Name Calling: Το νέο δίλεπτο μίσους του Νίκου Εισαγγελάτου ***
Ήταν 23 Απριλίου 2020, όταν στην εκπομπή “Livenews”, ο παρουσιαστής της κ. Νίκος Ευαγγελάτος (εφεξής: Εισαγγελάτος – σημειωτέον ότι ο εν λόγω ανεξάρτητος και αντικειμενικός δημοσιογράφος είχε συμπράξει το 2012 ως συντονιστής σε εκδήλωση της Novartis), συνομιλώντας με τους…
καλεσμένους του, την Υφυπουργό Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη, καθώς και μια μητέρα-εκπαιδευτικό, την κ. Όλγα Γεράκη, είχε παραδώσει μαθήματα Ποινικού Δικαίου, Βιοηθικής και Δημοκρατίας.
Έμπλεος οργής είχε δηλώσει τα ακόλουθα: «Εάν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος θα πει ότι αρνείται να εμβολιαστεί επειδή είναι στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να διωχθεί ποινικά, δηλ. πώς να το πω, δεν θέλω να πω βαρύ χαρακτηρισμό γιατί όποιος ξεχνάει τι έχει γίνει με τα εμβόλια και πώς σώζονται ζωές με τα εμβόλια δεκαετίες τώρα και κάνει τον μάγκα, τον έξυπνο, γιατί περί αυτού συζητάμε […] και κρατιέμαι εδώ για να μην πω άλλα μη τηλεοπτικά επίθετα, αν μπορεί και λέει […] υπάρχει εμβόλιο και δεν θα το κάνω, οκ, να κάτσει σπίτι του κι αυτός κι όποιοι άλλοι έχει μαζί του. Διότι δεν θα εκτεθεί η κοινωνία στον κίνδυνο της ψευτομαγκιάς κάποιων. […] Να κάτσουν σπίτι τους, να μην παίρνουν ούτε τα 800 € που εμείς ως κοινωνία τους δίνουμε, είναι η επιλογή τους και ας βρουν τον τρόπο να την φέρουν εις πέρας. […] Εμβόλιο σημαίνει έγκριση από γιατρούς, από επιτροπές. Η επιστήμη όλου του πλανήτη αυτή τη στιγμή είναι με τα μούτρα πάνω στο εμβόλιο. Αν κάποιος είναι τόσο μάγκας και τόσο έξυπνος να πει εγώ τους αμφισβητώ, να υποκλιθούμε και πάρει το δρόμο του κι αυτός κι εμείς».
Συμπορευόμενος με άλλους “τηλεοπτικούς αστέρες”, από εκείνους που διαμορφώνουν καθημερινώς συνειδήσεις, ο εν λόγω δημοσιογράφος προέβη σε μια ομαδική προσβολή της τιμής και της υπόληψης εκείνης της μερίδας των πολιτών οι οποίοι έχουν κάθε δικαίωμα να διαφωνούν μαζί του, έχοντας εύλογες επιφυλάξεις για την ασφάλεια των καινοφανών φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο: Στις 6.10.2021, και πάλι από την εκπομπή του “Livenews”, o κ. Εισαγγελάτος δήλωσε τα ακόλουθα: «Έχω μάθει για μια έρευνα για το ποιοι είναι οι αν€μβολίαστοι. Το προφίλ αυτών που αρνούνται τον €μβολιασμό. Θα την ακούσουμε σε λίγες ημέρες, είναι πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία. Και είναι ενδιαφέροντα… θα το πω… Γιατί δεν είναι οι άνθρωποι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, όπως ορισμένοι νομίζουν. Όχι! Οι πιο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί. Οι ημιμαθείς είναι αυτοί. Κάποιοι απ’ αυτούς που ζουν ανάμεσά μας και θεωρούν ότι τα ξέρουν όλα και δεν ξέρουν την τύφλα τους».
Η αυτοπεποίθηση του κ. Εισαγγελάτου για την γνώση της “αυτονόητης” αλήθειας τόσο του ιδίου όσο και των λοιπών υπερμάχων του υποχρεωτικού €μβολιασμού καθιστά περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρη την κλασική πραγματεία που είχε γραφτεί το 1859 για την ελευθερία (“On Liberty”). Στο δεύτερο κεφάλαιο “Περί της ελευθερίας της σκέψης και της συζήτησης” ο συγγραφέας της, ο John Stewart Mill, σημείωνε τα ακόλουθα:
«Η ιδιαιτερότητα των μαθηματικών αληθειών είναι ότι όλα τα επιχειρήματα στηρίζουν τη μία πλευρά. Δεν υπάρχουν αντιρρήσεις ούτε απαντήσεις σε αντιρρήσεις. Σε κάθε ζήτημα όμως που είναι δυνατόν να υπάρξει διαφωνία, η αλήθεια εξαρτάται από την ισορροπία που μπορεί να βρεθεί ανάμεσα σε δύο σύνολα αντικρουόμενων λόγων» (Περί Ελευθερίας, μτφ.: Γ. Βογιατζής, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2018, σελ. 72). Η ισορροπία αυτή, τονίζει ο Mill, είναι «τόσο θεμελιώδης για να αποκτήσουμε μια αληθινή αντίληψη επί ηθικών και ανθρώπινων ζητημάτων, που, αν δεν υπάρχουν πολέμιοι για την κάθε σημαντική αλήθεια, οφείλουμε να τους φανταστούμε και να τους εφοδιάσουμε με τα ισχυρότερα επιχειρήματα που μπορεί να μηχανευτεί ο πιο επιδέξιος δικηγόρος του διαβόλου» (ό.π., σελ. 74).
Προφανώς, λοιπόν, στην φαντασία του κ. Ευαγγελάτου, όπως δυστυχώς και πολλών άλλων προερχόμενων είτε από τον δημοσιογραφικό είτε από τον ιατρικό είτε και από αυτόν ακόμη τον νομικό χώρο, δεν υπάρχει το παραμικρό τετραγωνικό για να χωρέσει κάπου και η αντίθετη άποψη. Έτσι, σε όλους αυτούς συμβαίνει ό,τι και στους τυφλούς θιασώτες μιας ηθικής διδασκαλίας ή ενός θρησκευτικού δόγματος. Και πάλι με τα λόγια το Mill:
«όταν ο νους έχει πάψει να είναι υποχρεωμένος […] να ασκεί τις ζωτικές δυνάμεις του πάνω στα ερωτήματα που του παρουσιάζει η πίστη σε αυτό το δόγμα, εμφανίζεται σταδιακά μια τάση να ξεχνάει ολόκληρη την πίστη εκτός από το τυπικό […], λες και η αποδοχή του δόγματος βάσει πίστης εξαλείφει την ανάγκη οι άνθρωποι να το συνειδητοποιήσουν βαθιά μέσα στη διάνοιά τους ή να το δοκιμάσουν μέσω της προσωπικής τους εμπειρίας μέχρι που σχεδόν παύει να συνδέεται καν με την εσωτερική ζωή του ανθρώπου».
Τούτο έχει ως συνέπεια να «εμφανίζονται οι περιπτώσεις, οι τόσο συχνές στην εποχή μας [Σ.Σ.: η εποχή του Mill ταυτίζεται εν προκειμένω με την δική μας εποχή!] που σχεδόν αποτελούν την πλειοψηφία, όπου το δόγμα παραμένει, ούτως ειπείν, έξω από τον νου, φράζοντας και απολιθώνοντας το μυαλό έναντι όλων των άλλων επιρροών που απευθύνονται στις υψηλότερες πλευρές της φύσης μας. Έτσι, η δογματική πίστη εκδηλώνει τη δύναμή της με το να μην ανέχεται καμία φρέσκια και ζωντανή πεποίθηση να εισχωρήσει, ενώ η ίδια δεν κάνει το παραμικρό για τον νου ή την καρδιά, πέρα από το να στέκεται φρουρός μπροστά τους, υποχρεώνοντάς τα να μένουν άδεια» (ό.π., σελ. 78/79).
Δυστυχώς, η μονολιθικότητα του κ. Εισαγγελάτου δεν είναι κάποιο μεμονωμένο ατυχές περιστατικό που κηλίδωσε το κατά τα λοιπά άμωμο τηλεοπτικό πεδίο. Αντιθέτως, αποτελεί το κυρίαρχο σύμπτωμα σε μια διανοητικά μολυσμένη δυστοπική κοινωνία της εποχής του κορωνοϊού, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι “η επιβολή της μοναδικής σκέψης”.
Αυτό συμβαίνει και στο οργουελικό “1984”: Ο ήρωας Ουίνστον ζει στην Ωκεανία, υπό ένα ολοκληρωτικό καθεστώς τρόμου, οι πολίτες του οποίου παρακολουθούνται από την “αστυνομία της σκέψης” μέσω μιας πανταχού παρούσας τηλεοπτικής συσκευής που ταυτοχρόνως λαμβάνει και εκπέμπει εικόνες· μάλιστα, ακόμη και η τήρηση ημερολογίου τιμωρείται με θάνατο ή τουλάχιστον με είκοσι πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα (βλ. τον συσχετισμό με το “1984” του Τζ. Όργουελ ήδη στο άρθρο του γράφοντος στην εφημ. “Το Βήμα”, φ. της 30.3.2002, υπό τον τίτλο “Ριάλιτι τηλεπαιχνίδια και ανθρώπινη αξιοπρέπεια”).
Επιπροσθέτως, από την “τηλεοθόνη” της Ωκεανίας προβάλλεται καθημερινώς στις 11.00 ένα δίλεπτο μίσους, το οποίο αναπαράγει την συνηθισμένη φαρμακερή επίθεση κατά του κράτους από τον Γκόλντσταϊν, έναν αποστάτη που είχε ανακατευτεί σε αντεπαναστατκές ενέργειες και γι’ αυτό είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά κατά μυστήριο τρόπο είχε δραπετεύσει και εξαφανισθεί.
Σε αυτό το δίλεπτο μίσους ο Γκόλντσαϊν βρίζει τον Μεγάλο Αδελφό, καταγγέλλει τη δικτατορία του Κόμματος, υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου, την ελευθεροτυπία, την ελευθερία του συνέρχεσαι, την ελευθερία της σκέψης. Κι όσο προβάλλεται ο επαναστατικός λόγος του Γκόλντσταϊν, για να μη μείνει περιθώριο αμφιβολίας ως προς την πραγματικότητα που υπήρχε στις (δήθεν) αερολογίες του, πίσω από το κεφάλι του στην τηλεοθόνη περνούν ατέλειωτες φάλαγγες του ευρασιατικού στρατού, ενώ η φωνή του Γκόντσταϊν έχει σαν υπόκρουση το μονότονο, ρυθμικό θόρυβο που έκαναν οι μπότες των στρατιωτών (βλ. εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1979, σελ. 22· 1999, σελ. 23).
Βεβαίως, ο κ. Εισαγγελάτος, αν θελήσει να αντλήσει κάποια υπερασπιστικά επιχειρήματα μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο των Vardy & Grosch, Το αίνιγμα της ηθικής (μτφ. Θ. Δρίτσα, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 2013, σελ. 354). Εκεί λοιπόν καταγράφεται η θέση ότι η ελευθερία των ΜΜΕ πρέπει «σε κάθε περίπτωση να θεωρείται σημαντικότερη ή να έχει προτεραιότητα σε σχέση με οποιαδήποτε ευθύνη» των ΜΜΕ «έναντι των ατόμων ή των ομάδων που ενδεχομένως να επηρεάζονται σημαντικά από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ή από τα γεγονότα που δημοσιοποιούνται. Το να μην υπάρχει κανενός είδους λογοκρισία είναι πολύ προτιμότερο από οποιαδήποτε καταπίεση της ελευθερίας της έκφρασης, ακόμα και αν δεν μας αρέσουν ορισμένες από τις συνέπειες αυτής της αρχής».
Ωστόσο, στο ίδιο βιβλίο υπάρχει κι ο αντίλογος: «η ελευθερία δεν πρέπει να θεωρείται ποτέ ανώτερη της υπευθυνότητας», αλλά αυτές οι δύο θα πρέπει να ισορροπούν πάντοτε μετά από προσεκτική εξέταση τριών παραμέτρων: α) των πιθανών αρνητικών συνεπειών της τοποθέτησης, β) της μορφής του ηθικού λόγου που την διέπει και γ) της “ηθικής αποτελεσματικότητας” των ίδιων των εργαζομένων στα ΜΜΕ.
Είναι προφανές ότι ο κ. Εισαγγελάτος, μιλώντας απαξιωτικά για τους πολίτες που δεν εμπιστεύονται τα νέα φαρμακοθρησκευτικά σύμβολα της εποχής μας, εφαρμόζει μια πασίγνωστη τεχνική της προπαγάνδας που αποκαλείται “name calling” (τον όρο αυτόν χρησιμοποιεί π.χ. η Aλεξία Κουλούρη, Ρητορική και ερμηνείες. Πολιτική και Πολιτικοί μέσω twitter, εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2020, σελ. 107). Πάει να πει: Ο προπαγανδιστής στοχοποιεί έναν πολίτη ή μία κατηγορία πολιτών και τους δαιμονοποιεί, επικολλώντας τους μια αρνητική ετικέτα. Έτσι καταφέρνει να συσπειρώσει τη μάζα ενάντια στη μειοψηφία των δακτυλοδεικτούμενων πολιτών, οι οποίοι πρέπει να νιώσουν μειονεκτικά. Ευσεβής πόθος του προπαγανδιστή είναι, μέσω της παραγωγής αυτών των αρνητικών συναισθημάτων, να φέρει επιτέλους στο στρατόπεδο της συμπαγούς πλειοψηφίας τους σκληροτράχηλους αντιστασιακούς.
Όπως παρατηρεί ο Γ. Κ. Γεωργαλάς στο κλασικό βιβλίο του “Η προπαγάνδα. Μεθοδική και τεχνική της αγωγής των μαζών” (εκδ. Πάπυρος Πρεςς, Αθήνα 1973, σελ. 29): «οι προπαγάνδες των κομμουνιστικών και των φασιστικών κινημάτων είναι ουσιαστικά οι ίδιες. Στηρίζονται στον έντονο εντυπωσιασμό και στην υπερβολή. Απευθύνονται στις μάζες και μισούν το σκεπτόμενο άτομο. Απεχθάνονται τις αποχρώσεις. Αρνούνται τον διάλογο. Δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα διαδόσεως ιδεών στους αντιπάλους τους. Καλλιεργούν τον μισαλλόδοξο φανατισμό, το τυφλό μίσος. Επιδιώκουν την πρόκλησι ομοιόμορφων συλλογικών αντιδράσεων τύπου μαζικής υστερίας. Χρησιμοποιούν τον καταναγκασμό. Και υποδουλώνουν τα πάντα στους προπαγανδιστικούς τους σκοπούς (Τέχνη Παιδεία. Αθλητισμό, Εκκλησία, Επιστήμη, Πληροφορία)».
Επίσης, στο βιβλίο του Καρλ Γιόακιμ Φρήντριχ (Carl Joachim Friedrich) με τίτλο «Ολοκληρωτική δικτατορία» (μτφ.: Γ. Καραπαπάς, εκδ. Τροπή, Αθήνα 2012, σελ. 199) καταγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο η συγκεκριμένη τακτική, η οποία στοχεύει στην εξουδετέρωση των εκάστοτε νευραλγικών εχθρών του δικτατορικού καθεστώτος. Για τους παλαιότερους ολοκληρωτισμούς εχθροί ήσαν οι κομμουνιστές, οι εβραίοι, οι καπιταλιστές κ.λπ.
Για τη σημερινή μορφή ολοκληρωτισμού, δηλ. για την υγειονομική δικτατορία, εχθρός είναι οι λεγόμενοι αντιεμβολιαστές: Από αυτούς θεωρεί το καθεστώς ότι κινδυνεύει η διατήρηση της τυραννικής υπόστασής του. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για πολίτες που αντιτίθενται στον €μβολιασμό για διαφορετικούς λόγους, αλλά το καθεστώς τούς σαλαμοποίησε υπό την κοινή στέγη των αντιεμβολιαστών, προκειμένου να μπορέσει να τους επιτεθεί αποτελεσματικότερα, απαξιώνοντάς τους ποικιλοτρόπως (για την κατηγοριοποίηση των αντιτιθεμένων στους εμβολιασμούς βλ. Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 83 επ.): πότε ως ημιμαθείς, πότε ως στόκους, πότε ως ψεκασμένους, πότε ως συνωμοσιολόγους, πότε ως αρνητές. Όσον ούπω δεν αποκλείεται να ακουστεί και ο χαρακτηρισμός που υφέρπει ανυπόμονα εδώ και καιρό: “Εχθροί του λαού” (βλ. το θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν “Ένας εχθρός του λαού”).
Σε έναν σκληρό προπαγανδιστή σαν τον κ. Εισαγγελάτο αξίζουν δύο δόσεις €μβολιασμού: η μία είναι αναμνηστικού και η άλλη γνωσιακού τύπου.
Ιδού ο αναμνηστικός €μβολιασμός: Πριν από 23 χρόνια, ο εν λόγω δημοσιογράφος έκρινε ότι έπρεπε να υπερβεί τον ανειλημμένο δημοσιογραφικό ρόλο του και να εκτελέσει χρέη διαπραγματευτή με έναν αδίστακτο Ελληνορουμάνο κακοποιό, τον αλήστου μνήμης Σορίν Ματέι, ο οποίος κρατούσε ομήρους τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης και απειλούσε ότι θα ρίξει την χειροβομβίδα του, αν η αστυνομία δεν τον άφηνε να φύγει.
Όπως πληροφορούμαστε από το διασωθέν οπτικοακουστικό υλικό με την αφήγηση του κ. Μαλέλη, διευθυντή ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, που κάλυπτε τότε το εν εξελίξει περιστατικό ομηρείας ενοίκων πολυκατοικίας από τον Ματέι, ο τότε κεντρικός παρουσιαστής ειδήσεων του καναλιού κ. Εισαγγελάτος επέμενε στην ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη της συνομιλίας του πρώτου με τον Ελληνορουμάνο κακοποιό, διότι «η μόνη περίπτωση να πιάσουμε τον Σορίν Ματέι ήταν να είναι στον αέρα», πείθοντας εν τέλει τον διευθυντή του (βλ. το σχετικό απόσπασμα στο youtube με τον τίτλο “Σορίν Ματέι. Η αιματηρή ομηρ[ε]ία που μεταδόθηκε απευθείας στην τηλεόραση”).
Κατά την διάρκεια συνεντεύξεως που παραχώρησε στο BBC, ο κ. Εισαγγελάτος, μιλώντας στην αγγλική γλώσσα, προέβη στην ακόλουθη παραδοχή που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζει να σκέπτεται και να ενεργεί μέχρι και σήμερα υπό την ιδιότητα του δημοσιογράφου: «Δεν είμαι ειδικός σε τέτοια ζητήματα, γι’ αυτό δεν ξέρω, δεν ήξερα εκείνο το βράδυ αν αυτό που έκανα ήταν σωστό ή λάθος, όμως πίστευα πως η αστυνομία δεν μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση. Δεν είχαν διαπραγματευτή, κάποιον που θα μπορούσε να κατανοήσει τη γλώσσα του Ματέι, να μιλήσει στην ψυχή του» (βλ. 05.41 επ.).
Η κατάληξη του θρίλερ της οδού Νιόβης (βλ. την αναλυτική περιγραφή του Π. Σόμπολου, Οι αστέρες του εγκληματικού πανθέου όπως τους έζησα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017, σελ. 133 επ.) ήταν ο θάνατος ενός εκ των τεσσάρων ομήρων, δηλ. της εικοσιπεντάχρονης Αιμιλίας, από την χειροβομβίδα που έσκασε μέσα στο εσώρουχό της (για την ανάλυση του περιστατικού από ποινική σκοπιά βλ. Βαθιώτη, Υπόθεση Σορίν Ματέι: Μια περίπτωση απαγόρευσης αναδρομής;, Ποινικά Χρονικά 2003, σελ. 470 επ.).
Και τώρα ο γνωσιακός €μβολιασμός: Ας διαβάσει προσεκτικά ο κ. Εισαγγελάτος το οργουελικό “1984”. Στην σελίδα 22 της αρχικής μεταφράσεως του 1979 από τις εκδόσεις Κάκτου (αντιστοίχως σελ. 24 της ελαφρώς τροποποιημένης μεταφράσεως από την δεύτερη έκδοση του 1999) περιέχεται το ακόλουθο χωρίο που αφορά τις συνέπειες από την προμνημονευθείσα προβολή του “δίλεπτου λόγου μίσους” που αρθρώνει καθημερινά ο “εχθρός του Κόμματος”, ο Γκόλντσταϊν:
«Αλλά κατά περίεργο τρόπο, παρότι ο Γκόλντσταϊν ήταν μισητό πρόσωπο και τον περιφρονούσαν οι πάντες, παρότι χίλιες φορές κάθε μέρα στις εξέδρες, στην τηλεοθόνη, στις εφημερίδες, στα βιβλία, οι θεωρίες του διαψεύδονταν, καταρρίπτονταν, γελοιοποιούνταν, και η αξιοθρήνητη ηλιθιότητά τους εξετίθετο στα μάτια όλων, η επιρροή του θαρρείς και δεν μειωνόταν ποτέ. Πάντα υπήρχαν καινούργια θύματα έτοιμα να παραπλανηθούν από αυτόν. Δεν περνούσε μέρα που η Αστυνομία της σκέψης να μην ανακαλύψει κατασκόπους και σαμποτέρ [οι οποίοι] ενεργούσαν σύμφωνα με τις οδηγίες του».
Όσο, λοιπόν, θα επιτείνεται η προσπάθεια καλλιέργειας του μίσους εις βάρος εκείνων που έχουν διαφορετική άποψη για την αποτελεσματικότητα ή και την ασφάλεια του €μβολιασμού, τόσο περισσότερο θα αυξάνονται και θα πληθύνονται!
ΕΝΑΣ ΗΜΙΜΑΘΗΣ ΑΝΤΙΕΜΒΟΛΙΑΣΤΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΗΝ ΤΥΦΛΑ ΤΟΥ
ΥΓ: Μήπως στον Θαυμαστό Ανάποδο Κόσμο της εποχής του κορωνοϊού, ημιμαθείς είναι οι πολυμαθείς;