέλευση και ναυσιπλοΐα δια θαλάσσης: «εν καιρώ ειρήνης, τα εμπορικά πλοία θα απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία διέλευσης και ναυσιπλοΐας στα Στενά, με τη μέρα και τη νύχτα, κάτω από οποιαδήποτε σημαία με οποιοδήποτε είδος φορτίου». Επιτρέπει επίσης τη διέλευση πολεμικών πλοίων των παρευξείνιων χωρών, αλλά θέτει περιορισμούς στο πέρασμα των πολεμικών πλοίων που δεν ανήκουν σε κράτη της Μαύρης Θάλασσας (όριο εκτοπίσματος πλοίων, μη διέλευση αεροπλανοφόρων κά). Πρακτικά, λοιπόν, η Συνθήκη του Μοντρέ υποχρεώνει την Τουρκία να διατηρεί ανοιχτά τα στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου σε δωρεάν διέλευση μη πολεμικών πλοίων.
Το ισχύον καθεστώς έχει σημαντικότατες οικονομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις, αφού αποτελεί τη μόνη υδάτινη σύνδεση του Εύξεινου Πόντου. Μέσω των στενών μεταφέρεται σχεδόν το 40% των εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας, ενώ η συνολική κίνηση υπολογίζεται σε 20 εκατ. τόνοι, που αντιπροσωπεύει περίπου το 3% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου παγκοσμίως. Επίσης, η Ρωσική ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο εξαρτάται άμεσα από το καθεστώς των Στενών.
Τί είναι αυτό όμως που οδηγεί τον Ταγίπ Ερντογάν στο να προσπαθήσει να αλλάξει το ισχύον status quo; Η οικονομική ανάπτυξη και ο έλεγχος του εμπορίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Όπως δήλωσε ο Τούρκος Πρόεδρος, «Στα Στενά με τη συνθήκη του Μοντρέ δεν έχουμε κανένα έσοδο και τα πλοία περνούν όπως θέλουν. Δηλαδή χρησιμοποιούν τα Στενά και δεν κερδίζουμε τίποτα. Όμως με το ‘Kanal Istanbul’ θα δημιουργηθούν δικαιώματα». Ακόμη πιο σημαντικά, η αλλαγή θα συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση των μελλοντικών σχέσεων με τη Μόσχα και κατ΄ επέκταση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Τυχόν περιορισμοί στη διέλευση ρωσικών πλοίων θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στις σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα. Από την άλλη, διεύρυνση των υδάτινων οδών εις όφελος της Μόσχας, θα επιφέρει σημαντική αναβάθμισή τους. Η γεωπολιτική αξία των Στενών στις ημέρες μας είναι ιδιαίτερα σημαντική, αν αναλογιστεί κανείς ότι για τη διέλευση αμερικανικού πολεμικού πλοίου, που κατευθύνεται προς τη Μαύρη Θάλασσα, χρειάστηκε η έκδοση άδειας από τις Τουρκικές αρχές, την ώρα που ενισχύεται ο κίνδυνος μετατροπής της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας σε στρατιωτική.
Κατά πολλούς αναλυτές, η κίνηση του Ερντογάν εντάσσεται στο διαπραγματευτικό παιχνίδι με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, προσπαθώντας να δημιουργήσει άλλον ένα μοχλό πίεσης, εκβιάζοντας τις δύο δυνάμεις για την παραμονή του στην εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται να ανακοινωθούν ρυθμίσεις που θα περιορίζουν τους Ρώσους και θα ικανοποιούν τις ΗΠΑ, φέρνοντας την Τουρκία πιο κοντά στη ΝΑΤΟ και τη Δύση γενικότερα. Δεν μπορεί να περάσει όμως απαρατήρητος και ο χρόνος ανακίνησης του θέματος από την Τουρκική κυβέρνηση. Οι τουρκικές εξαγγελίες ήρθαν το 2018, λίγους μήνες μετά τη συμφωνία μεταξύ της ρωσικής πετρελαϊκής Rosneft και της Ινδικής Essar, αξίας 13 δις.. Η συμφωνία αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των πετρελαιοφόρων που διέρχονται το Βόσπορο. Δεν αποκλείεται λοιπόν ο Τούρκος Πρόεδρος να δρα σε συνεννόηση με τις Ρωσικές αρχές ή να προσπαθεί να αποκομίσει όφελος από τις εμπορικές συμφωνίες της ευρύτερης περιοχής.
Η Σύμβαση του Μοντρέ είναι ιδιαίτερα σημαντική και για την Ελλάδα, που αποτελεί συμβαλλόμενο μέλος της. Η Συνθήκη νομιμοποιεί καθεστώς στρατικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης από την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι αναφέρουν τη Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά (1923) και την πρόβλεψη για υπαγωγή σε καθεστώς αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών Λήμνο και Σαμοθράκη, ανάμεσα σε άλλες περιοχές (Θάλασσα Μαρμαρά, Βοσπόρου, Δαρδανελίων κλπ). Η πρόβλεψη αυτή όμως έχει καταργηθεί από το 1936, με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία ρητώς αναφέρεται ότι αντικαθιστά στο σύνολό της την Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά. Μάλιστα, ο τότε Πρέσβης της Τουρκίας στην Ελλάδα απέστειλε στις 6 Μαΐου επιστολή στον Έλληνα Πρωθυπουργό αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της Ελλάδας στη στρατικοποίηση των δύο νησιών, όπως εξάλλου επανέλαβε η Τουρκική κυβέρνηση διά του Υπουργού Εξωτερικών της Rustu Aras, ο οποίος στην ομιλία του για την κύρωση της Σύμβασης ανέφερε ότι “Οι διατάξεις που αφορούν τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα” (Εφημερίδα πρακτικών Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309).
Ο χρόνος θα δείξει τελικά μέχρι που είναι αποφασισμένος να φτάσει ο Πρόεδρος Ερντογάν. Η επένδυση 10 δις για την κατασκευή εναλλακτικής των Στενών οδού, με παράλληλη διατήρηση του υφιστάμενου status quo στερείται οικονομικής και γεωπολιτικής λογικής. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκλειστεί η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση ή η ολοκληρωτική καταγγελίας της με αίτημα την εντός δύο ετών αναθεώρησή της, σύμφωνα με το άρθρο 28. Μία τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει μία τεράστια πρόκληση του υφιστάμενου καθεστώτος, με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις και αχαρτογράφητες διεθνείς αντιδράσεις.
***Ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι διεθνολόγος, ερευνητής του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.