Σε μια περίοδο που το κόστος ζωής αυξάνεται συνεχώς και η ακρίβεια δοκιμάζει τις αντοχές των νοικοκυριών, η Ελλάδα καταγράφει μία από τις πιο δυσμενείς εικόνες στο επίπεδο των αμοιβών. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας συγκαταλέγεται στις χειρότερες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά στο ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων, με το 21,7% των απασχολουμένων να αμείβονται με αποδοχές κάτω των 2/3 του διάμεσου μεικτού ωρομισθίου.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη χειρότερη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία (26,9%), τη Ρουμανία (23,9%) και τη Λετονία (23,2%). Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 14,7%, ενώ στην Ευρωζώνη 14,3% — ποσοστά που αν και μειωμένα από το 15,2% του 2018, εξακολουθούν να προβληματίζουν για τη μισθολογική ανισότητα που επιμένει σε πολλές χώρες του μπλοκ.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, η κατάσταση επιδεινώνεται διαχρονικά. Από 15,7% το 2006 και 12,8% το 2010, το ποσοστό των χαμηλόμισθων εκτοξεύτηκε στο 21,7% το 2014 – στο απόγειο της οικονομικής κρίσης -και παραμένει στο ίδιο υψηλό επίπεδο και σήμερα (από 19,65% το 2022), παρά την ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού. Αυτό αποκαλύπτει ότι η φαινομενική βελτίωση στους αριθμούς δεν έχει αποτυπωθεί σε ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων.
Κάτω από 5 ευρώ την ώρα
Το πιο ανησυχητικό ίσως στοιχείο αφορά στο επίπεδο της ωριαίας αμοιβής. Στην Ελλάδα, η διάμεση μεικτή ωριαία αμοιβή ανέρχεται μόλις στα 8 ευρώ, τη στιγμή που στην Ευρωζώνη είναι 16,15 ευρώ. Οι χαμηλόμισθοι στην Ελλάδα αμείβονται με λιγότερα από 5,3 ευρώ την ώρα μεικτά. Συγκριτικά, ο Γερμανός χαμηλόμισθος λαμβάνει περίπου 12 ευρώ την ώρα και ο Ελβετός πάνω από 25 ευρώ. Ο μέσος χαμηλόμισθος στην Ευρωζώνη αμείβεται με 10,6 ευρώ την ώρα – υπερδιπλάσια αμοιβή από τον Έλληνα αντίστοιχο.
Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν ότι οι κοινωνικές ανισότητες αποτυπώνονται και στην αγορά εργασίας. Στην Ελλάδα, σχεδόν μία στις τέσσερις γυναίκες (23,4%) λαμβάνει λιγότερα από 5 ευρώ την ώρα, κατατάσσοντας τη χώρα στην ίδια αρνητική θέση με τη Βουλγαρία. Αντίστοιχα, οι νέοι κάτω των 30 ετών πλήττονται περισσότερο από όλους, αφού το 43% εξ αυτών αμείβονται με χαμηλούς μισθούς. Πρόκειται για τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, μετά το Βέλγιο – όπου όμως η διάμεση ωριαία αμοιβή είναι 24 ευρώ, τριπλάσια από την ελληνική.
Ο τουρισμός και η επισφάλεια στην εργασία
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η διαπίστωση ότι οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη απασχόληση στην Ελλάδα είναι και αυτοί με τη χαμηλότερη αμοιβή. Ο τομέας της εστίασης και των καταλυμάτων, η «βαριά βιομηχανία» της χώρας, απασχολεί σχεδόν 750.000 εργαζόμενους, εκ των οποίων το 35,1% θεωρείται χαμηλόμισθος.
Ακολουθεί ο κλάδος των διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπου το 32% των εργαζομένων είναι χαμηλόμισθοι. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στους «ενοικιαζόμενους» εργαζόμενους, που απασχολούνται μέσω εργολαβικών εταιρειών και βιώνουν έντονα την εργασιακή επισφάλεια.
Η μορφή της σύμβασης επηρεάζει καθοριστικά το ύψος του μισθού: το 27,2% όσων εργάζονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι χαμηλόμισθοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου είναι 12,6%.
Εκπαίδευση και αμοιβή: μια επικίνδυνη απόσταση
Το επίπεδο εκπαίδευσης αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα για τις αποδοχές των εργαζομένων. Το 28% όσων έχουν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι χαμηλόμισθοι, έναντι 17,5% όσων έχουν μεσαίο επίπεδο και μόλις 4,8% για όσους διαθέτουν ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει την ανάγκη για ενίσχυση των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών – ιδίως για τα νέα άτομα – ως μέσο καταπολέμησης της φτώχειας στην εργασία.
Το αγεφύρωτο χάσμα και η αγοραστική δύναμη
Ενώ ο μέσος όρος των χαμηλόμισθων στην Ευρώπη ακολουθεί πτωτική τάση, η Ελλάδα εμφανίζει αυξανόμενη απόκλιση. Οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων είναι η Πορτογαλία (1,77%), η Σουηδία (4%), η Ισλανδία (4,4%) και η Φινλανδία (6,5%), ενώ σε άλλες χώρες όπως η Νορβηγία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Δανία, το ποσοστό παραμένει κάτω από το 10%.
Τέλος, ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα όταν εξετάζεται η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων μισθωτών. Η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος στην ΕΕ όσον αφορά το ύψος των μέσων ετήσιων προσαρμοσμένων αποδοχών πλήρους απασχόλησης. Αν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη, η χώρα υποχωρεί σε ακόμα πιο δυσμενή θέση, χαμηλότερα και από τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2023.
Η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλών μισθών, μισθολογικής ανισότητας και επισφαλούς απασχόλησης. Παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας, η υποτίμηση των εργασιακών δικαιωμάτων και η χρόνια υποεκπαίδευση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού διατηρούν το χάσμα από την υπόλοιπη Ευρώπη αγεφύρωτο. Τα νέα στοιχεία της Eurostat κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και καταδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για μια ουσιαστική αναδιαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, που θα ενισχύσει πραγματικά την εργασία και θα εξασφαλίσει αξιοπρεπές εισόδημα για όλους.