Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει ριζικά την πολιτική μετανάστευσης
ΗΤουρκία βρισκόταν στο προσκήνιο της διεθνούς σκηνής αυτές τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω των εντάσεων με την Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο και των συνεπειών της σύγκρουσης μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Μετά την επίτευξη συμφωνίας στον Καύκασο, η Άγκυρα αναμένεται να ξεκινήσει μια νέα κρίση με την Γαλλία, πυροδοτώντας προσωπική επίθεση στον πρόεδρο Μακρόν, αφού ο τελευταίος δεσμεύθηκε να εντείνει τον αγώνα της κυβέρνησής του ενάντια στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό.
Ο Samim Akgönül, Διευθυντής του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, συμμερίζεται την προοπτική για το μέλλον των σχέσεων της Τουρκίας με τη Γαλλία και την Ευρώπη.
“Οι πρόσφατες επιθέσεις του Προέδρου Ερντογάν στον Πρόεδρο Μακρόν έχουν διττό στόχο .
Από τη μία πλευρά, υπάρχουν ορισμένοι δομικοί λόγοι. Η διοικητική δομή της Τουρκίας είναι πολύ κοντά στη δομή της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Με τη μετάλλαξη του καθεστώτος υπό την αυταρχική βούληση του κ. Ερντογάν, η Τουρκία άρχισε να αντλεί περισσότερη έμπνευση από τη Γαλλική Πέμπτη Δημοκρατία, αλλά χωρίς τους ελέγχους και τα υπόλοιπα.
Το προφανές πρόβλημα της Γαλλίας με τον μουσουλμανικό πληθυσμό της είναι μια ευκαιρία για τον Πρόεδρο Ερντογάν στην πορεία του για νεο-Οθωμανική εξουσία.
Τουρκία και Γαλλία είναι στην πραγματικότητα πιο όμοιες από ό, τι μπορεί κανείς να σκεφτεί και η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να συγκριθεί με δύο αδελφούς που διαφωνούν. Το γαλλικό ρήμα “se chamailler” και το τουρκικό ρήμα “didişmek” περιγράφουν αυτήν την κατάσταση πολύ καλά.
Επιπλέον, η Γαλλία, εν μέρει λόγω του κεντρικού της συστήματος, δεν μπόρεσε (ακόμη) να λύσει το «μουσουλμανικό ζήτημα», το οποίο έχει σχεδόν επιλυθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες ή το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αυτές οι χώρες έχουν αναγνωρίσει τη νομιμότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού να ζει ως έχει, εκτός από τις ακροδεξιές κοινότητες και κόμματα. Στη Γαλλία, ακόμη και στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, αυτή η νομιμότητα φαίνεται να συζητείται. Το προφανές πρόβλημα της Γαλλίας με τον μουσουλμανικό πληθυσμό της είναι μια ευκαιρία για τον Πρόεδρο Ερντογάν στην αναζήτησή του για περιφεριακή εξουσία.
Το δεύτερο σύνολο λόγων έγκειται στη βούληση του Προέδρου Ερντογάν να γίνει κάτι «περισσότερο» από αυτό που είναι σήμερα.
Ο ίδιος προσπάθησε να γίνει περιφερειακός ηγέτης αλλά απέτυχε. Προσπάθησε να γίνει ο ηγέτης των Αδελφών Μουσουλμάνων, αλλά έχασε την ευκαιρία του να ευθυγραμμιστεί με τα αραβικά έθνη.
Τώρα προσπαθεί να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή πορεία και τα γαλλικά προάστια είναι ένα τέλειο παράδειγμα να παρουσιαστεί ως νέος χαλίφης, και ως πραγματικός υπερασπιστής των μουσουλμάνων στην Ευρώπη.
Ο Πρόεδρος Μακρόν γίνεται επομένως ο τέλειος εχθρός, ως «διώκτης των Μουσουλμάνων».
Ορισμένοι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων έχουν δείξει την υποστήριξη τους Μακρόν τις τελευταίες ημέρες, αλλά μέχρι εκεί.
Το κύριο όπλο του Ερντογάν κατά της Γαλλίας και ΕΕ είναι τα εκατομμύρια των προσφύγων/μεταναστών που ζουν στην χώρα του.
Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν θέλουν να δουν αυτά τα εκατομμύρια Σύριων, Αφγανών και Πακιστανών στους δρόμους των πόλεών τους, κάτι που σε κάποιο βαθμό θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την συμφωνία με την Τουρκία.
Η Ευρώπη λοιπόν φέρεται να είναι καταδικασμένη να υποκύψει μπροστά στην Άγκυρα και να καταπιεί όλες τις προσβολές. Ο μόνος τρόπος για να ανακτήσει η ΕΕ το πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας θα ήταν εάν αλλάξει ριζικά την πολιτική μετανάστευσης.
Παντού στην Ευρώπη, οι Τούρκοι έχουν την ικανότητα, τις γνώσεις και τα διπλώματα να γίνουν θρησκευτικό και εκπαιδευτικό προσωπικό.
Το τέλος του συστήματος των «αποσπασμένων ιμάμηδων» που ο Γάλλος πρόεδρος προβλέπει, θα αναγκάσει την Τουρκία να χάσει ένα τεράστιο μέρος της επιρροής της στη Γαλλία.
Τι γίνεται όμως αλλού στην Ευρώπη;
Ο θεσμός του «αποσπασμένου ιμάμη» που πληρώνεται από ξένες χώρες για να εκτελεί τα καθήκοντα του σε γαλλικό έδαφος είναι παρελθόν.
Το σύστημα διέπεται από διμερείς συμφωνίες μεταξύ της Γαλλίας και αυτών των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, και αντιπροσωπεύει 151 ιμάμηδες (το ήμισυ του συνολικού αριθμού των «αποσπασμένων ιμάμηδων» στη Γαλλία), και αφορά περίπου το 65% των Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων.
Η Αυστρία κατάφερε να τερματίσει αυτό το σύστημα, η Γαλλία μπορεί να το κάνει επίσης. Ωστόσο, η Τουρκία προσπαθεί να βραχυκυκλώσει αυτήν τη νέα τάση στην Ευρώπη, για να εκπαιδεύσει τοπικούς ιμάμηδες δημιουργώντας ένα δικό της δίκτυο, μέσω του οποίου Τούρκοι από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες θα μεταφέρονται στην Κωνσταντινούπολη, θα εκπαιδεύονται και θα αποστέλλονται ως ιμάμηδες στις αντίστοιχες χώρες στην Ευρώπη.
Αυτό το πρόγραμμα δεν έχει αποδειχθεί επιτυχημένο μέχρι στιγμής, επειδή η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των νέων Ευρω-Τούρκων δεν θέλουν απαραίτητα να γίνουν ιμάμηδες.
Αλλά ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα που παραμένει, είναι αυτό των εκπαιδευτικών που έστειλε η Τουρκία για να διδάξουν την τουρκική γλώσσα και τον πολιτισμό στα γαλλικά σχολεία.
Η Γαλλία εξακολουθεί να αρνείται να λειτουργήσουν σχολεία εκμάθησης της τουρκικής γλώσσας, παρόλο που τα γαλλικά πανεπιστήμια θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν αυτούς τους καθηγητές πολύ πιο εύκολα, αποκόπτωντας κάθε έλεγχο και επιρροή της Τουρκίας.
Αυτή η στάση από τους Γάλλους είναι επομένως αινιγματική. Οι ιμάμηδες και οι δάσκαλοι αποτελούν δύο πυλώνες της τουρκικής “παρέμβασης” στη Γαλλία σήμερα, ενώ και οι δύο φορείς θα μπορούσαν εύκολα να προέρχονται από τη Γαλλία.
Παντού στην Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι Τούρκοι έχουν την ικανότητα, τις γνώσεις και τα διπλώματα να γίνουν θρησκευτικό και εκπαιδευτικό προσωπικό. Αυτοί οι Ευρωπαίοι Τούρκοι μπορούν να μοιραστούν την εμπειρία στις αντίστοιχες χώρες τους, χωρίς να χρειάζεται να εξαρτώνται οργανικά από την Τουρκία”, κατέληξε ο ίδιος.
Ουσιαστικά ο ειδικός αναφέρεται σε ένα σχέδιο “τουρκοποιήσεως” των ξένων υπηκόων στην ΕΕ οι οποίοι έχουν καταγωγή από την Τουρκία. Σκοπός αυτού του σχεδίου είναι ο εκβιασμός των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και εκτέλεση των κελευσμάτων της Άγκυρας εντός ΕΕ.