“Η φιλοδοξία είναι το τελευταίο καταφύγιο της αποτυχίας”. Όταν τα γεράματα χτυπάνε την πόρτα οι άνθρωποι γίνονται βάρος στους νεότερους, έτσι τουλάχιστον πιστεύουν. Και έτσι το βλέπουν κάποιοι. Ξεχνάνε, όμως, ότι τα γεράματα δεν είναι αρρώστια, κάποια στιγμή όλοι θα φτάσουν εκεί. Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις!….
Σοφή αυτή η παροιμία. Κανένας δεν αναλογίζεται τα δύσκολα, αυτά που θα ‘ρθουν. Κανένας δεν καταλαβαίνει ότι ακόμα και τα πιο φυσιολογικά πράγματα για εμάς και οι φυσικές απλές δραστηριότητες στα γεράματα γίνονται με δυσκολία.
Οι άνθρωποι όταν γερνάνε γίνονται σοφοί από την εμπειρία της ζωής. Η ψυχή τους γεμάτη και η καρδιά τους χτυπά πλέον από ανησυχία να δουν και να καμαρώσουν καλά τα παιδιά και τα εγγόνια τους, τη συνέχειά τους.
Και, όμως, αυτοί οι άνθρωποι που καρδιοχτυπούν για τις ζωές των παιδιών τους, κάποιες φορές τους γίνονται ανεπιθύμητοι…
Και αναρωτιέται κανείς, πόσο αχάριστοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι; Δεν τους έχει πει κάποιος ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ότι κάποτε και οι ίδιοι, αδύναμοι και γερασμένοι θα κρέμονται από τα δικά τους παιδιά;
Ο παππούς της ιστορίας πάντρεψε τον μονάκριβο γιο του. Απ’ την αγάπη που του είχε, του έκανε δώρο όλη την περιουσία του και δεν κράτησε τίποτα για τον ίδιο.
Ο γιος παντρεύτηκε και όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι τη στιγμή που ο παππούς πολύ γέρος πια είχε ανάγκη τη φροντίδα του γιου και της οικογένειάς του.
Για αντάλλαγμα η νύφη του και ο γιος του τον έβαλαν να μένει σε ένα υπόγειο.
Έστελναν δε το παιδί τους να του δίνει ένα πιάτο φαΐ.
Όταν πια δεν άντεχαν να τον φροντίζουν άλλο και οι καυγάδες μεταξύ νύφης και γιου είχαν γίνει καθημερινότητα (η νύφη δεν ήθελε καθόλου τον παππού στο σπίτι) αποφάσισε ο γιος να πάρει τον παππού μέσα σε μία κουβέρτα και με τη βοήθεια του μικρού εγγονού να πετάξουν τον γέροντα σε ένα ποτάμι.
Όταν έφτασαν στο ποτάμι και πέταξαν τον παππού μέσα , ο εγγονός πήρε πίσω μαζί του την κουβέρτα
-»Γιατί παιδί μου το έκανες αυτό;» του είπε έντονα η μάνα του όταν γύρισαν σπίτι.
-»Θα κρατήσω αυτή την κουβέρτα για σένα όταν γεράσεις να σε πετάξω με την ίδια στο ποτάμι όπως τον παππού…»
Οι γονείς συγκλονίστηκαν… κατάλαβαν το λάθος τους και πήγαν με δάκρυα στα μάτια και έφεραν πάλι πίσω τον παππού από το ποτάμι, γονάτισαν μπροστά στον πικραμένο πατέρα και του ζήτησαν συγχώρεση.
Αν κάποτε γεράσεις… αν κάποτε γίνεις ανήμπορος, αν νιώσεις ότι είσαι εσύ το βάρος στους άλλους σκέψου ότι όλο αυτό είναι η φυσική κατάληξη της ανθρώπινης φύσης!
Γι αυτό φρόντισε τώρα που είσαι νέος και υγιής να προσφέρεις στους ηλικιωμένους όσα και ότι μπορείς.
Πάντα μας επιστρέφεται ό,τι δίνουμε.
Τα μωρά δίνουν χαρά στην οικογένεια όταν γεννιούνται. Οι ηλικιωμένοι γιατί να δίνουν λύπη; Μεγάλα μωρά είναι και αυτοί που, πάνω από όλα, έχουν ανάγκη τη στοργή και την αγάπη μας!
Έχετε σκεφτεί τι θα μπορούσε να μας πει ένας ηλικιωμένος αλλά συνήθως δεν το λέει, απλά μας κοιτά και περιμένει να τον νιώσουμε, να καταλάβουμε από μόνοι μας.
Αν λοιπόν μπορούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε τα μελαγχολικά μάτια και τα τρεμάμενα χείλη του θα τον ακούγαμε να μας ψιθυρίζει και να λέει:
«Εάν με βλέπεις γέρο… εάν λερώνομαι όταν τρώω και δεν μπορώ να ντυθώ… έχε υπομονή. Θυμήσου πόσο καιρό μου πήρε για να σου τα μάθω… Εάν όταν μιλάω μαζί σου επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα, μη με διακόπτεις, άκουσέ με.
Όταν ήσουν μικρός κάθε μέρα σου διάβαζα το ίδιο παραμύθι μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Όταν δε θέλω να πλυθώ μη με μαλώνεις και μη με κάνεις να αισθάνομαι ντροπή… Θυμήσου όταν έτρεχα από πίσω σου και έβρισκες δικαιολογίες όταν δεν ήθελες να πλυθείς.
Όταν βλέπεις την άγνοιά μου στις νέες τεχνολογίες, δώσε μου χρόνο και μη με κοιτάς ειρωνικά, εγώ είχα όλη την υπομονή να σου μάθω το αλφάβητο.
Όταν κάποιες φόρες δεν μπορώ να θυμηθώ ή χάνω τον ειρμό των λέξεων, δώσε μου χρόνο για να θυμηθώ και εάν δεν τα καταφέρνω μην θυμώνεις. Το πιο σπουδαίο πράγμα δεν είναι εκείνο που λέω, αλλά η ανάγκη που έχω να είμαι μαζί σου και κοντά σου και να με ακούς.
Όταν τα πόδια μου είναι κουρασμένα και δεν μου επιτρέπουν να βαδίσω, μη μου συμπεριφέρεσαι σαν να ήμουν «βάρος», έλα κοντά μου με τα δυνατά σου μπράτσα, όπως έκανα εγώ όταν ήσουν μικρός και έκανες τα πρώτα σου βήματα.
Όταν λέω πως θα ήθελα να «πεθάνω»… μη θυμώνεις, μια μέρα θα καταλάβεις τι είναι αυτό που με σπρώχνει να το πω. Προσπάθησε να καταλάβεις πως στην ηλικία μου δε ζεις, επιβιώνεις.
Μια μέρα θα ανακαλύψεις ότι παρόλα τα λάθη μου πάντοτε ήθελα το καλύτερο για σένα, για να σου ανοίξω τον δρόμο. Βοήθησέ με να περπατήσω, βοήθησέ με να τελειώσω τις ημέρες μου με αγάπη και υπομονή. Σε αγαπώ παιδί μου…»
Εσείς, λοιπόν, που δεν ανέχεστε τους δικούς σας ηλικιωμένους που έχετε μέσα ή δίπλα στο σπίτι σας.
Εσείς που αγανακτείτε με το ένα πιάτο φαγητό που τους προσφέρετε…
Εσείς που θέλετε πολλές φορές, όντως, να τους ξεφορτωθείτε έτσι απλά με μια κουβέρτα… μην ξεχάσετε πετώντας τους από τη ζωή σας, να κρατήσετε την κουβέρτα!
Σίγουρα θα σας χρειαστεί όταν και οι ίδιοι φτάσετε στη δική τους θέση.