Φτάνει η ώρα της 3ης δόσης για χιλιάδες εμβολιασμένους, καθώς έχουν πλέον μετατραπεί… σε ανεμβολίαστους, αφού η ανοσία που προσφέρει το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech διαρκεί περίπου 6 μήνες.
Ήδη βλέπουμε αρκετούς πολίτες που εμβολιάστηκαν στην αρχή του εμβολιαστικού προγράμματος να νοσούν (όχι απλά να έχουν θετικό τεστ, αλλά να νοσούν), ανάμεσα σε αυτούς και ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης.
Έτσι πάνω από 1,08 δισ. πολίτες σε όλο τον κόσμο περιμένουν με αγωνία για να μάθουν πότε θα πρέπει να κάνουν την τρίτη δόση, καθώς οι «ειδικοί» έχουν ήδη αρχίσει να συσκέπτονται για το ενδεχόμενο χορήγησης τρίτης -ενισχυτικής- δόσης σε όσους έχουν ήδη εμβολιαστεί.
Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, τη Δευτέρα κατά την τακτική ενημέρωση για την πορεία της εμβολιαστικής εκστρατείας «Ελευθερία» εξήγησε ότι το θέμα της ενισχυτικής δόσης εμβολίου για την πρόληψη της λοίμωξης Covid-19 «απασχολεί όλους τους επιστήμονες σε όλες τις χώρες». Μάλιστα ανέφερε ότι στο Ισραήλ πραγματοποιείται ήδη ενισχυτικός εμβολιασμός προκειμένου να μην δημιουργηθούν «ρωγμές» στο τείχος ανοσίας και να προστατευθούν οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αν και στο Ισραήλ μόνο τείχος ανοσίας δεν έχει κτιστεί…
Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, μελετά σε βάθος τις παραμέτρους που θα την βοηθήσουν να καταλήξει στην αναγκαιότητα μιας ενισχυτικής εμβολιαστικής δόσης:
– διεθνή και εγχώρια στοιχεία που αφορούν τόσο στην διάρκεια της φυσικής ανοσίας συνεπεία νόσησης από τη λοίμωξη Covid-19 όσο και της ανοσοπροστασίας που προσφέρουν τα εμβόλια -έχει συμπληρωθεί 1,5 έτος από την χορήγηση της πρώτης δόσης σε εθελοντές που έλαβαν μέρος στις πρώτες κλινικές δοκιμές των εμβολίων
– την πορεία της επιδημίας στην Ελλάδα και διεθνώς
– τον ρυθμό εμφάνισης των νέων μεταλλαγμένων στελεχών του κορωνοϊού.
Οι προαναφερόμενοι παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη λήψη της όποιας απόφασης για την χρονική τοποθέτηση της ενισχυτικής (τρίτης για όσους έχουν υποβληθεί σε δυδοσικό εμβολιασμό και δεύτερης για όσους έχουν κάνει μονοδοσικό σχήμα) δόσης του εμβολίου.
Ποιοι ανταποκρίνονται στον εμβολιασμό και ποιοι όχι
Λεπτομερής είναι η αξιολόγηση των επιστημονικών στοιχείων που αφορούν στην ανταπόκριση στον εμβολιασμό των ατόμων που ανήκουν σε ειδικές κατηγορίες πληθυσμού, όπως οι πάσχοντες από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα και οι ηλικιωμένοι.
«Φαίνεται πως στα άτομα που δεν έχουν υποκείμενα νοσήματα, δηλαδή δεν ανήκουν σε ειδικές κατηγορίες, η διάρκεια της ανοσίας ξεπερνά τους έξι μήνες, χρονικό όροσημο που είχε αρχικά θεωρηθεί ως πιθανό για να σκεφτεί κανείς την χορήγηση τρίτης δόσης», σημείωσε η κυρία Θεοδωρίδου.
Αντιθέτως, επιστημονικές μελέτες εγχώριες και ξένες έχουν αναδείξει τις ομάδες που είτε λόγω προχωρημένης ηλικίας, είτε λόγω σοβαρών υποκείμενων νοσημάτων θεωρούνται κατάλληλες για ενισχυτικό εμβολιασμό.
Συγκεκριμένα μελέτη του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) σε υγιείς και ανοσοκατασταλμένους πολίτες δίνει σαφή εικόνα για την ανταπόκριση στα εμβόλια του κορωνοϊού. Στη μελέτη έλαβαν μέρος 255 υγειονομικοί και 112 εθελοντές ηλικίας άνω των 80 ετών, χωρίς γνωστή κακοήθη νόσο ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, που εμβολιάστηκαν για την πρόληψη της Covid-19.
Γενικά οι ηλικιωμένοι άνω των 80 ετών εμφάνισαν τους χαμηλότερους τίτλους αντισωμάτων συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Επιπλέον, οι ηλικιωμένες γυναίκες είχαν υψηλότερο τίτλο αντισωμάτων συγκριτικά με τους ηλικιωμένους άνδρες. Όλοι οι υγειονομικοί (25-70 ετών) είχαν εξουδετερωτικά αντισώματα σε πολύ υψηλούς τίτλους και 3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου διαπιστώθηκε μικρή μείωση του τίτλου αντισωμάτων με το 95% αυτών να εξακολουθεί να έχει προστατευτικούς τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Παράλληλη μελέτη σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες, όπως πολλαπλούν μυέλωμα (276 ασθενείς), λεμφώματα (170 ασθενείς), χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (106 ασθενείς) και συστηματική αμυλοείδωση (86 ασθενείς) έδειξε ότι το 40% των ασθενών αυτών δεν αναπτύσσουν εξουδετερωτικά αντισώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προαναφερόμενα νοσήματα, από τη φύση τους, συνοδεύονται από σοβαρή ανοσοκαταστολή, ενώ και οι θεραπείες που χορηγούνται επηρεάζουν σημαντικά την χυμική ανοσολογική ανταπόκριση, δηλαδή την παραγωγή αντισωμάτων.
Η επιστημονική ομάδα του ΕΚΠΑ καταλήγει σε δύο πολύ σημαντικές διαπιστώσεις για το αν, ποιοι και πότε θα πρέπει να λάβουν μια ενισχυτική δόση εμβολίου.
Ειδικά για τους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς αναφέρουν ότι «δεν γνωρίζουμε αν μια πιθανή τρίτη δόση του ίδιου ή άλλου εμβολίου θα ήταν αποτελεσματική» ενώ σε ότι αφορά στον γενικό πληθυσμό θεωρούν πως «αν κρίνουμε από Έλληνες ασθενείς που νόσησαν από COVID-19, και το 75% διατήρησε τα εξουδετερωτικά αντισώματα τουλάχιστον 8 μήνες μετά το πρώτο σύμπτωμα, είναι πολύ πιθανό τα αντισώματα από τον εμβολιασμό να κρατήσουν για τουλάχιστον ένα έτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πολύ υψηλότερους ακόμη και από όσους νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία».
Ποιοι θα κάνουν τρίτη δόση και πότε
Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών τη Δευτέρα απέφυγε να δώσει λεπτομέρειες για το πότε και ποιοι τελικά θα κάνουν ενισχυτική δόση εμβολίου.
«Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος που να πει κανείς ότι θα αρχίσουμε να χορηγούμε τρίτη δόση, ούτε έχει καταρτιστεί μια λίστα για το ποιοι θα συμπεριληφθούν αρχικά σε αυτή τη δόση. Είναι, όμως, εμφανές ότι η προτεραιοποίηση που έγινε για την αρχική χορήγηση των εμβολίων θα έχει μια ανάλογη φορά», είπε η κυρία Θεοδωρίδου.
Ωστόσο από τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις της Επιτροπής έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται μια αδρή εικόνα για το ποιοι και πότε θα κάνουν τρίτη δόση εμβολίου έναντι του κορωνοϊού.
Ψηλά στη λίστα, που θα καταρτιστεί, τοποθετούνται οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς, οι έχοντες υποβληθεί σε μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και όσοι λαμβάνουν ανοσοτροποποιητική αγωγή. Η επόμενη ομάδα που θα κληθεί για ενισχυτική δόση είναι τα άτομα άνω των 75 ετών και δη με σοβαρές συννοσηρότητες. Ενώ στη λίστα εξετάζεται αν θα πρέπει να ενταχθούν και όσοι εκτίθενται σταθερά σε υψηλό ιικό φορτίο, όπως για παράδειγμα οι υγειονομικοί εργαζόμενοι.
Τέλος, αναφορικά με το χρονικό ορόσημο χορήγησης της ενισχυτικής δόσης οι απόψεις των «ειδικών» βάσει πάντα των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων, κλίνουν προς τα τέλη του Φθινοπώρου με αρχές του χειμώνα.