Στην Αμμόχωστο συνέβη προχθές κάτι φοβερό: Οι Τουρκοκύπριοι κατέβασαν τις ελληνικές επιγραφές από όλα τα δημόσια κτίρια. Τις επιγραφές που μαρτυρούν τη μακραίωνη ελληνική παρουσία στη μαρτυρική αυτή πόλη, το πετράδι του στέμματος του τουρισμού και του κοσμοπολιτισμού της Μεγαλονήσου έως το 1974.
Τις επιγραφές που αποτελούσαν τη σφραγίδα της ελληνικότητας της πόλης. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό το μοναδικό και συνταρακτικό γεγονός θα συγκλόνιζε, θα συντάρασσε, θα αναστάτωνε την ελληνική πολιτική τάξη. Θα την έβγαζε από τα ρούχα της. Θα τη συγκινούσε. Δακρύζει κανείς όταν ο Ελληνισμός υποχωρεί. Τι είδαμε αντ’ αυτού; Την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αρχηγό του κράτους, να κάνει το ίδιο βράδυ εσπευσμένη, έκτακτη ανάρτηση στο facebook -μη χάσει την πρωτιά- για το έγκλημα της Φολεγάνδρου, προκειμένου να λανσάρει τον νέο, απαράδεκτο και ρατσιστικό νομικό όρο «γυναικοκτονία». Λες και δεν είναι Πρόεδρος, αλλά υφυπουργός Ισότητος των Δύο Φύλων. Τέτοια αγωνία για δημοσιότητα. Είδαμε κάποιους άλλους, ευρισκόμενους σε διακοπές, να σιωπούν αιδημόνως.
Αναρτήσεις κάνουν μόνο για το Champions League και τους ΛΟΑΤΚΙ. Και, βεβαίως, είδαμε μια κυρία που προτάθηκε από την Πολιτεία να εκλεγεί γενική γραμματέας του ΟΟΣΑ να κουνά το δάκτυλο στους Κυπρίους και να τους εγκαλεί πως, αν είχαν δεχθεί το απαράδεκτο Σχέδιο Ανάν πριν από 17 χρόνια, τώρα η Αμμόχωστος θα ήταν δική τους. Στην αμετανόητη Αννα Διαμαντοπούλου αναφέρομαι.
Όταν η πολιτική μας τάξη είναι τόσο αναίσθητη λοιπόν και τοποθετείται στη συγκυρία είτε με όρους επικοινωνίας, όπως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είτε με όρους διδακτισμού, όπως η κυβερνητική υποψήφια για τον ΟΟΣΑ κυρία Διαμαντοπούλου, ή διά της αφόρητης σιωπής άλλοι, τι να περιμένουμε άραγε; Δυστυχώς, στην Ελλάδα η πολιτική μας τάξη με όρους ιστορικού χρόνου αναβαθμίζει διαρκώς το «ασήμαντο» σε σημαντικό. Και υποβαθμίζει το σημαντικό σε «ασήμαντο».
Ενα απαράδεκτο και στυγερό έγκλημα έχει προτεραιότητα στην ατζέντα και γίνεται αντικείμενο έκτακτου ιντερνετικού διαγγέλματος. Η αποκαθήλωση ελληνικών λέξεων από έναν τόπο όπου ο Ελληνισμός έχει παρουσία από αρχαιοτάτων χρόνων περνά μέσα σε καθεστώς γενικής αδιαφορίας. Ή της διαμαντοπουλικής ευφορίας του τύπου «καλά να πάθετε». Μικρά αναστήματα κυριαρχούν, δυστυχώς, στον δημόσιο βίο. Αναστήματα ευκαιρίας.
Αναστήματα που δεν έχουν αίσθηση του ιστορικού χρόνου. Αναστήματα που αντέδρασαν κατά τον ίδιο απαράδεκτο τρόπο όταν ο Ερντογάν μετέτρεψε σε τζαμί την Αγία Σοφία! Εάν η πολιτική επιθυμεί να ασχολείται με την κοινωνία, κανένα θέμα. Επιβάλλεται. Αλλά η μείζων αποστολή της είναι η πατρίδα. Το έθνος. Η συνέχεια. Εάν η πολιτική θέλει να προσκαλέσει στη δεξίωση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας έναν μπασκετμπoλίστα που τίμησε το εθνόσημο, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, σελέμπριτι, πάλι κανένα πρόβλημα. Αρκεί να έχει συνείδηση να καλέσει και μερικούς άλλους… Ελληνες!
Όπως τους απογόνους των πεσόντων ηρώων μας στην Κύπρο το 1974, που πολύ αμφιβάλλω -εύχομαι να πέφτω έξω- αν έχουν κληθεί. Ας το καταλάβουμε καλά: Με πολιτική τάξη που δεν ασχολείται με τον Ελληνισμό και με την ελληνικότητα, αλλά με θέματα δευτερεύοντα, σε βάθος χρόνου τα χιλιόμετρά μας στην Ιστορία δεν θα είναι πολλά. Ξεφτίζουμε.