Είναι εμφανής η προσπάθεια παγκοσμιοποιητικών οργανισμών να περιορίσουν την δυνατότητα των πολιτών της Δύσης να ταξιδεύουν με την συχνότητα που ταξίδευαν στην προ της πανδημίας εποχή, επικαλούμενοι λόγους υγειονομικής, ενεργειακής, και κλιματικής κρίσης.
Αλλά ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες αυτής της εμμονής; Για να τις καταλάβουμε, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι είναι το ταξίδι και ποια η σημασία του για τον ανθρώπινο ψυχισμό.
Ας δούμε από πού πηγάζει η μεγάλη αγάπη μας για τα ταξίδια.
Πρώτα πρώτα, από την βαθύτερη ανάγκη μας να ξεφύγουμε, να δραπετεύσουμε από τις δυσβάσταχτες επαναλήψεις της καθημερινότητας και να ανανεώσουμε όλες μας τις παραστάσεις.
Ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου είναι άμεσα συνδεμένος με το εξωτερικό του περιβάλλον. Οι διαθέσεις μας, η καλή ή η κακή ψυχική μας κατάσταση, εξαρτώνται, σε μεγάλον βαθμό, από όλα όσα μας περιβάλλουν.
Η πλήξη, δηλαδή η ψυχική κούραση, η βαρεμάρα, το αίσθημα αδιαφορίας για την ζωή και τις χαρές της, προκαλείται, πολλές φορές, από την μονότονη επανάληψη των εικόνων που μας δίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε.
Όταν καθημερινά βλέπουμε τα ίδια πράγματα και τους ίδιους ανθρώπους, ακούμε τους ίδιους ήχους και οσμιζόμαστε τις ίδιες μυρουδιές, όταν το καθετί μάς είναι γνωστό από τα πριν, όταν βγαίνουμε από το σπίτι με την βεβαιότητα πως τίποτα καινούργιο δεν πρόκειται να συναντήσουμε, τότε η βαρεμάρα, η ανία, μας παραμονεύει στην γωνιά του δρόμου, έτοιμη να χιμήξει πάνω μας και να μας κατασπαράξει.
Και τότε, ο εσωτερικός μας κόσμος αντιδρά, εκδηλώνοντας μιαν έντονη τάση για φυγή.
Θέλουμε να φύγουμε μακριά από όλα όσα μας πνίγουν, καιγόμαστε από την επιθυμία να δούμε, να ακούσουμε, να ψηλαφίσουμε, να μυρίσουμε, και να γευτούμε πράγματα νέα και άγνωστα.
Θέλουμε, με λίγα λόγια, να ταξιδέψουμε. Και δεν έχει σημασία αν το ταξίδι μας θα τελειώσει στην γειτονική πόλη (που ποτέ μέχρι τώρα δεν επισκεφτήκαμε) ή στην άλλη άκρη της γης. Το παν είναι το ίδιο το ταξίδι.
Η δεύτερη αιτία της μεγάλης αγάπης μας για τα ταξίδια είναι η έμφυτη τάση μας να γνωρίσουμε οτιδήποτε παραμένει άγνωστο.
Ο εσωτερικός μας κόσμος μοιάζει με μια τεράστια δεξαμενή χωρίς πάτο, μ’ ένα απύθμενο πηγάδι που φλέγεται από την επιθυμία να γεμίσει, να κλείσει μέσα του οτιδήποτε υπάρχει.
Αλλά για να κλείσουμε κάτι μέσα μας, για να το κάνουμε δικό μας, πρέπει να το γνωρίσουμε. Και για να το γνωρίσουμε πρέπει να έρθουμε πρώτα σ’ επαφή μαζί του, να το πλησιάσουμε, να το προσεγγίσουμε. Η γνώση, δηλαδή, προϋποθέτει μια κίνηση, μια πορεία, ένα ταξίδι.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ρήμα «ταξιδεύω» σημαίνει: α) εκστρατεύω, και β) κάνω εκδρομή. Και η λέξη «ταξίδι», συνεπώς, σημαίνει: α) εκστρατεία, και β) εκδρομή.
Όλοι μας γνωρίζουμε πως οι λέξεις «εκστρατεύω» και «εκστρατεία» σχετίζονται με τον πόλεμο. Ο στρατός μιας χώρας εκστρατεύει, κάνει εκστρατεία, εναντίον μιας άλλης χώρας. Και με ποιον σκοπό ξεσηκώνονται οι στρατιώτες απ’ τα σπίτια τους για να διανύσουν μια -μικρότερη ή μεγαλύτερη- απόσταση και να φτάσουν σ’ έναν ξένο τόπο; Μα, φυσικά, για να κατακτήσουν αυτόν τον τόπο.
Η λέξη «εκδρομή», τώρα, σημαίνει, πρώτα και κύρια, «έξοδος». Άρα, όταν κάποιος κάνει εκδρομή, κάνει μιαν έξοδο -βγαίνει από κάπου για να πάει κάπου αλλού. Επομένως, κάθε ταξίδι είναι μια έξοδος και μια εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση.
Αλλά από πού βγαίνουμε και τι επιθυμούμε να κατακτήσουμε, κάθε φορά που ταξιδεύουμε;
Κατ’ αρχάς, βγαίνουμε από τον τόπο μας, από το καθημερινό μας περιβάλλον. Και πηγαίνουμε σ’ έναν νέο τόπο, σ’ ένα νέο περιβάλλον. Οι διαθέσεις μας, σε τούτον τον πηγαιμό, είναι κατακτητικές. Θέλουμε να κατακτήσουμε καθετί καινούργιο που θα βρούμε, τόσο κατά την διάρκεια του ταξιδιού όσο και κατά την άφιξη στον προορισμό μας. Και θα το κατακτήσουμε ειρηνικά -δηλαδή, γνωρίζοντάς το.
Η γνώση είναι κατάκτηση, γι’ αυτό και τόσο συχνά μιλούμε για κατάκτηση όταν αναφερόμαστε στην γνώση. Και το ταξίδι είναι μια έξοδος και μια εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση, την γνώση.
Αλλά, όταν ταξιδεύουμε, δεν βγαίνουμε μόνον από το καθημερινό μας περιβάλλον. Βγαίνουμε και από τον καθημερινό μας εαυτό και τρέχουμε να συναντήσουμε τον «γιορτινό» μας εαυτό.
Γινόμαστε πιο ξέγνοιαστοι, πιο χαρούμενοι, πιο ελεύθεροι. Το ταξίδι είναι, λοιπόν, μια έξοδος (και μια έφοδος) προς την χαρά.
Συνεπώς, οι προσπάθειες περιορισμού της δυνατότητάς μας να ταξιδεύουμε -και γενικότερα να μετακινούμαστε- αποσκοπούν στην όσο γίνεται πιο μακρόχρονη φυλάκιση της ψυχής και του πνεύματός μας στα στεγανά της μονοτονίας, της ανίας, και της κατάθλιψης.
Αυτός ο καταναγκαστικός εγκλεισμός θα μας κάνει πιο ευάλωτους, πιο εύκολα διαχειρίσιμους, και πιο δεκτικούς στην ολοκληρωτική υποδούλωσή μας.
Η σατανική αυτή επιχείρηση, που ξεκίνησε με τα πανδημικά λοκντάουν, θα ενταθεί με τα επερχόμενα ενεργειακά και κλιματικά λοκντάουν, και θα ολοκληρωθεί με τον ψηφιακό εγκλεισμό μας στο αχανές Metaverse, εντός του οποίου θα είμαστε «ελεύθεροι» να ταξιδεύουμε όπου επιθυμούμε –με την βοήθεια τεχνολογικών εξαρτημάτων και ψυχεδελικών φαρμάκων…
Αυτά σχεδιάζουν για εμάς αυτοί. Εμείς;
Του Γιώργου Β. Μιχαήλ