Σκέψεις με απόληξη στίχους.
Από τη μια μεριά αμέτρητοι, καθημερινά παρουσιάζονται νέοι, καυλήδες, με σπυράκια ή χωρίς, παιδιά του πλούτου, της χλιδής και της ακόλαστης κατανάλωσης. Από την άλλη πλευρά αναπληρωτές και νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί, παιδιά της γνώσης, του μόχθου, του ρομαντικού ονείρου και της αξιοπρέπειας, που χρειάζονται επιδότηση εισιτηρίου, για να καταφέρουν να κάνουν Χριστούγεννα στα σπίτια τους.
Βέβαια μέσα σε αυτήν την κατάσταση ολέθρου, συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς οι κατασχέσεις στις πλάτες αθώων, που τους άλλαξαν βιαίως τις οικονομικές δυνατότητες και τώρα τους αφαιρούν και το τελευταίο ίχνος αξιοπρεπούς επιβίωσης. Επηρεασμένος από αυτό το νοσηρό κλίμα, φοβισμένος και τρομαγμένος από τον παραλογισμό των καιρών, μόνον κάτι στίχοι ξεφεύγουν δειλά από τα χείλη μου.
ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ
Βγήκαν στους δρόμους μαυραγορίτες
ζωές μαζεύουν αυτοί οι αλήτες
και έχουν μαζί τους αστυνομία,
νίκη και πάλι, τρομοκρατία.
Και ο λαουτζίκος τους καμαρώνει.
Ο γείτονας του λάθη πληρώνει,
το δάνειο πήρε, δεν ξεχρεώνει,
τι και αν του κλέψανε το παντελόνι.
Που να σκεφτεί πως και η σειρά του
θα ρθει σε αυτόν ή στα παιδιά του,
θα τον τραβάνε για άλλους λόγους,
δεν την γλιτώνεις απ τους μαφιόζους.
Μαζεύουν σπίτια, χρυσό και δόντια,
εμάς μας θέλουν μες στα υπόγεια,
για ηλιαχτίδα να εκλιπαρούμε,
το φως του ήλιου να απαρνηθούμε.