Θα πρέπει να εξετάσουμε έναν «οικογενειακό μισθό», μια συνεκτική προνοιακή πολιτική, που δεν θα παραγκωνίζει την «πλήρη» οικογένεια.
Η προστασία των ανηλίκων ως ευθύνη της οικογένειας επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή την επικαιρότητα. Εάν είμαστε ειλικρινείς, θα δεχθούμε ότι γνωρίζαμε, πριν την υπόθεση Λιγνάδη, τις κοινωνικές συνέπειες της διάβρωσης του ρόλου της οικογένειας. Μιας διάβρωσης που αντανακλάται στο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων.
Είναι προφανές ότι σε μια μεταβαλλόμενη κοινωνία οι θεσμοί δοκιμάζονται. Στην πατρίδα μας όμως, η Οικογένεια έπεσε θύμα ενός «πολιτιστικού πολέμου» από τους κάθε λογής δικαιωματιστές και «εκσυγχρονιστές». Προνοιακές πολιτικές διευκόλυνσης του διαζυγίου και υποβάθμισης των «πλήρων» οικογενειών στα εργασιακά και επιδοματικά κίνητρα, απέτυχαν. Το δημογραφικό και συνακόλουθα το ασφαλιστικό πρόβλημα διογκώθηκαν σε βαθμό απειλής της ίδιας της εθνικής υπόστασης. Πολλοί υποστήριξαν πως η απαξίωση του θεσμού της οικογένειας ήταν απλώς ένα ατυχές υποπροϊόν της οικονομικής και πολιτιστικής αλλαγής.
Όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντικοί ήταν οι γονείς μας στη διαμόρφωση των αξιών και της δύναμης του χαρακτήρα μας. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ασταθείς ή διασπασμένες οικογένειες τείνουν να έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στο σχολείο, ν’ αναπτύξουν παραβατική συμπεριφορά και να ζουν στη φτώχεια. Είναι επίσης δαπανηρό για τα δημόσια οικονομικά.
Γι’ αυτό υπάρχει διευρυνόμενη ανησυχία για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της παρακμής της Οικογένειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι χώρες όπου ο θεσμός της οικογένειας είναι ισχυρός, επιτυγχάνουν γενικά ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρ’ όλ’ αυτά, την τελευταία δεκαετία, απεδείχθη όχι μόνο πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο θεσμός της οικογένειας, αλλά και πόσο χρήσιμος στην αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν από ραγδαίες αλλαγές. Το εισόδημα των συνταξιούχων μετρίασε τις επιπτώσεις της κρίσης στο βιοτικό επίπεδο των παιδιών και των εγγονιών τους. Αντίστοιχα, συνταξιούχοι άντεξαν παρά τις μεγάλες περικοπές της σύνταξής τους, λόγω της αλληλεγγύης των παιδιών και των εγγονιών τους.
Ιστορικά, στην Ελλάδα η οικογένεια έχει ταυτιστεί με την ανάπτυξη του κοινοτισμού. Σε αντιδιαστολή με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, όπου οι τοπικές κοινωνίες αναπτύχθηκαν περιμετρικά ενός εργοστασίου, ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης, στην χώρα μας, λόγω και της γεω-μορφολογίας, οι τοπικές κοινωνίες αναπτύχθηκαν γύρω από την οικογένεια. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, ας αναλογιστούμε το πλήθος τοπωνυμίων που παραπέμπουν σε οικογενειακό επώνυμο.
Αυτή η ισχύς της Οικογένειας είναι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και ως τέτοιο πρέπει να αξιοποιηθεί στην αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης κρίσης.
Χρειαζόμαστε πολιτικό περιβάλλον και κοινωνική αρχιτεκτονική που θέτει την Οικογένεια στο επίκεντρο των δημόσιων υπηρεσιών και της πολιτικής. Το «νοικοκυριό» αντιπροσωπεύει τη διακυβέρνηση, τη φροντίδα και την υποστήριξη των γονέων και των παιδιών μας και υποστηρίζει τη δομή της κοινότητας και του έθνους. Χρειαζόμαστε θεσμούς και πολιτικές που ενισχύουν αυτές τις σχέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα αυξήσουν τη δύναμη της κοινότητας, θα αμβλύνουν περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες, θα ενδυναμώσουν εν τέλει το έθνος.
Πρέπει να επιδιώκουμε την υποστήριξη της «πλήρους» οικογένειας. Ο γάμος και η οικογενειακή σταθερότητα βοηθούν στην καλλιέργεια μόνιμων σχέσεων που μπορούν να επεκταθούν σε εκείνους που αισθάνονται απομονωμένοι και μοναχικοί. Τείνει επίσης να παράγει ακέραια άτομα, οι ρίζες των οποίων τα καθιστά ισχυρά και προσαρμοστικά μπροστά στις νέες προκλήσεις και κρίσεις.
Οριζόντια στην κοινωνία, όλοι, πρέπει να προσφέρουμε καλύτερη ενσωμάτωση της οικογένειας με την εργασία, έτσι ώστε η απόκτηση και η ανατροφή των παιδιών να μην θεωρείται τροχοπέδη ή part-time δραστηριότητα. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε έναν «οικογενειακό μισθό», μια συνεκτική προνοιακή πολιτική, που δεν θα παραγκωνίζει την «πλήρη» οικογένεια. Εν ολίγοις, να προχωρήσουμε πέρα από τους ξεπερασμένους «πολιτιστικούς πολέμους» στον τομέα της οικογενειακής πολιτικής, προς μια προσέγγιση που συνδυάζει την υποστήριξη στην Οικογένεια και στις παραμελημένες ανάγκες των παιδιών, με την ισότητα των φύλων και την πραγματική ελευθερία επιλογής.