«Μέσα σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, διαμορφώνονται ολιγαρχικές δομές, και οι αποφασιστικές εξουσίες και αποφάσεις συγκεντρώνονται στα χέρια μικρών ηγετικών μειοψηφιών που ουσιαστικά καθίστανται ανεξέλεγκτες από το πλήθος των μελών και των οπαδών».
Robert Michels: Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη Σύγχρονη Δημοκρατία – Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου.
Στο κλασικό και αγέραστο έργο του Robert Michels, με τίτλο Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη Σύγχρονη Δημοκρατία και υπότιτλο Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου, θεμελιώθηκε η σύγχρονη πολιτική κοινωνιολογία (κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1997 από τις εκδόσεις Γνώση, σε μτφ. Γιώργου Ανδρουλιδάκη, και θεώρηση Παναγιώτη Κονδύλη, μόνο… 87 χρόνια μετά την πρώτη γερμανική έκδοση του το 1910).
Σ’ αυτό αναλύεται ο λόγος για τον οποίο μέσα σε όλα ανεξαιρέτως στα κόμματα, διαμορφώνονται ολιγαρχικές δομές, και οι αποφασιστικές εξουσίες και αποφάσεις συγκεντρώνονται στα χέρια μικρών ηγετικών μειοψηφιών που ουσιαστικά καθίστανται ανεξέλεγκτες από το πλήθος των μελών και των οπαδών. Πράγμα που θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: «πώς λειτουργούν τα κόμματα στο εσωτερικό τους και ποιες συνέπειες έχει η δική τους λειτουργία για τη γενική λειτουργία της δημοκρατίας».
Η εξέλιξη και η λειτουργία ΟΛΩΝ των πολιτικών κομμάτων διέπεται από τον Σιδερένιο Νόμο της Ολιγαρχίας, που δεν έπαψε ποτέ να ισχύει. Η γραφειοκρατικοποίηση, η ολιγαρχοποίηση και αυταρχοποίηση αποτελεί την αναπόδραστη μοίρα όλων των πολιτικών κομμάτων ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους αμφίεση.
Στην πορεία από τον Μεσαίωνα στη Νεότερη Εποχή, θεωρήθηκε ότι η Εποχή της Πίστης των σκοτεινών χρόνων θα παραχωρούσε τη θέση της στην Εποχή της Λογικής ενός φωτεινού μέλλοντος. Αντ’ αυτού, διαπιστώθηκε ότι την Εποχή της Πίστης την διαδέχθηκε μια Εποχή εκλογικευμένης κοινωνιοπάθειας, η οποία εξακολουθεί να μας ταλανίζει έκτοτε.
Από τότε μέχρι σήμερα, η ανθρωπότητα γνώρισε δύο μόνο ρυθμίσεις της καπιταλιστικής εξουσίας που διέπει όλες τις κοινωνίες: τον ολοκληρωτισμό (δικτατορία και αυταρχισμό) και τη «φιλελεύθερη» ολιγαρχία (με τις διάφορες εκφάνσεις της αντιπροσωπευτικής δήθεν δημοκρατίας), και όλες οι επαναστάσεις, οι πολιτικές ανατροπές και τα κινήματα αλλαγής ακολούθησαν μια διαδικασία προσαρμογής στη μια ή την άλλη ρύθμιση.
Όπως σε κάθε επανάσταση ή αλλαγή, έτσι και στις μεγάλες αστικές επαναστάσεις στον τότε γνωστό οικονομικά πλούσιο κόσμο (Κάτω Χώρες 16ος αιώνας, Αγγλία 17ος αιώνας, Αμερική και Γαλλία 18ος αιώνας), υπάρχει πάντοτε μια μειοψηφική καθοδηγούσα και μια πλειοψηφική πραγματοποιούσα δύναμη και ο χαρακτήρας της νέας εξουσίας που προκύπτει από την επαναστατική ανατροπή καθορίζεται πάντοτε από την πρώτη.
Η μετατροπή της μειοψηφικής καθοδηγούσας αστικής τάξης σε τάξη εν εξουσία οδήγησε με τρόπο φυσικό και αναπόδραστο από την επανάσταση στον συντηρητισμό. Επιτομή αυτής της εξέλιξης αποτελεί ο αββάς Sieyes που το 1789, στην πραγματεία του Tι είναι η Tρίτη Tάξη;.
«Μόνο αυτοί που συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση (και την ενδυνάμωση) της κρατικής εξουσίας, είναι σημαντικοί μέτοχοι της μεγάλης κοινωνικής επιχείρησης. Μόνο αυτοί είναι τα αληθινά μέλη του συνεταιρισμού».
Η προσωπική διαδρομή του αββά Sieyes είναι χαρακτηριστική της εξέλιξης όχι μόνο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά όλων των επαναστάσεων εν γένει: Ξεκίνησε ως ένας από τους καθοδηγητές της επανάστασης, πρωτοστάτησε στην οργάνωση του πραξικοπήματος που έφερε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην εξουσία (1799), και μετά το τέλος του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της βασιλείας στη Γαλλία, δήλωσε θρασύτατα «έχω επιζήσει!».
Κάθε νέο κυρίαρχο στρώμα τείνει αναγκαία να αγωνίζεται για την διασφάλιση της νεο-κατακτημένης εξουσίας του. Απ’ αυτή την διεργασία προέκυψε το πολιτικό μοντέλο της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας, στις δυο γνωστές εκδοχές του (τη «φιλελεύθερη» μοναρχική και τη «φιλελεύθερη» προεδρική ολιγαρχία), που οποίο διασφαλίζει τα συμφέροντα κάθε νέας κυρίαρχης τάξης, προφυλάσσοντας την από τις «επικίνδυνες τάξεις» μέσω της ενσωμάτωσής τους στη φενάκη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό και των δύο μορφών της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας (δίπλα στην οποία προστέθηκε κατά τον 20ο αιώνα, και ο ολοκληρωτισμός).
Μ’ αυτά τα δεδομένα, το ζητούμενο δεν είναι η ανατροπή της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας (που γίνεται πάντοτε προς όφελος των διαφόρων μορφών ολοκληρωτισμού), αλλά η αντικατάστασή του από ένα άλλο –ποιοτικά διαφορετικό– πολιτικό μοντέλο άμεσης δημοκρατίας που θα ενσωματώνει τα λίγα θετικά στοιχεία της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας (π.χ. τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη), απορρίπτοντας τα πλείστα όσα αρνητικά της.
Κι ακριβώς για αποφευχθεί αυτό, αναλαμβάνουν δράση οι ανεπάγγελτοι- επαγγελματίες πολιτικοί, θλιβεροί κλόουν στο μεγάλο τσίρκο της κοινοβουλευτικής δήθεν δημοκρατίας, επιτρέποντας στους ευπειθείς υπήκοους να παίζουν το ρόλο του πολίτη μία ημέρα κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, μια «μεγαλόψυχη» παραχώρηση μέσω της οποία «οι έσχατοι ανεπάγγελτοι-επαγγελματίες πολιτικοί και γελωτοποιοί έσονται πρώτοι», διαγκωνιζόμενοι για μια καρέκλα εξουσίας και παχυλής αργομισθίας στο σύμπαν μιας -κατ’ ανάγκη- θεσμοποιημένης διαφθοράς.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, κυριαρχούν οι παντός είδους ανίκανοι που προκύπτουν ως προϊόντα των «ευγενών» σωματικών υγρών των παρακοιμώμενων στο Βαθύ Κράτος της πολιτικής, της οικονομίας, της «δικαιοσύνης», των ενόπλων δυνάμεων, των υπηρεσιών ασφαλείας, της εκκλησίας (που δεν ταυτίζεται με την θρησκεία), των μέσων μαζικής εξαπάτησης, κλπ.
Στην παρούσα στιγμή, οι υπήκοοι που υποδύονται τους «πολίτες» μια μέρα κάθε 4 ή 5 χρόνια κατά το θέατρο των εκλογών, καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα
α) στην «κουλτούρα» του παιδοβιασμού, της «αριστείας», της διαφθοράς, των υποκλοπών, της ιδιωτικοποίησης των μέσων κοινής ωφέλειας – μετατρέποντάς τα σε μέσα μαζικής δολοφονίας (όπως στις πρόσφατες μαζικές εκτελέσεις 57 αθώων υπάρξεων στο σκοπευτήριο των Τεμπών), της καταναγκαστικής επιβολής των θανατηφόρων «εμβολίων»-COVID και των καταστροφικών μέτρων – με τα οποία συντελέστηκε το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, και
β) στην «κουλτούρα» της κωλοτούμπας των μνημονίων και του εκβιαστικού εμβολιασμού με τα ανθρωποκτόνα «εμβόλια»-Frankenstein, και πλείστων άλλων.
Το 1853, ο Καρλ Μαρξ σκιαγράφησε με εκπληκτική ακρίβεια το πορτραίτο κάθε ανεπάγγελτου επαγγελματία πολιτικού–ειδικού του τίποτα, που ισχύει στο διηνεκές, ζωγραφίζοντας την προσωπογραφία του λόρδου Πάλμερστον (1784-1865) που διατέλεσε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου (1859–1865). Γράφει ο Καρλ Μαρξ στο Για τον Πάλμερστον, στις 22/10/1853:
«Αυτός που υποκύπτει σε κάθε ξένη επίδραση, ενώ της αντιστέκεται με τα λόγια… Καταφέρνει να συνδυάζει τη δημοκρατική φρασεολογία με τις ολιγαρχικές ιδέες… Έχει την ειδικότητα να φαίνεται πως επιτίθεται όταν υποχωρεί, και πως υπερασπίζεται αυτούς που προδίδει. Ξέρει να χειρίζεται δεξιοτεχνικά έναν επιφανειακό αντίπαλο και να σπρώχνει σε απελπισία έναν υποτιθέμενο σύμμαχο. Ξέρει να παίρνει στην αποφασιστική στιγμή το μέρος του δυνατού απέναντι στον πιo αδύνατο, και να το βάζει στα πόδια αλαλάζοντας όλο θάρρος και στόμφο… Και μέχρι σήμερα, η φιλία του υπήρξε πάντοτε το προμήνυμα σίγουρης καταστροφής…»
Οι ανεπάγγελτοι, ανεπαρκείς και ατάλαντοι επαγγελματίες πολιτικοί είναι -παντού και πάντοτε- θλιβεροί γελωτοποιοί, φορείς μιας τουρκο-μπαρόκ «κουλτούρας» αποδεικνύοντας ότι ενώ στο Ancient Regime κάθε «σοβαρός» άρχοντας είχε στην Αυλή του έναν τουλάχιστον γελωτοποιό, στα καθεστώτα του σύγχρονου Μεσαίωνα κάθε «σοβαρός» αρχηγός-αφέντης διαθέτει ως Αυλή του ένα πλήθος από ανεπάγγελτους-επαγγελματίες πολιτικούς-γελωτοποιούς χαμηλότερης κλίμακας.
Οι ανεπάγγελτοι υποψήφιοι επαγγελματίες πολιτικοί είθισται να εκκολάπτονται συμμετέχοντας σε διάφορα κομματικά σχήματα (νεολαιίστικα, μαθητικά και φοιτητικά, εν σειρά), σε διάφορες «καρέκλες» (πρόεδρος, αντιπρόεδρος, γραμματέας, σύμβουλος, κ.α.), προετοιμαζόμενοι για τις μελλοντικές διαδρομές τους στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της εξουσίας. Και, τελικά, εκπληρώνουν το όνειρό τους όταν γίνουν «επαγγελματίες πολιτικοί». Κι επειδή πρόκειται, για ένα επάγγελμα που δεν παράγει τίποτα (!), όλοι τους αποφεύγουν να το δηλώνουν ως επάγγελμά τους.
Οι κανονικοί άνθρωποι, δίπλα από το ονοματεπώνυμό τους αναγράφουν το επάγγελμά τους: εργάτης, αγρότης, μηχανικός, δικηγόρος, γιατρός, κ.λπ. Οι επαγγελματίες πολιτικοί, δίπλα από το ονοματεπώνυμό τους δεν αναγράφουν ποτέ το επάγγελμά τους: πολίτικός. Γράφουν οτιδήποτε άλλο πλην αυτού. Aκόμη κι αν κατείχαν κάποιο επάγγελμα για ένα φεγγάρι, ή δεν το άσκησαν ποτέ ή το άσκησαν επ’ ολίγον πριν «προβιβαστούν» σε επαγγελματίες πολιτικούς.
Πίσω απ’ αυτή την λαθροχειρία μάλλον υποκρύπτεται η ντροπή γι’ αυτό που πραγματικά είναι ή κάνουν. Ο όρος «επαγγελματίας πολιτικός» έχει μόνο αρνητικές συνδηλώσεις και μια αυτές είναι το «ειδικοί του τίποτα». Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη από ένα ψευδεπίγραφο φύλλο συκής ώστε να μετριάζεται η τραγικότητα της κατάστασης τους. Συνεπώς, είναι δικαιολογημένη η διαρκής καχυποψία απέναντι σ’ αυτά τα περίεργα όντα που είναι συνεχώς διχασμένα ανάμεσα στο «άλλο είμαι και άλλο νομίζω ότι είμαι» και στο «άλλα λέω και άλλα κάνω».
Όπως είναι γνωστό «όταν το δάκτυλο δείχνει το φεγγάρι, ο βλάκας κοιτάζει το… δάκτυλο». Αλλά όταν το δάκτυλο ανήκει στο χέρι του Αρτούρο Ούι κάθε κομματικής συμμορίας, δείχνει τις καρέκλες της εξουσίας στους αυλοκόλακες-υποτελείς του, ο βλάκας εξακολουθεί να ατενίζει το δάκτυλο, ο καιροσκόπος επικεντρώνει τη σωληνοειδή του όραση στα προνόμια από την κατοχή της καρέκλας, και ο εθελότυφλος συνεχίζει να μη βλέπει τίποτε. Και τότε, σημαίνει η ώρα του γελωτοποιού…
Οι ανεπάγγελτοι-επαγγελματίες πολιτικοί, αυτοί οι παράδοξοι ειδικοί του Τίποτα που επιμένουν να επιβιώνουν παρασιτικά ακόμη και σε εποχές «υψηλής ειδίκευσης», έχουν ως κύριο όπλο τους μια διανοητική εμβέλεια και ένα δείκτη νοημοσύνης που τους στερεί –μεταξύ άλλων και– από τη στοιχειώδη αυτοπροστασία που παρέχει σε κάθε άνθρωπο η αίσθηση του γελοίου.
Και στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν την φοβία που τους διακατέχει από το ενδεχόμενο της απώλειας της διαχείρισης ασήμαντων υποτομέων της εξουσίας (μικροκομματικής, κυβερνητικής ή πολιτειακής), ενεργοποιούν το εργαλείο της μαζικής εξαπάτησης, στηριγμένοι στη δική τους μικρή Αυλή που αποτελείται από πλείστα όσα προσωπικά ανύπαρκτα και ετερόφωτα σαπρόφυτα (από «γιές-μαν» και «γιές-γούμαν») τα οποία –από κοινωνικο-πολιτική και ψυχοσεξουαλική άποψη– είναι καθηλωμένα στη βρεφική φάση της «εξέλιξής» τους.
Το κατάντημα όλων των ανεπάγγελτων-επαγγελματιών διαχειριστών της εξουσίας είναι θλιβερό. Αλλά, οι άμεσες, αλλά κυρίως οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της εισβολής και κυριαρχίας τους στο δημόσιο βίο είναι καταστροφικές.
Ο πολιτικός κανιβαλισμός και η ακόρεστη πείνα για προνόμια, που αποτελεί λόγο για την κατάκτηση και τη διαχείριση της εξουσίας επί δύο αιώνες στα καθ’ ημάς, με στόχο τη μεθοδευμένη, μαζική και συστηματική υπεξαίρεση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, καθιστούν όλο και περισσότερο σκοτεινό και δυσοίωνο το παρόν και το μέλλον της δύσμοιρης ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί κάποτε οι οικονομικές τρύπες και τα «ελλείμματα» της κλεπτοκρατικής τους δραστηριότητας μπορεί να καλυφθούν (όχι φυσικά από εκείνους που τα δημιούργησαν, μετασχηματίζοντας τη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου χρήματος –μέσω της θεσμοποιημένης μίζας– σε απόρρητους ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς). Εκείνο που δεν πρόκειται να ξεπεραστεί είναι η πλήρης ανατροπή των πολιτικών, ηθικών και ψυχοδιανοητικών δομών που συνεπάγεται η πολύχρονη συστηματική καταστρατήγηση και διαστροφή της σκέψης και της γλώσσας ενός λαού.
Η κάθε πληβεία «αλήτ» που διαχειρίζεται την εξουσία (ακολουθώντας τον ιστορικά δοκιμασμένο δρόμο όλων των διαχειριστών της εξουσίας), διαστρέφει το περιεχόμενο των εννοιών και βιάζει ανενδοίαστα τις λέξεις, για να εκφράζει μια πραγματικότητα που υπάρχει μόνο στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, την ανορθόλογη διάνοια, την ανύπαρκτη ηθική και την ασταθή κοινωνική της υπόσταση.
Όπως είναι γνωστό, η μεθοδική καταστροφή της γλώσσας συμβάλλει στην αλλοίωση των ψυχοδιανοητικών μας δομών, πράγμα που διευκολύνει την κυριαρχία των γελωτοποιών της εξουσίας και την αποτροπή της αναγωγής των υπηκόων σε πολίτες.
Αν η έννοια του πολίτη νοηματοδοτείται από την επιθυμία και τη δυνατότητά του να έχει καίριο λόγο στις αποφάσεις που τον αφορούν και να αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας (σ’ αντίθεση με τον υπήκοο που δεν διανοείται και δεν επιθυμεί να αντιδράσει σ’ αυτή), τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι σ’ ολόκληρη την περίοδο της καθ’ ημάς δικομματικής κλεπτοκρατίας από την δολοφονία του Καποδίστρια μέχρι σήμερα:
Δεν είμαστε παρά θλιβεροί υπήκοοι, όσο ανεχόμαστε τους όποιους νεο-βάρβαρους διαχειριστές της εξουσίας να κακοποιούν τη γλώσσα μας, να εμπορεύονται τα οράματά μας, να εμπαίζουν τις ελπίδες και τις αγωνίες μας, να κάνουν πολιτικά πραξικοπήματα (από τα πολύχρωμα ψηφοδέλτια μέχρι τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των δημοψηφισματικών «όχι» σε «ναι»), να μας εξαπατούν διαρκώς («διώχνοντας» τις βάσεις κρατώντας τες και καταγγέλλοντας τα «μνημόνια», αποδεχόμενοι άλλα επαχθέστερα), να κάνουν «μπίζνες» αδειάζοντας τα δημόσια ταμεία και αυξάνοντας τον δικό τους αθέμιτο πλούτο και, συχνά, μας δολοφονούν (όπως με τις πρόσφατες εκτελέσεις στο σκοπευτήριο των Τεμπών).
Και δεν θα γίνουμε πολίτες αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι η άμυνα απέναντι σ’ αυτή την ιδιόμορφη και απεχθή ομάδα των ανεπάγγελτων-επαγγελματιών πολιτικών απαιτεί την διαρκή αντίσταση σε κάθε παραβίαση των ορίων και των κανόνων του κοινωνικο-πολιτικού παιχνιδιού από τους γελωτοποιούς που διαχειρίζονται κάθε φορά την εξουσία.
Επί δύο αιώνες, αδιαφορώντας για το δικαίωμά μας σε μια πολιτική αρχών, σταδιακά, μεταλλαχθήκαμε σε υπήκοους, παραδίνοντας αδιαμαρτύρητα τη διαχείριση της τύχης μας σε έναν εσμό επαγγελματιών πολιτικών χωρίς αρχές, σε μια (ημι)ντόπια διαχειριστική Κόζα Νόστρα που ενδιαφέρεται μόνο για τη διαιώνιση της επικυριαρχίας της στην ελληνική κοινωνία.
Αρνούμενοι να αναλάβουμε την ευθύνη της ύπαρξής μας εμείς οι ίδιοι, θεοποιούμε τον κάθε τυχάρπαστο γελωτοποιό-«σωτήρα», όντες πάντοτε επιλήσμονες της προειδοποίησης του Samuel Johnson ότι «πίσω από κάθε σωτήρα βαδίζει ένας δήμιος».
«Μετά τη θεοποίηση του Στάλιν, η βραδινή προσευχή κατέστη περιττή», σάρκαζε ο Bertolt Brecht. Μετά τη θεσμοποίηση της ξύλινης εξουσιαστικής και κομματικής γλώσσας των γελωτοποιών της εξουσίας, ο πολιτικός λόγος κατέστη περιττός και αντικαταστάθηκε από το παραπολιτικό και το λάιφ-στάιλ κουτσομπολιό περί παντός του ασήμαντου. Όμως, μια κοινωνία χωρίς γνήσιο πολιτικό λόγο είναι ένα άθυρμα ανιστορικών ανθρωποειδών που στερούνται οποιασδήποτε προοπτικής. Κι αυτή ακριβώς είναι η τωρινή μας κατάσταση στο λαβύρινθο της οποίας σέρνουμε τα βήματά μας, χωρίς καμιά αίσθηση ή δυνατότητα προσανατολισμού.
Ο κοινωνικός και πολιτικός ορίζοντας μας είναι σκοτεινός, «το μέλλον (μας) έχει πολλή ξηρασία». Και δυστυχώς, δεν φροντίσαμε εγκαίρως για αποθέματα νερού. Συνεπώς, μια πολύμορφη δίψα αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό του παρόντος και του μέλλοντός μας.
Αφήνοντας πίσω του «παλιοσίδερα και το υπόκωφο κοροϊδευτικό γέλιο των γενεών» (Τ. Μπορόφσκι), ο εσμός των ιδιόμορφων «θιάσων ποικιλιών» των επαγγελματιών πολιτικών που διαγκωνίζονται για τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της εξουσίας από την δολοφονία του Καποδίστρια μέχρι σήμερα, οργανώνεται, ενισχύεται και «ανανεώνεται» με πυρήνα του δύο κλεπτοκρατικές παρατάξεις που εναλλάσσονται στη διαχείριση της εξουσίας, αλλάζοντας απλώς ονόματα.
Πρόκειται για ένα θλιβερό μπουλούκι ατάλαντων σαπρόφυτων που κοινό τους στοιχείο είναι ότι ανεβάζουν στη «δημόσια» σκηνή την Γκόλφω αυταπατώμενοι ότι ερμηνεύουν τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Ένας θίασος που, σε κρίσιμες στιγμές, αρχίζει να συνειδητοποιεί πανικόβλητος ότι ποτέ δεν υπαγόταν στην αρμοδιότητα της πολιτικής κριτικής. Γιατί ήταν εξαρχής και παραμένει ένα μπουλούκι αξιολύπητων γελωτοποιών, για καθένα από τους οποίους ισχύει το:
«Είναι πολύ αργά να σώσεις το κεφάλι σου, όμως υπάρχει ακόμα καιρός για να εξευτελιστείς, για να καταντήσεις να πιστεύεις στα μάγια και στο διάβολο, για να πιστεύεις τα πάντα και να συναινείς. Ακόμα και τούτη τη στερνή ώρα». (Jan Kott, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας)
Ο Μαρκ Τουαίν έγραφε το 1879: «O Όμηρος στη δεύτερη ωδή της Ιλιάδας λέει με άμετρο ενθουσιασμό: ‘Χάρισέ μου αυνανισμό ή δώσε μου το θάνατο’…». Περίπου 200 χρόνια αργότερα, οι ανεπάγγελτοι επαγγελματίες πολιτικοί, με τις «θεσμικές» (!!!) παρεμβάσεις τους (άλλοτε γελοίες και άλλοτε τρομοκρατικές), επιμένουν αστόχαστα να μετασχηματίζουν αυτή την «ειδική» ατομική απόλαυσή τους σε δημόσιο πρόβλημα, στερώντας την κοινωνία από το οξυγόνο της ελευθερίας…
Η Αυλή των Θαυμάτων κάθε κομματικού δεσπότη
Η «αυλή» κάθε αρχηγού είναι σαφώς διαρθρωμένη από την άποψη της κατανομής των ρόλων:
1) Στον πυρήνα της Αυλής κάθε «Ηγέτη» συνωστίζονται οι καθαυτό αυλόδουλοι (κομματικοί «ευπατρίδες» ή, άλλως, παρακοιμώμενοι), που μάταια προσπαθούν να μετριάσουν το άγχος που απορρέει από την αδυναμία τους να υπάρχουν ως πολιτικά αυτοδύναμες οντότητες, με το να εμφανίζονται ως «βασιλικότεροι του βασιλέως» τους.
Η εν γένει εξωτερική εμφάνιση, το λεξιλόγιο, η στάση, η συμπεριφορά και, κυρίως, η ψυχολογία τους που καθορίζεται από την απολύτως ανισότιμη σχέση τους με τον αρχηγό τους, τους καταδικάζει να αναπαράγουν μια καρικατούρα του «αρχηγού» τους στο μικροπεδίο που διαχειρίζονται αποκλειστικά και μόνο ελέω του «αρχηγού». Μια καρικατούρα που προκαλεί οίκτο και θυμηδία, επιβεβαιώνοντας το αληθές του λόγου για τη σχέση αντίγραφου και πρωτότυπου, η οποία μετατρέπει την τραγωδία σε κωμωδία: Κανένας δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του Χίτλερ, του Μουσολίνι ή του Στάλιν στη θέση του Χίτλερ, του Μουσολίνι ή του Στάλιν, χωρίς να γελοιοποιηθεί. Γιατί, «η τραγωδία είναι το θέατρο του παπά, και το γκροτέσκο είναι το θέατρο του παλιάτσου». (Jan Kott)
Υποκείμενα μιας έντονης εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ αυτό που θα ήθελαν να είναι, αδυνατούν να αποφύγουν την αποκάλυψη του παυλοφιανού πυρήνα της πολιτικής συμπεριφοράς τους, κάθε φορά που εκπέμπεται το σήμα «Αρχηγός». Στις παρεμβάσεις τους υπάρχει μόνο η έκδηλη αγωνία να προστατευθεί ο «αρχηγός» με κάθε τρόπο και, μέσω αυτού, να προστατευτούν οι ίδιοι.
Η αντίδρασή τους είναι εξόχως αποκαλυπτική τόσο για τους ίδιους ως πολιτικά όντα, όσο και για την κομματική χαβούζα στην οποία εκκολάφθηκαν και την οποία διακονούν με το αζημίωτο.
Οι δουλοπρεπείς «αυλικοί», ως φορείς ενός ιδιόμορφου πολιτικού ναρκισσισμού, που διαμεσολαβείται από το είδωλο του «δεσπότη», εξαναγκάζονται να υιοθετούν συνεχώς μια υστερικόμορφη συμπεριφορά, που αντιστοιχεί στις μεταβαλλόμενες επιθυμίες του αφέντη τους. Έτσι, υιοθετούν και εφαρμόζουν την πρώτη αρχή της δημαγωγίας: Να λες τα πάντα, χωρίς να λες τίποτα. Να υπόσχεσαι τα πάντα, χωρίς να σέβεσαι καμμιά από τις υποσχέσεις σου.
2) Στον πρώτο ομόκεντρο κύκλο γύρω από τον πυρήνα της «αυλής» του αρχηγού, συνωστίζονται οι θλιβερές φιγούρες των «επώνυμων» υποβολέων που σιγοντάρουν τα προαναφερθέντα στελέχη της κεντρική «αυλής», ελπίζοντας σε κάποια αναδιανομή των ρόλων από τον «αρχηγό». Βασικό χαρακτηριστικό τους το «άλμα» από το «επαναστατικό» ταγάρι στην πιο «κυριλέ» τσάντα Λουί Βιτόν.
3) Στον δεύτερο ομόκεντρο κύκλο παρατάσσονται οι «υποστηρικτικές δυνάμεις». Τα πλέον απωθητικά δείγματα του χυδαιότερου μικροαστισμού, ως αναγκαίοι κομπάρσοι στους οποίους ανατέθηκε περιστασιακά και από «σπόντα» ο ρόλος του «εθνοπατέρα» ή της «εθνομητέρας», χάρη στην εύνοια του «αρχηγού», κάποιων μηχανισμών, και ορισμένων σχέσεων ή καταστάσεων: Αμήχανοι και άβουλοι, εξαντλούν το λόγο της πολιτικής ύπαρξής τους με παγωμένα χαμόγελα, άτοπες γκριμάτσες, ημιτελείς χειρονομίες και ατέλειωτες ανούσιες συζητήσεις με τους ομοίους τους. Κλακαδόροι-βουλευτές (ή βολευτές, κατά τον Κων/νο Καραμανλή) σε περίοδο μαθητείας στην «ενδεδειγμένη» κοινοβουλευτική συμπεριφορά.
Η αποτίμηση της γενικής εικόνας της κοινοβουλευτικής εμπροσθοφυλακής του κομματισμού, είναι απογοητευτική:
Η αισθητική της εξωτερικής τους εμφάνισης, η στάση του σώματός τους στα έδρανα, η σπασμωδικότητα των κινήσεων και η ανατριχιαστική εκφορά του λόγου τους (και κυρίως του άναρθρου, στον οποίο αριστεύουν) που υποτίθεται ότι πρέπει να υποτάσσεται στους κανόνες και να ανταποκρίνεται στα σχήματα της ελληνικής γλώσσας, αποπνέουν μια απωθητική χυδαιότητα που παραπέμπει ευθέως στις σελίδες του Ευγένιου Σύη. Συμπυκνωμένη έκφραση ενός «ήθους» και μιας «κουλτούρας» που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεπεράσει τους αντικειμενικούς περιορισμούς αυτού που είναι και να προβληθεί ως κάτι που δεν είναι.
Δεν έχει σημασία εάν είναι κακοί ηθοποιοί. Γιατί, σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά τους, αντικειμενική είναι μόνο η διαπίστωση της καθολικής επικυριαρχίας των υποφλοιωδών κέντρων του εγκεφάλου τους. Είναι ανίκανοι για όποιο παραγωγικό κοινοβουλευτικό (ή όποιο άλλο) έργο, και νομίζουν ότι αυτό αντισταθμίζεται με βίαιες εκτινάξεις, σπασμούς των μιμικών μυών, αποκρουστικές γκριμάτσες και άναρθρες κραυγές. Είναι ο ερπετόμορφος εγκέφαλος που παίρνει την εκδίκησή του από τον φλοιό.
«Αγωνίσου ή φύγε». Κάθε ζώο αντιμέτωπο με μια απειλή, είναι αναγκασμένο να διαλέξει ανάμεσα στη μάχη και τη φυγή, όπως αποφαίνεται η ηθολογία συνεπικουρούμενη από τη νευροφυσιολογία.
Όμως στα σύγχρονα «κοινοβούλια», οι ελέω του «αρχηγού» ανεπάγγελτοι επαγγελματίες πολιτικοί δεν διαθέτουν την πολυτέλεια της επιλογής, δεδομένου ότι η φυγή είναι αποκλεισμένη από την ανυπαρξία κάθε επαγγελματικής δεξιότητας ή τη μεγαλομανία τους. Είναι, συνεπώς, υποχρεωμένοι να μαχηθούν. Υπέρ του αφέντη τους και, συγχρόνως, υπέρ του εαυτού τους. Με κάθε μέσο.
Τουλάχιστον δύο αιώνες συνενοχής με την προσωπολατρία, τον αυταρχισμό, την αυθαιρεσία και τα σκάνδαλα, διαμόρφωσαν ολόγυρά τους τον βούρκο που τώρα τους καταπίνει. Και δεν μπορούν να σωθούν, αδράχνοντας τα μαλλιά τους… Είναι λοιπόν αυτονόητος λοιπόν ο καταστροφικός χαρακτήρας των αντιδράσεών τους στην απελπισμένη προσπάθειά τους να επιβιώσουν.
Σ’ αυτή την τραγική κατάσταση που διαμορφώνουν οι ευπειθείς υπηρέτες κάθε Μεγάλου Αδερφού, συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει καμμιά απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στην απόφανση «το κράτος είμαι εγώ» και στην απελπισμένη ιαχή «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
Γιατί την ώρα της κρίσης, στο εξουσιοφρενικό σύμπαν δεν υπάρχουν φίλοι, υπάρχουν μόνον αλλόφυλοι… Αυτός είναι ο πρώτος και έσχατος «ηθικός» κανόνας της «αλλαγής», που προαναγγέλλει τον πανικό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» όταν έρχεται η ώρα της κρίσης.
Αφήνοντας πίσω του «παλιοσίδερα και το υπόκωφο κοροϊδευτικό γέλιο των γενεών» (Τ. Μπορόφσκι), αυτοί οι ιδιόμορφοι θίασοι ποικιλιών (οι οποίοι ενισχύθηκαν και με ένα κομματικό σχηματισμό που επί δεκαετίες φυτοζωούσε στο όριο του 3% για να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση), παίζουν τη «Γκόλφω» πιστεύοντας και διακηρύσσοντας ότι ερμηνεύουν τον «Προμηθέα Δεσμώτη», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι ποτέ δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της πολιτικής κριτικής. Γιατί ήταν, είναι και θα είναι αντικείμενο της πολιτικής σάτιρας και της ψυχιατρικής. Δηλαδή, καθ’ οδόν προς «το μαυσωλείο ή το ψυχιατρείο» (Οκτάβιο Παζ).
Και στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν την μόνιμη φοβία που τους διακατέχει για το ενδεχόμενο της απώλειας της διαχείρισης εξουσίας, απωθούν πεισματικά το αναντίρρητο γεγονός της «πολιτικής» τους προσωρινότητας, και ταυτίζουν την πεπερασμένη ύπαρξή τους με τους θεσμούς.
Έτσι, κάθε φορά που βάλλονται οι ίδιοι για τη διανοητική ή ηθική ανεπάρκειά τους, αντιδρούν κραυγάζοντας υστερικά ότι «θίγονται οι θεσμοί», λησμονώντας ότι η διαδικασία θέσμισης της κοινωνίας δεν τους περιλαμβάνει… «αυτοπροσώπως».
Κάθε ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί μία «σύνθεση θεσμών» (πολλών κατασταλτικών και ελάχιστων μη-κατασταλτικών) που αναπτύσσονται ως γενικές διευθετήσεις στα διάφορα πεδία των ποικίλων ανθρώπινων αναγκών, με λειτουργικό τους στόχο την εξυπηρέτηση (ή, συνήθως, την καταπίεση) αυτών των αναγκών. Η ηθική, το δίκαιο, οι διάφορες τυπικές οργανώσεις (σχολείο, στρατός, συνδικάτο, κόμμα, εκκλησία, κ.λπ.), όλες οι γενικές διευθετήσεις (οικονομία, πολιτικό σύστημα, εκπαίδευση, υγεία, κ.λπ.) και οι διάφοροι τρόποι γνώσης, συνιστούν θεσμούς.
Μ’ άλλα λόγια, οι θεσμοί είναι κανονιστικά πρότυπα: «Εμπεριέχουν κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του υποκειμένου και τις σχέσεις του με τους άλλους, στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό σημαίνει πως είναι μηχανισμοί παραγωγής, κατανομής και άσκησης της εξουσίας». (Δ. Τσαούσης: Η Κοινωνία του Ανθρώπου, Αθήνα, Gutenberg, 1987, s. 471-473).
Συνεπώς, ως γενικές διευθετήσεις, οι θεσμοί δεν περιλαμβάνουν τους υπαλλήλους τους… «αυτοπροσώπως». Γιατί βέβαια, εάν «θεσμό» αποτελούσαν τα σαπρόφυτα των προσωπικά ανύπαρκτων και ετερόφωτων «γιές-μαν» και «γιές-γούμαν» της «αυλής» των εκάστοτε αρχηγίσκων («γιές-μαν» και «γιές-γούμαν» που από κοινωνικο-πολιτική και ψυχοσεξουαλική άποψη είναι καθηλωμένοι στη βρεφική φάση της «εξέλιξής» τους), καμιά κοινωνία δεν θα μπορούσε να υφίσταται ως τέτοια για πολύ…
Οι ουσιαστικές διαχωριστικές γραμμές δεν είναι αυτές που ορίζονται καιροσκοπικά από τις κομματικές «αυλές». Οι διαχωριστικές γραμμές και τα ανυπέρβλητα τείχη, δεν εδράζονται σε κάποιες επιφανειακές και διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές αλλά σε βαθύτερες κοινωνικές, πολιτιστικές, ψυχικές και βιολογικές διαφορές.
Τα αγεφύρωτα χάσματα δεν χωρίζουν το «φως από το σκοτάδι», ή την δήθεν «πρόοδο από τη συντήρηση», όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε τα κομματικά μορφώματα. Χωρίζουν τη συγκρατημένη ευπρεπή συμπεριφορά που υπόκειται σε κανόνες από την ανεπεξέργαστη παρορμητική λεκτική και κινητική επιθετικότητα που δεν υπόκειται σε κανένα κανόνα, αναδεικνύοντας την πλήρη διάσταση ανάμεσα σε γνήσιες νεοεγκεφαλικές και αρχαιοεγκεφαλικές συμπεριφορές, η οποία είναι μάλλον αδύνατο να διευθετηθεί.
• Από τη μια μεριά, μια συμπεριφορά που έλκει την καταγωγή της από τα αρχέγονα τμήματα του ανθρώπινου εγκέφαλου, η οποία ακριβώς επειδή αδυνατεί να υπάρχει χωρίς να εξαργυρώνει διαρκώς τις μετοχές της (ψευδαισθήσεις, φαντασιώσεις, παρορμήσεις) στο χρηματιστήριο της εξουσιοφρένειας, είναι αναγκασμένη να τις προβάλει πάνω σ ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.
• Και από την άλλη, μια συμπεριφορά που καθορίζεται από τις απεγνωσμένες προσπάθειες του εγκεφαλικού φλοιού να θέσει κάτω από ένα στοιχειώδη έλεγχο την τυφλή εξέγερση των υποφλοιωδών κέντρων του εγκεφάλου και να επιτρέψει την ανάδειξη του έλλογου στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης.
• Από τη μια μεριά, ως ζητούμενο η ευπρέπεια, το ήθος, το ύφος κι ένας σαφής, δομημένος, μεστός, περιεκτικός και τεκμηριωμένος πολιτικός λόγος, που τείνει να εκλείψει.
• Και από την άλλη, η συνθηματολογία, η χυδαιότητα, η απρέπεια, το ανύπαρκτο ήθος, το αναιδές ύφος και κυρίως οι σχεδόν άναρθρες κραυγές και οι εκρήξεις με τις οποίες εκφράζονται «πολιτικά» οι (όποιας παράταξης) «ταύροι εν υαλοπωλείω ή εν κοινοβουλίω» οι οποίοι υποδύονται τους… εθνοπατέρες ή τις εθνομητέρες, στην υπηρεσία ενός δήθεν κοινοβουλευτισμού που βρίσκεται σε μόνιμη έκπτωση.
Ανάμεσά τους υπάρχει ένα συμπεριφορικό χάσμα με σαφείς πολιτικές, πολιτιστικές, κοινωνικές αλλά και βιολογικές παραμέτρους, που λόγω της φύσης τους, είναι μάλλον αδύνατο να ξεπεραστούν. Εξ΄ου και η δυσοίωνη για κάθε κοινωνία διαπίστωση ότι αυτού του είδους τα χάσματα «δεν μπορούν να καλυφθούν με άνθη».
Η κοινωνία μετά από δεκαετίες υποβολής της σε μια μαζική «πλύση εγκεφάλου» παυλοφιανής έμπνευσης, η οποία αφύπνισε, απελευθέρωσε και θεσμοποίησε τη βαρβαρότητα του «κτήνους» που κρύβουμε μέσα μας, πρέπει τώρα να μάθει να συμβιώνει με το «κτήνος» σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας της…
Τα άτομα που διαμορφώνονται σε ένα ολοκληρωτικό μικρόκοσμο, ο οποίος κυριαρχείται μόνο από την επιδίωξη της αναπαραγωγής της εξουσίας του, καθίστανται πλήρως ανίκανα να αποδεχθούν λογικά το γεγονός της απώλειας της εξουσίας (στο πλαίσιο της οποίας παρασιτοβιούν) και αντιδρούν υπό το κράτος της εξουσίας της απώλειας.
Στον εξουσιαστικό μικρόκοσμο, η κατανομή της εξουσίας επιδρά διαφοροποιητικά και στις λεπτότερες αποχρώσεις της καθημερινής συμπεριφοράς των ατόμων: Από τον τρόπο ένδυσης μέχρι την ερωτική δραστηριότητα.
Η αίσθηση του παράλογου της αυθαιρεσίας που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις σ’ ένα σχετικά φιλελεύθερο και ανεκτικό περιβάλλον, στο ολοκληρωτικό σύμπαν του μικροκομματισμού αντικαθίσταται από την αυθαιρεσία του παράλογου. Όσοι διαθέτουν κάποια ψιχία εξουσίας που τους επιτρέπουν να επικαθορίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των Άλλων, είναι φορείς μιας ψευδοβεβαιότητας πάνω στην οποία εποικοδομείται μια πλαστή ταυτότητα (τους), η οποία επικαλύπτει την αναντιστοιχία μεταξύ της πραγματικής τους κατάστασης και της προβαλλόμενης εικόνας τους.
Αντιμέτωπη με την προοπτική της απώλειας της εξουσίας, αυτή η πλαστή ταυτότητα θρυμματίζεται, ανατρέποντας την επισφαλή ισορροπία που στηριζόταν επάνω της. Ως αποτέλεσμα, η επιβίωση της αυταρχικής προσωπικότητας συνεπάγεται την ολοκλήρωση μιας ψυχολογικής διεργασίας μέσω της οποίας η απώλεια της εξουσίας υποκαθίσταται αντισταθμιστικά από την εξουσία της απώλειας. Και «μετά από μένα, το χάος».
Απ’ αυτή την άποψη, είναι εξόχως διαφωτιστική η παρατήρηση των συμπεριφορικών αντιδράσεων και των λεκτικών ακροβασιών όλων των διαχειριστών της εξουσίας, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την απειλή της απώλειας της εξουσίας.
Το δεσπόζον στοιχείο μεταξύ των αυτοδιορισμένων θεματοφυλάκων και των διαφόρων, προπαγανδιστικά διακηρυσσόμενων «αλλαγών» (τις οποίες οι ίδιοι αποφεύγουν επιμελώς να πραγματοποιούν όσο διαχειρίζονται την εξουσία) είναι ένα σύνολο συμπεριφορικών αντιδράσεων παυλοφιανού τύπου:
Σε κάθε εγκωμιαστική αναφορά του ονόματος του Αρτούρο Ούι του κάθε κομματικού μικρόκοσμου, οι «οπαδοί» αντιδρούν με ζωηρά χειροκροτήματα και κραυγές επιδοκιμασίας, ενώ σε κάθε απαξιωτική αναφορά σ’ αυτόν αντιδρούν με μια παρορμητική, λεκτική και κινητική βιαιότητα, εν είδει νευρόσπαστου. Όπως ακριβώς τα σκυλάκια του Παβλόφ εκκρίνουν αυτόματα γαστρικό υγρό όχι με τη λήψη της τροφής αλλά με τη σύλληψη ενός ηχητικού ή οπτικού σήματος που έχει συνδεθεί με την χορήγηση της τροφής…
Έτσι, διαμορφώνεται η αποκαλυπτική εικόνα μιας αξιολύπητης θλιβερής αγέλης ανθρώπων που η πολιτική λειτουργία τους έχει σαν πυρήνα της ένα και μόνο εξαρτημένο αντανακλαστικό: «Αρχηγός»..
Εξ’ ου και η επίγραμμα στην είσοδο της Κόλασης από τη «Θεία Κωμωδία» του Dante: «Εσείς που μπαίνετε, αφήστε κάθε ελπίδα»… (Άσμα ΙΙΙ)