Ο φασισμός του φόβου, οι υπάκουοι υπήκοοι και οι σιωπηλοί συνεργοί μέσα από τους «Προβληματισμούς» του Σαράντου Καργάκου

«Κάπου η πολιτική αρχίζει να λειτουργεί ως μαύρη μαγεία. Δε στηρίζεται στο θάρρος αλλά στο φόβο των πολιτών. Κι ο φόβος είναι πάντα φασισμός. Η νέα πολιτική δε χρειάζεται συνειδητοποιημένους πολίτες. Χρειάζεται υπάκουους υπηκόους και σιωπηλούς συνεργούς, για να μπορεί να ολοκληρώσει το οποιοδήποτε έγκλημά της».

Ήδη από το 1986 ο πάντοτε διορατικός Σαράντος Καργάκος αναφερόταν στους φόβους που προκαλούν στον πολίτη οι ορατοί και αόρατοι κίνδυνοι-απειλές, τονίζοντας ότι «ο φόβος είναι πάντα φασισμός» που διαμορφώνει «υπάκοους υπηκόους» και «σιωπηλούς συνεργούς», οι οποίοι έχουν παραιτηθεί από το δικαίωμα να εξουσιάζουν τον εαυτό τους.

Σε ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Πολιτικός αμοραλισμός: έγκλημα ή λάθος;», που είχε γράψει στις 17 Φεβρουαρίου 1986 και είχε δημοσιευθεί στον Β΄ Τόμο του έργου του «Προβληματισμοί. Ένας διάλογος με τους νέους», ο Καργάκος κάνει μια διαπίστωση, η οποία εμπεριέχει το συνώνυμο εκείνου του όρου που λειτούργησε ως εκφοβιστικός κωδικός στην εποχή του κορωνοϊού, δηλαδή του διαβόητου «αόρατου εχθρού»:

«Ο σημερινός πολίτης θυμίζει τον άνθρωπο του Κάφκα. Είναι ο φοβισμένος, ο κυνηγεμένος από ορατούς και αόρατους κινδύνους, που δεν τολμά ούτε τ’ όνομά του να προφέρει, ούτε να διεκδικήσει την ίδια του τη ζωή. Σκοτεινός, τρομαγμένος και σκυφτός προχωρά βουβός μέσα στα μονοπάτια της ιστορίας, αφήνοντας πίσω του μια ρημαγμένη μνήμη αγωνίας. Οι φόβοι του τον παρασύρουν στ’ αδιέξοδα μιας πολυδαίδαλης πραγματικότητας. Έτσι, εκμηδενισμένος από μια πολιτική, που μοιάζει με εγκληματοπαραγωγική μηχανή, μόλις τολμά να ψελλίσει τις επιθυμίες του, ακολουθώντας το πομπώδες εμβατήριο κάποιου υπερφίαλου αρχηγού. Κάπου η πολιτική αρχίζει να λειτουργεί ως μαύρη μαγεία. Δε στηρίζεται στο θάρρος αλλά στο φόβο των πολιτών. Κι ο φόβος είναι πάντα φασισμός. Η νέα πολιτική δε χρειάζεται συνειδητοποιημένους πολίτες. Χρειάζεται υπάκουους υπηκόους και σιωπηλούς συνεργούς, για να μπορεί να ολοκληρώσει το οποιοδήποτε έγκλημά της».

 

«Αυτός ο φόβος που διάχυτα σπέρνεται μέσα μας από τη στιγμή που νιώθουμε ότι ζούμε, φωλιάζει μέσα μας και δε μας αφήνει να ορίσουμε τη ζωή μας, ούτε φυσικά και να προσδιορίσουμε το πολιτικό μας στίγμα. Ο φοβισμένος άνθρωπος του καιρού μας, που περνά δειλά χτυπώντας καθημερινή κάρτα, δειλιάζει μπροστά σ’ οτιδήποτε. Κι αυτό του στερεί κάθε αίσθημα ελευθερίας. Μέσα σε συνεχείς φόβους και αόρατες και ορατές απειλές διαμορφώνεται η ζωή και η προσωπικότητα του σύγχρονου πολιτικού ανθρώπου, που είναι ουσιαστικά ένας απολιτικός άνθρωπος, μια κι είναι ένας παραιτημένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα να εξουσιάζει τον εαυτό του. Έτσι καλλιεργείται η σημερινή πολιτική νοοτροπία, που είναι μια νοοτροπία υποταγής. Ο άνθρωπος που ζει στον επίλογο του 20ού αιώνα μοιάζει να είναι ο πολιτικός επίλογος του πολιτικού ανθρώπου. Ξέρει ότι τα πάντα βασίζονται σε σχέσεις φόβου και προσαρμόζεται ανάλογα: άλλοτε ραγιάς, άλλοτε γενίτσαρος».

Η τελευταία αυτή φράση του Καργάκου συμπυκνώνει κατά τρόπο ιδεώδη τις δύο μεγάλες κατηγορίες πολιτών που ξεχώρισαν στην εποχή του πολέμου κατά του υγειονομικής φύσεως «αόρατου εχθρού»:

  • Από την μια πλευρά υπήρχαν οι υγειονομικοί ραγιάδες, απρόθυμοι να υψώσουν ανάστημα ενάντια στο ιατροφασιστικό καθεστώς, οι οποίοι εν πολλοίς έκαναν τα στραβά μάτια σε ό,τι έβλεπαν πεντακάθαρα ότι αποτελεί κραυγαλέα παρανομίααπανθρωπία και παραλογισμό, προτιμώντας να μη ρισκάρουν την κοινωνικο-οικονομική τους ασφάλεια.
  • Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν οι υγειονομικοί γενίτσαροι –σε πολλές περιπτώσεις απεδείχθησαν «βασιλικότεροι του Βασιλέως»–, οι οποίοι φρόντισαν για την απαρέγκλιτη εφαρμογή των δρακόντειων μέτρων και, για να αποσείσουν τις ευθύνες τους, αναμασούσαν στερεοτυπικά, δίκην ενός πειθήνιου αλλά συναισθηματικά αφυδατωμένου ρομπότ, την αλήστου μνήμης φράση «απλώς ακολουθούσα διαταγές», στην οποία αντικατοπτρίζεται η υπερασπιστική γραμμή του Άντολφ Άιχμαν, συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο.

Σε σχέση με την δεύτερη κατηγορία αξίζει να διαβάσει κανείς τις αναλύσεις της Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτ[ο]πία του κακού»1, όπου η συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου Άιχμαν, ο οποίος προσπάθησε να εμφανισθεί ως νομοταγής πολίτης που εκπλήρωνε τα καθήκοντά του, επιδεικνύοντας τυφλή υπακοή. Εκεί αναφέρονται τα εξής:

«Η εκπληκτική τελειότητα με την οποία εκτελέστηκε η Τελική Λύση, μια τελειότητα που εντυπωσιάζει τον παρατηρητή σαν τυπικό χαρακτηριστικό των Γερμανών ή σαν χαρακτηριστική του τέλειου γραφειοκράτη, ανάγεται στην παλιά αντίληψη που ήταν πράγματι πολύ διαδεδομένη στη Γερμανία: ότι το να είναι κανείς νομοταγής δεν σημαίνει ότι υπακούει απλά στους νόμους, αλλά ότι ενεργεί σαν να ήταν ο νομοθέτης των νόμων στους οποίους υπακούει. Από εκεί πηγάζει και η πεποίθηση ότι χρειάζεται να ξεπερνά κανείς τη φωνή του καθήκοντος»2.

Στην εποχή του κορωνοϊού φαίνεται ότι ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων, αποτελούμενο όχι μόνο από απλούς πολίτες, αλλά και από ιατρούς, δικηγόρους, δικαστές, εισαγγελείς κ.λπ., αισθάνθηκαν έτσι ακριβώς: σαν νομοθέτες των νόμων της υγειονομικής τυραννίας με τους οποίους θεσπίσθηκαν όλες οι υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις. Γι’ αυτό και επέδειξαν μια πρωτοφανή συμμόρφωση στα εκάστοτε μέτρα, όσο παράλογα-απάνθρωπα κι αν ήταν, αξιώνοντας υστερικά αντίστοιχη σιδηρά πειθαρχία εκ μέρους των τρίτων:

Dura lex sed lex.

Άκρως διδακτικός θα ήταν και ο παραλληλισμός με τον τρόπο λειτουργίας της αμερικανικής κοινωνίας επί μακαρθισμού, κατά την περίοδο δηλαδή του “Ερυθρού Τρόμου” (Red Scare) για πιθανή κομμουνιστική επιρροή αμερικανικών ιδρυμάτων και οργανισμών μέσω σοβιετικών πρακτόρων.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο γερουσιαστής Τζο Μακάρθι είχε αρχίσει «να προβάλλει συστηματικά το “κυνήγι των μαγισσών” από τις αρχές του 1950, όταν ο κρατικός μηχανισμός των ΗΠΑ είχε ήδη προχωρήσει αποφασιστικά στον αδιάλλακτο αντικομμουνιστικό αγώνα, στον οποίο το πρώτο “πείραμα” είχε γίνει στην Ελλάδα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου»3.

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Corey Robin στο βιβλίο του «Φόβος. Η ιστορία μιας πολιτικής ιδέας»4:

«ο μακαρθισμός χρησιμοποίησε ακριβώς εκείνους τους μηχανισμούς του κράτους και της κοινωνίας, τους οποίους το φιλελεύθερο φαντασιακό εξυμνεί και προτείνει ως αντίδοτο στον πολιτικό φόβο. […] Και όπου το κράτος δεν κατάφερνε να ενεργήσει αποτελεσματικά, τη σκυτάλη έπαιρνε η πλουραλιστική κοινωνία. Κυριολεκτικά χιλιάδες εργαζόμενοι και εργοδότες, επιχειρηματικές ομάδες και εργατικά συνδικάτα, εκκλησίες και συναγωγές, τοπικές οργανώσεις και ενώσεις πολιτών –αυτή η πυκνή και πλούσια υπερδομή της κοινωνίας των πολιτών την οποία εξυμνούν οι διανοούμενοι από τον Τοκβίλ έως τον Ρόμπερτ Πούτναμ– συνέβαλλαν στην καλλιέργεια και την ενίσχυση του πολιτικού φόβου, συχνά με την υποστήριξη του FBI. Γείτονες κατασκόπευαν και κατέδιδαν γείτονές τους, ιερείς ενορίτες τους, δάσκαλοι μαθητές τους. Εργοδότες απέλυαν ή αρνούνταν να προσλάβουν εργάτες, κορυφαίοι συνδικαλιστές προχωρούσαν σε εκκαθαρίσεις πρωτοβάθμιων οργανώσεων, κλειστοί όμιλοι καθαιρούσαν μέλη τους».

Ιδιαιτέρως σημαντική για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του κατασταλτικού μηχανισμού και της ιδεολογικής πλαισίωσής του εναντίον των ταμπελοποιημένων κομμουνιστών εκείνης της εποχής, που τηρουμένων των αναλογιών εφαρμόσθηκε και στην δική μας εποχή, είναι η ανάλυση του Μιχάλη Λυμπεράτου στο άρθρο του με τίτλο «Μακαρθισμός: Η Αμερική του Ψυχρού Πολέμου»:5

«Δεν είχε σημασία η τιμωρία των αυτουργών όσο το κοινό που παρακολουθούσε την τιμωρία και την διαπόμπευση, το κοινό εκείνο που μετασχηματιζόταν σε υποστήριγμα της καταστολής, μαζικοποιώντας τη συναίνεση έναντί της. Ο κάθε πολίτης έπρεπε να γίνει καταδότης, έπρεπε να χειροκροτεί την καταστολή που ασκούνταν μέσω των ακροάσεων των Επιτροπών του Κογκρέσου, να επιδιώκει να αποκαλύπτει στην καθημερινή του ζωή τους εγκληματίες κατά του κράτους ή τις συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την υποστήριξή του, ακόμα και όταν αυτές αφορούσαν στην επιλογή της διασκέδασης ή κάποια καταναλωτικά πρότυπα. Το κέντρο βάρους της όλης διαδικασίας ήταν εκείνο που ο Ν. Πουλαντζάς χαρακτηρίζει ως διαδικασία που “πλάθει την υλικότητα του κοινωνικού σώματος πάνω στο οποίο ασκείται η κυριαρχία, ακόμα και όταν αυτή δεν ασκείται απευθείας ως βία”».

Ο ίδιος καταλήγει:6

«Παρά το γεγονός ότι τυπικά η βασιλεία του ίδιου του McCarthy δεν κράτησε παρά 4 χρόνια, το όλο φαινόμενο είχε σημαντικές συνέπειες στο σύνολο του αμερικανικού πολιτικού στερεώματος. Αφενός δημιούργησε και αναπαρήγαγε τους όρους μιας μαζικής φοβίας, χειραγωγώντας μεγάλο τμήμα του κοινωνικού σώματος, διευκόλυνε τη χειραφέτηση τομέων του κρατικού μηχανισμού από την εκλεγμένη εξουσία, δημιούργησε το φόβητρο ενός αόρατου κρατικού μηχανισμού που μπορούσε να δρα ανεξέλεγκτα και να καταστρέφει υπολήψεις και καριέρες, ενώ κατόρθωσε να διαχύσει τη λογική της καταστολής σε όλα τα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας, δικαιολογώντας όλες τις αντιδημοκρατικές εκτροπές και τα ελλείμματα νομιμότητας στην άσκηση της εξουσίας. Αφετέρου, νομιμοποίησε τη δημιουργία ενός κράτους “έκτακτης ανάγκης”, που στράφηκε σε ειδικές μεθόδους καταστολής και στο εξωτερικό, έναν κρατικό μηχανισμό, δηλαδή, απόλυτα προσαρμοσμένο στις νέες ιμπεριαλιστικές δομές που εδραιώθηκαν την ίδια περίοδο.

Έχοντας πλέον την εμπειρία της εργαλειοποίησης του υγειονομικού φόβου από τις σημερινές εθνικές κυβερνήσεις, η ανάγνωση των ανωτέρω χωρίων μάς βοηθά να αντιληφθούμε ότι οι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης ενεργοποίησαν τους αντίστοιχους κρατικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς, προκειμένου να καταπνιγεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση των ειδικών, να αποσκορακισθεί κάθε ίχνος σκεπτικισμού έναντι των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων, που έπρεπε να τηρηθούν με θρησκευτική ευλάβεια, οι δε υγειονομικοί αντιρρησίες συνειδήσεως να απομονωθούν ως εχθροί της κοινωνίας, αλλιώς ο φοβερός και τρομερός «αόρατος εχθρός» (υποτίθεται ότι) θα προκαλούσε αμέτρητες «εκατόμβες νεκρών». Δεν προέκυψαν, λοιπόν, τυχαία οι υγειονομικοί καταδότες που ειδοποιούσαν την αστυνομία, όταν κάποιος γείτονας τολμούσε να παραβιάσει τον μαγικό αριθμό 9 στις γιορτινές συναθροίσεις!

Επομένως, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι, από το 2020 και μετά, ο φόβος για τους κομμουνιστές μεταλλάχθηκε σε φόβο για τους ανεμβολίαστους και τους εν γένει στοχοποιηθέντες ως αρνητές της μάσκας, των τεστ και προπάντων των οιονεί εμβολίων. Αντιστοίχως, ο μακαρθισμός μεταλλάχθηκε σε υγειονομισμό και οι μαυροπινακισμένοι κομμουνιστές σε δακτυλοδεικτούμενους αντιεμβολιαστές.

Χαρακτηριστική είναι και η κατηγοριοποίηση των ναζιστών ιατρών που γίνεται από τον Robert Jay Lifton στο βιβλίο του “Nazi Doctors: Medical Killing and the Psychology of Genocide” (1988), όπως παρατίθεται από τον Φίλιπ Ζιμπάρντο, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ7. Διακρίνει τις εξής τρεις κατηγορίες:

  • τους ζηλωτές, που συμμετείχαν με προθυμία στη διαδικασία εξόντωσης και έκαναν ακόμα και επιπλέον δουλειά όσον αφορά τους φόνους
  • εκείνους που εκτελούσαν τη διαδικασία περίπου μεθοδικά, και δεν έκαναν ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από ό,τι πίστευαν ότι έπρεπε να κάνουν και
  • εκείνους που συμμετείχαν στη διαδικασία εξόντωσης, αλλά απρόθυμα».

H σημασία της δράσης των υπάκουων κρατικών υπαλλήλων και, ειδικότερα, της σύμπραξης των ειδικών αναδεικνύεται και από τον Αμερικανό Ιστορικό και καθηγητή του Πανεπιστημίου του Γέιλ Timothy Snyder στο εξαιρετικό μελέτημά του με τίτλο «Απέναντι στην τυραννία. 20 μαθήματα από τον 20ό αιώνα»8:

«Αν οι δικηγόροι δεν είχαν παρεκκλίνει από την αρχή ότι καμία εκτέλεση δεν γίνεται χωρίς δίκη, αν οι γιατροί είχαν αποδεχθεί τον κανόνα ότι καμιά εγχείρηση δεν γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση εκείνου που θα την υποστεί, αν οι επιχειρηματίες είχαν υποστηρίξει την απαγόρευση της δουλείας, αν οι γραφειοκράτες είχαν αρνηθεί να χειριστούν υποθέσεις σχετικές με δολοφονίες, τότε το ναζιστικό καθεστώς θα δυσκολευόταν πολύ να διαπράξει τις θηριωδίες, εξαιτίας των οποίων εγγράφηκε ανεξίτηλα στη μνήμη όλων μας».

Ο Αμερικανός συγγραφέας καταλήγει σε ένα σπουδαίο (και) για την εποχή μας συμπέρασμα:

«Η επαγγελματική δεοντολογία πρέπει να είναι η πυξίδα μας, ιδίως όταν η εξουσία επιχειρεί να μας πείσει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιάζουσα, εξαιρετική κατάστασηΤο “απλώς ακολουθούσα διαταγές” δεν υφίσταται ως δικαιολογία. Αν οι επαγγελματίες θυσιάσουν τη δεοντολογία, που κανονικά πρέπει να διέπει την άσκηση του λειτουργήματός τους, στο όνομα συναισθηματικών εξάρσεων της στιγμής, ενδέχεται να διαπιστώσουν ότι ξαφνικά βρέθηκαν να υποστηρίζουν και να διαπράττουν πράγματα που ίσως προηγουμένως τα θεωρούσαν αδιανόητα»9.

Εξίσου σημαντική είναι η συμβουλή που μας δίνει ο Snyder10:

«Ξεχωρίστε από το πλήθος. Κάποιος πρέπει να το κάνει. Κάποιος πρέπει να υψώσει το ανάστημά του. Είναι εύκολο να ακολουθούμε τη μάζα. Ενδέχεται να αισθανθούμε παράξενα, αν κάνουμε ή αν πούμε κάτι διαφορετικό. Όμως χωρίς αυτήν την αμηχανία, αυτήν την εσωτερική αναστάτωση, δεν υπάρχει ελευθερία. Ας θυμηθούμε τη Ρόζα Παρκς [μαύρη μοδίστρα η οποία, τον Δεκέμβριο του 1955, αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε έναν λευκό, αντιδρώντας στην ισχύουσα τότε στις ΗΠΑ πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού. Η γενναία στάση της αποτέλεσε τη σπίθα που ανάφλεξε το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κορυφώθηκε τη δεκαετία του ΄60 και ανέδειξε προσωπικότητες όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ]. Τη στιγμή που κάποιος από μας γίνεται παράδειγμα, τα μάγια του status quo λύνονται, και τον ακολουθούν και άλλοι».

Μόνο αν αρχίσουν κάποιες μονάδες να υψώνουν το ανάστημά τους, θα μπει χαλινάρι στον φασισμό του φόβου, για τον οποίο μιλούσε από το 1986 ο Σαράντος Καργάκος11. Ο Robin στο προαναφερθέν βιβλίο του αναλύει αυτόν τον φόβο, τον οποίο χαρακτηρίζει πολιτικό, διευκρινίζοντας ότι με τον συγκεκριμένο όρο εννοεί:

«αφενός την ανησυχία που νιώθουν οι άνθρωποι για κάποιο κακό που απειλεί τη συλλογική τους ευδαιμονία –το φόβο της τρομοκρατίας, τον πανικό μπροστά στην εγκληματικότητα, την αγωνία για την ηθική παρακμή– και αφετέρου τον εκφοβισμό που ασκείται σε άνδρες και γυναίκες από κυβερνήσεις ή ομάδες. Εκείνο που καθιστά τα δύο αυτά είδη φόβου πολιτικά και όχι προσωπικά είναι ότι εκπορεύονται από την κοινωνία ή έχουν συνέπειες στην κοινωνία. […] Ο πολιτικός φόβος μπορεί […] να έχει ευρύτατες επιπτώσεις. Μπορεί να υπαγορεύσει κρατικές πολιτικές, να φέρει νέες ομάδες στην εξουσία και να κρατήσει άλλες εκτός, να δημιουργήσει νόμους και να τους ανατρέψει»12.

Διατυπώνοντας ο Καργάκος την αποφθεγματική ρήση «ο φόβος είναι πάντα φασισμός», είχε μάλλον στο μυαλό του κάποιες διαχρονικές διαπιστώσεις, οι οποίες καταγράφονται και στο προμνημονευθέν βιβλίο του Robin:

  • Ο φόβος είναι ένα «πολιτικό εργαλείο, όργανο μιας κυρίαρχης ελίτ ή ενός προελαύνοντος επαναστατικού κινήματος, παράγεται και ενισχύεται από πολιτικούς ηγέτες ή ακτιβιστές, οι οποίοι προσδοκούν να κερδίσουν κάτι από αυτόν, είτε επειδή ο φόβος τούς βοηθά στην επιδίωξη ενός συγκεκριμένου πολιτικού στόχου, είτε επειδή αντανακλά ή υποστηρίζει τα ηθικά και πολιτικά τους πιστεύω – είτε και για τους δύο λόγους»13.
  • Ο πολιτικός φόβος «στηρίζεται σε κάποιον υπαρκτό κίνδυνο –σπάνια συμβαίνει, αν συμβαίνει να δημιουργείται από το τίποτα–, καθώς όμως τα προβλήματα της ζωής είναι τόσο διαφορετικά όσο και οι χαρές της, οι πολιτικοί και άλλοι αρχηγοί έχουν μεγάλη ελευθερία κινήσεων όταν καλούνται να αποφασίσουν ποιοι κίνδυνοι αξίζουν πολιτικής προσοχής και ποιοι όχι. Είναι αυτοί ακριβώς που ορίζουν κάτι ως απειλή απέναντι στην ευδαιμονία του πληθυσμού, αυτοί που ερμηνεύουν τη φύση και τις ρίζες αυτής της απειλής, και αυτοί που προτείνουν ένα συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της απειλής. Είναι αυτοί που καθιστούν συγκεκριμένους φόβους αντικείμενα δημόσιας συζήτησης και μαζικής κινητοποίησης»14.
  • «Στο βαθμό που ο φόβος προειδοποιεί για κάποιο επικείμενο κακό, και στο βαθμό που το επικείμενο κακό στερεί το άτομο από κάποιο αγαθό, οι διαχειριστές της εξουσίας μπορούν να προκαλέσουν φόβο απλώς και μόνο απειλώντας το άτομο ότι κινδυνεύει να χάσει το συγκεκριμένο αγαθό»15.

Με αυτές τις διευκρινίσεις, είμαστε πλέον σε θέση να αντιληφθούμε σε πόσο γιγαντωμένο φασισμό ζει ο χαυνοπολίτης (έτσι ονομάζει ο Καργάκος τον «αδιάφορο πολίτη που εύκολα πέφτει θύμα της πολιτικής απάτης»16) εν έτει 2022:

Αρχικώς, η παγκόσμια ελίτ βάφτισε «αόρατο εχθρό» τον κορωνοϊό, τον οποίο δαιμονοποίησε ως πανταχού παρόντα και τα πάντα απειλούντα, προκαλώντας μαζική ψύχωση και οιονεί εγκεφαλική παράλυση στην συντριπτική πλειονότητα των χαυνοπολιτών, και ακολούθως όρισε αυθαιρέτως ως παράλληλες ή διαδοχικές απειλές την κλιματική και την ενεργειακή κρίση, με την τελευταία να είναι το δίδυμο αδελφάκι της διαφαινόμενης επισιτιστικής κρίσης.

Όποιος αρνηθεί να τρομοκρατηθεί από την εκφοβιστική συρροή των απειλών που επικαλείται η κυρίαρχη ελίτ και άρα να εφαρμόσει πιστά τα (δήθεν) σωτήρια μέτρα που θα αποφασίσει ετσιθελιστικά το παγκόσμιο κονκλάβιο, κολυμπώντας αντίθετα προς το κυρίαρχο ρεύμα, τότε θα πρέπει να αναμένει τον ανηλεή διωγμό του από τα καλολαδωμένα γρανάζια ενός ολοκληρωτικού συστήματος που όρισε και εργαλειοποίησε τους «αόρατους εχθρούς» και τις πολλαπλές απειλές. Τα γρανάζια αυτά θα λιπαίνονται από τους ραγιάδες και τους γενιτσάρους, όσους δηλαδή ανήκουν στην τυραννία της πλειοψηφίας.

Αν «ο φόβος είναι πάντα φασισμός», τότε η πρόκληση πολλών οικουμενικών φόβων, συνδεδεμένων με διάφορες κρίσεις, είτε διαδοχικές είτε παράλληλες (βλ. σήμερα: οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή, κλιματική, επισιτιστική κρίση), είναι παγκόσμια πολυμορφική δικτατορία!

Ας θυμηθούμε την επίκαιρη ανάλυση του Καργάκου στο κείμενό του «Σενάριο δικτατορίας» (γραμμένο και πάλι στις 17 Φεβρουαρίου 198617):

«Η γέννηση και η ανάδειξη ενός δικτάτορα είναι πιο εύκολη απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. […] Υποψήφιοι δικτάτορες πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την ανάδυσή τους είναι μια κρίση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, ηθική. Όταν εμφανιστεί μια τέτοια κρίση και πάρει χρόνιες διαστάσεις, δε χρειάζεται παρά μια αχαλίνωτη φιλοδοξία, μια συνωμοτική και οργανωτική ικανότητα, μια πονηρία που δεν είναι απαραίτητο να απορρέει από ευφυΐα, ένας ωμός ρεαλισμός, σε συνδυασμό με το ταλέντο παραπλάνησης των μαζών και η συνταγή κατασκευής δικτάτορα είναι έτοιμη».

Συνδυαστικά ας θυμηθούμε και τα λόγια του Timothy Snyder:18

«Ο πλέον ευφυής ναζί, ο νομικός και πολιτικός επιστήμονας Καρλ Σμιτ, εξήγησε με καθαρή γλώσσα την ουσία της φασιστικής διακυβέρνησης. Ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση θα μπορούσε να καταστρατηγήσει όλους τους κανόνες, έλεγε, ήταν να εστιάσει στην ιδέα της εξαίρεσης. Ένας ναζί ηγέτης υπερφαλαγγίζει τους αντιπάλους του με το να κατασκευάζει τη γενική πεποίθηση ότι η παρούσα στιγμή είναι εξαιρετική, και στη συνέχεια με το να μεταμορφώνει αυτή την κατάσταση εξαίρεσης σε μόνιμη κατάσταση ανάγκης. Τότε οι πολίτεςανταλλάσσουν την πραγματική ελευθερία με μια κίβδηλη ασφάλεια».

.https://kvathiotis.substack.com/p/80

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Περίληψη του ανωτέρω κειμένου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 25.9.2022, σελ. 08β/24.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Translate »