Η Μέση Ανατολή έχει απελπιστική ανάγκη για μια γεωπολιτική αναδιάταξη
Ένα από τα κέρδη από την πολυσυζητημένη αμερικανική «στροφή» προς την Ασία είναι η γνήσια προοπτική για μια γεωπολιτική αναδιάταξη. Όσο απίθανο κι αν ακούγεται αυτό, μεταξύ των μεταβαλλόμενων πολιτικών της Μέσης Ανατολής, τουλάχιστον ένα μέρος της φόρμουλας για την πρόκληση της τόσο αναγκαίας περιφερειακής προσαρμογής βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, η οποία συμπυκνώνεται στην συρρίκνωση της παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή.
Υπάρχει ακόμα κάποιος από τους ιστορικούς λόγους για τη διατήρηση μιας ισχυρής παρουσίας των ΗΠΑ; Η διατήρηση της ασφάλειας του Ισραήλ και το ποιοτικό στρατιωτικό του πλεονέκτημα έναντι των γειτόνων του είναι ένας από αυτούς τους βασικούς παράγοντες, αλλά με την υπογραφή των λεγόμενων «Αβρααμικών Συμφωνιών» και την υπεροχή του Ισραήλ σε κάθε τομέα, ακριβώς ποια ανάγκη υπάρχει για τις ΗΠΑ να συνεχίσουν την παρουσία τους στο στο ίδιο ιστορικό επίπεδο; Ομοίως, η ζήτηση για σταθερή προσφορά πετρελαίου από την περιοχή έχει επίσης εξαφανιστεί ως στρατηγικός πυλώνας της πολιτικής των ΗΠΑ, όπως και η ανάγκη της Αμερικής να περιορίσει την απειλή του κομμουνισμού. Η αντιμετώπιση της Κίνας θα μπορούσε ενδεχομένως να αναφερθεί ως το μόνο έγκυρο επιχείρημα.
Αυτές είναι οι γεωπολιτικές πραγματικότητες της παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή που διαδραματίζονται τα τελευταία χρόνια. Σαν μια νέα ισορροπία δυνάμεων που διαμορφώνεται στη φύση με την αποχώρηση ενός αρπακτικού ή θηρευτή (δηλ. των ΗΠΑ), μια παρόμοια διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή, η οποία –με την άφιξη της παγκόσμιας πανδημίας του κορονοϊού– κινείται ταχύτατα. Καθώς το Ιράν έγινε το επίκεντρο της επιδημίας στην περιοχή πριν από σχεδόν δύο χρόνια, οι έντονες αντιπαλότητες παραμερίστηκαν για να αντιμετωπιστεί αυτό που θεωρήθηκε ως κοινός εχθρός. «Είναι καιρός να θέσουμε την ένοπλη σύγκρουση σε lockdown και να επικεντρωθούμε μαζί στον αληθινό αγώνα της ζωής μας», ήταν το μήνυμα του ΟΗΕ. Το μήνυμα ακούστηκε και οι εχθροπραξίες παραμερίστηκαν.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έστειλαν τέσσερα αεροπλάνα φορτωμένα με ιατρική βοήθεια στην Τεχεράνη. «Η παροχή σωτήριας βοήθειας σε όσους βρίσκονται σε δυσχερή κατάσταση είναι απαραίτητη για το κοινό καλό», δήλωσε τότε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΑΕ για τη διεθνή συνεργασία. Τα κράτη του Κόλπου με πολύ θερμότερες σχέσεις με το Ιράν έστειλαν επίσης βοήθεια στον αντιμαχόμενο γείτονά τους. Ο εμίρης του Κατάρ Tamim Bin Hamad Al Thani, για παράδειγμα, διέταξε την αποστολή 16 τόνων ιατρικού εξοπλισμού και προμηθειών, ενώ το Κουβέιτ ανακοίνωσε ότι θα στείλει 10 εκατομμύρια δολάρια ανθρωπιστικής βοήθειας.
Αναγνωρίζοντας τις συγκεκριμένες χειρονομίες, το Ιράν απάντησε λέγοντας ότι η εξάπλωση του κορονοϊού στη Μέση Ανατολή έφερε «περισσότερη λογική» στη σχέση της χώρας με τους αντιπάλους της στον Κόλπο. Μέχρι τον Ιούνιο του 2020, καθώς ο COVID-19 ακρωτηρίασε τις οικονομίες σε ολόκληρη την περιοχή, η Τεχεράνη πρότεινε μάλιστα ότι η σχέση της με τα ΗΑΕ είχε βελτιωθεί έτσι ώστε να ήταν έτοιμη για διάλογο με τη Σαουδική Αραβία.
Ωστόσο, δεν υπήρχε λόγος να πιστεύουμε ότι οι εγκάρδιες σχέσεις θα συνεχίζονταν πέρα από το κοινό συμφέρον της καταπολέμησης μιας παγκόσμιας πανδημίας.
Κάτι που πρέπει να αποτελεί έκπληξη για πολλούς, είναι ότι το Ιράν και η Σαουδική Αραβία δεν βασίζονται μόνο στον διάλογο, αλλά οι δύο ”προαιώνιοι” εχθροί είναι πολύ κοντά στο άνοιγμα των προξενείων και την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων. Αν και διαφωνούν για την Υεμένη, τη Συρία, το Ιράκ και τον Λίβανο, το Ριάντ και η Τεχεράνη ξεκίνησαν συνομιλίες ήδη από τον Απρίλιο για να βελτιώσουν τις σχέσεις τους. Οι διαπραγματεύσεις, που πραγματοποιήθηκαν στη Βαγδάτη, ήταν οι πρώτες σημαντικές πολιτικές συζητήσεις μεταξύ των δύο εθνών από το 2016, όταν διέκοψαν τις σχέσεις τους μετά την εκτέλεση του σιίτη κληρικού Nimr Baqir Al-Nimr.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος, που βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές με την Τουρκία και το Κατάρ, σε σημαντικά σημεία σύγκρουσης στην περιοχή, προσπαθούν επίσης να επιδιορθώσουν τις σχέσεις τους. Το Ριάντ και το Κάιρο ηγήθηκαν των προσπαθειών για τη βελτίωση των σχέσεων και έχουν ήδη διορίσει πρεσβευτές στο Κατάρ μετά από έναν τριετή αποκλεισμό που τελείωσε στις αρχές του έτους. Εκμεταλλευόμενος τη στιγμή, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συζήτησε τις σχέσεις της Τουρκίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας με τον πρίγκιπα και διάδοχο του Άμπου Ντάμπι Μοχάμεντ Μπιν Ζάιεντ. Για να μην αναφέρουμε τη συνεχιζόμενη υποστήριξη που λαμβάνει το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ της Συρίας, για τον τερματισμό του δεκαετούς αιματηρού εμφυλίου.
Αν και μπορεί να ενέπνευσε «περισσότερη λογική» και να ενθάρρυνε τη συνεργασία για ανθρωπιστικούς λόγους, το αμοιβαίο συμφέρον της καταπολέμησης μιας παγκόσμιας πανδημίας δεν είναι ωστόσο μια ικανοποιητική εξήγηση γιατί η περιοχή υφίσταται μια γεωπολιτική αναδιάταξη. Μια καλύτερη εξήγηση είναι η μείωση των πυλώνων της παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή, η αβεβαιότητα για τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον ότι το προσωπικό τους συμφέρον δεν είναι απολύτως συγχρονισμένο με αυτό των ΗΠΑ.
Η καταστροφική αποχώρηση του Προέδρου Joe Biden από το Αφγανιστάν και ένα τριμερές σύμφωνο ασφαλείας μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, γνωστό ως AUKUS, που εγκαινιάστηκε τον περασμένο μήνα, ήταν μια περαιτέρω επιβεβαίωση, εάν χρειαζόταν, ότι οι χώρες της Μέσης Ανατολής βασίζονταν σε μια μεταπολεμική αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας, η οποία όμως τώρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη.
Αντιμέτωπες με την πραγματικότητα, τα κράτη του Κόλπου επιδιώκουν να αντισταθμίσουν την αβεβαιότητα που δημιουργείται μέσω μεγαλύτερης δικής τους αυτοδυναμίας. Καθώς δεν είναι πλέον υποχρεωμένοι να κοιτάζουν την περιοχή μέσα από το πρίσμα του αμερικανικού ιδιοτελούς συμφέροντος, έχουν, φαίνεται, επιδιώξει να επιδιορθώσουν τους σκληρούς ανταγωνισμούς καθώς και να βρουν νέους φίλους.
Αυτό φυσικά θέτει το ερώτημα: ήταν οι ΗΠΑ βοήθεια ή εμπόδιο στην αναζήτηση για μια πολιτική φόρμουλα που θα εξασφάλιζε διαρκή ειρήνη και σταθερότητα στην Μέση Ανατολή; Αρκεί να δούμε τον αριθμό των πολέμων στους οποίους έχουν εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα οι ΗΠΑ για να μάθουμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Με μια παγκόσμια υπερδύναμη βαθιά ριζωμένη στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της περιοχής, παραδοσιακά λόγω της εξάρτησής της από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής και για τη διασφάλιση της στρατιωτικής υπεροχής του Ισραήλ, δεν αφέθηκε χώρος για τις χώρες να αξιολογήσουν το συμφέρον τους ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ. Όσον αφορά την ασφάλεια, η εκπλήρωση των ”γεωπολιτικών επιθυμιών” της Ουάσιγκτον ή, αν είστε το Ιράν, η αντιμετώπιση του «μεγάλου σατανά», ήταν το μόνο που είχε σημασία.
Ο Μπάιντεν, παρά τις πολλές προσπάθειές του να παρουσιαστεί ως ξεκάθαρη απόκλιση από το χάος της εποχής του Ντόναλντ Τραμπ, δεν έχει παρεκκλίνει από τη γενική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από τον Μπαράκ Ομπάμα ούτε από εκείνη του προκατόχου του, όπως περιγράφεται σε μια έρευνα του Κογκρέσου, σε έκθεση της Υπηρεσίας (CRS) με τίτλο “Renewed Great Power Competition: Implications for Defense—Issues for Congress”.
Το CRS – ένα think tank που συνδέεται με το αμερικανικό νομοθετικό σώμα – έθεσε τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα και σε μικρότερο βαθμό με τη Ρωσία, στο επίκεντρο της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (NSS) της κυβέρνησης Τραμπ. Αναγνωρίζοντας τον επαναπροσανατολισμό, το CRS είπε ότι η στρατηγική εθνικής ασφάλειας και άμυνας των ΗΠΑ είχε κινηθεί “προς μια ρητή πρωταρχική εστίαση στον ανταγωνισμό με μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία”.
Με γεωπολιτικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται στην πρώιμη φάση μιας δραματικής αλλαγής. Με όρους πολιτικής για τη Μέση Ανατολή, αυτό μεταφράζεται ως προτεραιότητα στην παρεμπόδιση της ανόδου της Κίνας και της Ρωσίας και πιο συγκεκριμένα, όπως περιγράφεται στο έγγραφο του CRS, «μια επιθυμία να μειωθούν οι στρατιωτικές αναπτύξεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή» προκειμένου να διευκολυνθούν οι «στρατιωτικές αναπτύξεις στην Αφρική και τη Νότια Αμερική, εν μέρει για να διευκολυνθεί η αύξηση των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού για την αντιμετώπιση της Κίνας». Ενώ η μείωση των στρατευμάτων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, για την αντιμετώπιση της Κίνας αλλού είναι ένας δηλωμένος στόχος, αναγνωρίζεται ότι οι εξελίξεις στην περιοχή “περιπλέκουν” αυτό το σχέδιο.
Αυτό σημαίνει τελικά ότι οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Αμερικής δεν αισθάνονται πλέον ότι μπορούν να βασίζονται στην Ουάσιγκτον. Παρά την αβεβαιότητα που φέρνει αυτή η συνειδητοποίηση, δεν μπορεί να είναι παρά μια θετική αλλαγή για μια περιοχή που έχει εγκλωβιστεί σε πόλεμο και συγκρούσεις κάτω από την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας. Μια καλύτερη φόρμουλα για ειρήνη και σταθερότητα θα ήταν οι κυβερνήσεις των 20 χωρών της περιοχής να επωφεληθούν από αυτή τη στιγμή και να συνειδητοποιήσουν ότι το δικό τους συμφέρον έγκειται στη συνέχιση της αναδιάταξης των γεωπολιτικών όρων της περιοχής και στη δημιουργία γεφυρών για την εξυπηρέτηση των στόχων και των συμφερόντων των χωρών τους.