«Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», σύμφωνα με τη σοφή λαϊκή παροιμία, και αυτή είναι η (μόνη) εξήγηση που δίνουν σοβαροί νομομαθείς καθώς και έμπειροι πολιτικοί στο γεγονός ότι η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη αποφεύγει να στεγανοποιήσει πλήρως τη διαδικασία για το θέμα της παραγραφής των σκανδάλων από πολιτικά πρόσωπα.
- Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Το ζήτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα, καθώς αύριο Δευτέρα συζητείται (υπό συνθήκες έντασης μάλιστα λόγω της επιδιωκόμενης «μυστικότητας» της συνεδρίασης) στην Ολομέλεια της Βουλής το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής για τις υποκλοπές, μέσω του οποίου η πλειοψηφία επιχειρεί να ενταφιάσει την απόδοση ευθυνών σε μέλη της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού. Ομως η αντιπολίτευση έχει προειδοποιήσει ότι για την ίδια όχι μόνο δεν κλείνει αλλά και ότι μετά τις εκλογές -και εφόσον έχει αλλάξει ο
συσχετισμός δυνάμεων στο Κοινοβούλιο- θα προχωρήσει στη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής.
Το σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά συζητείται η υπόθεση ενός σκανδάλου, αναφορικά με την υπάρχουσα κυβέρνηση, μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση κατά την οποία καταργήθηκε η σύντομη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του Συντάγματος για την παραγραφή αδικημάτων των πολιτικών προσώπων. Κι αυτό μάλιστα σε συνδυασμό με το λίαν πιθανό ενδεχόμενο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων λόγω της απλής αναλογικής.
Ενώ όμως η κατάργηση αυτή εξομοίωσε από συνταγματικής πλευράς τους πρώην υπουργούς με τους «κοινούς θνητούς», εδώ και μία τριετία έχει απομείνει (και έχει… ξεχαστεί) μία εκκρεμότητα που χαρακτηρίζεται μεν τυπική, αλλά δεν παύει να αποτελεί και μια χαραμάδα η οποία θα μπορούσε υπό συνθήκες να οδηγήσει στο άνοιγμα ολόκληρου παραθύρου. Αυτό που συγκεκριμένα δεν έχει συμβεί ακόμη είναι η κατάθεση από την κυβέρνηση και η ψήφιση του εφαρμοστικού νόμου που θα εναρμονίζει πλήρως τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα με το αναθεωρημένο Σύνταγμα.
Εως τώρα η συζήτηση αυτή είχε περισσότερο θεωρητικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε στον ορίζοντα κάποια σχετική υπόθεση από το 2019 και μετά για να τεθεί σε εφαρμογή και να δοκιμαστεί το νέο καθεστώς. Αλλωστε η κρατούσα επιστημονική και νομική άποψη είναι ότι το Σύνταγμα υπερισχύει οποιουδήποτε απλού νόμου, οπότε δεν θα μπορούσε να προκύψει κάτι διαφορετικό.
Νέο ενδιαφέρον στη συζήτηση αυτή έδωσε ωστόσο η παρέμβαση του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Λοβέρδου ο οποίος έψεξε προχθές στη Βουλή την κυβέρνηση διότι «κακώς δεν έχει έρθει ο νόμος περί ευθύνης των υπουργών στη Βουλή εδώ και τρία χρόνια για να προσαρμοστεί με τη συνταγματική αναθεώρηση». Αν και τα κίνητρα αυτής της αιφνιδιαστικής κατά πολλούς σφήνας του κ. Λοβέρδου έμειναν ασαφή, θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει από το Μέγαρο Μαξίμου η διαβεβαίωση ότι έστω και τώρα θα καλυφθεί αυτή η εκκρεμότητα, ώστε να μην υπάρχει απολύτως κανένα κενό και να μη συντηρείται οποιαδήποτε υποψία. Αντιθέτως, αυτό που έκανε η κυβέρνηση ήταν να περιοριστεί σε ανεπίσημες διαβεβαιώσεις για την υπερίσχυση της συνταγματικής διάταξης, προσθέτοντας επιπλέον ότι δεν απαιτείται καμία τροποποίηση και άρα δεν είναι στις προθέσεις της να προχωρήσει στη διόρθωση του εφαρμοστικού νόμου.
Η συζήτηση και το παρασκηνιακό ενδιαφέρον θα εξαντλούνταν πάλι κάπου εδώ, εάν δεν υπήρχαν στον ορίζοντα και διπλές εκλογές, στις οποίες επιμένει ο κ. Μητσοτάκης, επικαλούμενος την απλή αναλογική. Καθώς όμως είναι γνωστό ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, όπως και ότι, κατά τον Δάντη, «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις», αυτές οι δεύτερες εκλογές δεν παύουν να αποτελούν μέχρι σήμερα, με τις όποιες πιθανότητες, τη χαραμάδα για την παραγραφή όλων των υποθέσεων σκανδάλων οι οποίες έχουν συντελεστεί από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και το τέλος της παρούσης κοινοβουλευτικής περιόδου.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος, προτού αναθεωρηθεί στο σημείο αυτό, προέβλεπε ουσιαστικά ότι η πάροδος μετά τις βουλευτικές εκλογές δύο τακτικών συνόδων χωρίς εντός αυτού του χρονικού διαστήματος η Βουλή να ασκήσει το δικαίωμα δίωξης, οδηγεί στην παραγραφή των αδικημάτων που οι υπουργοί διετέλεσαν πριν από τις εκλογές. Ηταν μια διάταξη που ψηφίστηκε με τη λεγόμενη συναινετική αναθεώρηση του 2001 και στην πράξη η εφαρμογή της σήμαινε ότι, εφόσον η επόμενη Βουλή διαλυθεί αμέσως για να προκηρυχθούν νέες εκλογές, αυτομάτως ενεργοποιείται και η αποσβεστική προθεσμία για την παραγραφή.
Τυπικό ή όχι το θέμα, όπως εξηγούν νομικές πηγές προς την «κυριακάτικη δημοκρατία», η ουσία είναι ότι μετά τις εκλογές θα χρειαστεί να γίνει «ερμηνεία» των σχετικών διατάξεων. Και αυτό θα κληθεί να το κάνει κάποιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εγερθεί το ζήτημα εάν ο υφιστάμενος έως τώρα παλαιός νόμος περί ευθύνης υπουργών (την κατάργηση του οποίου ζητούσαν με στεντόρεια φωνή άπαντες αλλά πλέον αδρανούν) παύει να έχει ισχύ έναντι του συνταγματικού άρθρου και δεν εφαρμόζεται. Αντιθέτως στην περίπτωση που μετά την αναθεώρηση της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος ακολουθούσε και η τροποποίηση του νόμου, το θέμα θα ήταν αυτομάτως «λήξαν» από κάθε άποψη και δεν θα υπήρχε σήμερα οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή υποψία, ούτε θα μπορούσε να γίνει σπέκουλα για τις μύχιες προθέσεις του πρωθυπουργού και των επιτελών του.
Η άρνηση, οι μεθοδεύσεις και η συσκότιση για τις υποκλοπές
Το ακόμη πιο περίεργο, όπως επισημαίνεται, είναι ότι η κυβέρνηση εξαντλείται στα νομικά επιχειρήματα και αποφεύγει να κάνει το μοναδικό, υπό τις παρούσες (ειδικά μετά την έκρηξη του σκανδάλου των υποκλοπών και την προσωπική εμπλοκή του ονόματος του κ. Μητσοτάκη σε αυτό) συνθήκες, αυτονόητο από πολιτικής και θεσμικής πλευράς. Δηλαδή να ψηφίσει μια απλή διάταξη λίγων γραμμών με την οποία θα εναρμονίζεται ο νόμος περί ευθύνης υπουργών με το Σύνταγμα όσον αφορά την αποσβεστική προθεσμία της παραγραφής.
Η άρνησή της, σε συνδυασμό με όλες τις άλλες μεθοδεύσεις που έχει ακολουθήσει για τη συσκότιση και συγκάλυψη του σκανδάλου, συντηρεί και επαυξάνει τη φημολογία ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει και δεύτερες σκέψεις αναφορικά με την προσφυγή σε δεύτερες εκλογές, όχι τόσο για να κερδίσει ξανά την αυτοδυναμία όσο για να εξαντλήσει την τελευταία του ελπίδα και να παίξει το ύστατο χαρτί για την παραγραφή και την άφεση αμαρτιών σχετικά με τις υποκλοπές και οτιδήποτε άλλο έχει συντελεστεί κατά την τρέχουσα κυβερνητική θητεία.