Από τον Ψυχρό Πόλεμο στην Παγκοσμιοποίηση και την Ουκρανία
«Εμείς οι Αμερικανοί έχουμε περίπου το 50% του πλούτου του κόσμου, αλλά μόνο το 6,5% του πληθυσμού του. Το πραγματικό μας έργο στην ερχόμενη περίοδο (σ.σ. μετά το 1945) είναι… να διατηρήσουμε αυτή την ανισότητα…»
Τζωρτζ Κένναν (1904-2005), Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός
Ο κόσμος μας διέρχεται την χειρότερη μεταπολεμική παγκόσμια κρίση και καθημερινά πληθαίνουν οι προβλέψεις των ειδικών αναλυτών σε όλο τον δυτικό συνασπισμό, ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ γλιστρούν υπνοβατώντας σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο.
Έχουν ήδη γίνει αρκετές επιθέσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας και σε στρατιωτικά αεροδρόμια, όπως ο βομβαρδισμός που έγινε στα τέλη Δεκεμβρίου στην αεροπορική βάση Έγκελς (Engels), στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην περιοχή Saratov, σχεδόν 650 χλμ (400 μίλια) από την Ουκρανία. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι η CIA έχει εμπλακεί εδώ και καιρό σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις σαμποτάζ. Η πρόσφατη επιχείρηση δολιοφθοράς από CIA-NATO δεν είναι παρά μία από τις πολλές τέτοιες προσπάθειες για την υπονόμευση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την ανατροπή του Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει αποφασίσει, μέχρι τώρα, να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, παρ’ όλο που τα μέσα της δυτικής πολεμικής προπαγάνδας ψεύδονται θριαμβολογώντας ότι έχει στριμωχτεί στην γωνία.
Το τι μέλλει γενέσθαι πλέον κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να προβλέψει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι φαίνεται πως η Ρωσία προετοιμάζεται ασταμάτητα, τουλάχιστον από το 2014, για έναν ηπειρωτικό πόλεμο μεγάλης κλίμακας. Έχει εκσυγχρονίσει πλήρως το πυρηνικό της οπλοστάσιο και τα βασικά εργοστάσια παραγωγής όπλων της χώρας λειτουργούν πλέον 6 ημέρες την εβδομάδα με 3 βάρδιες που εργάζονται ασταμάτητα.
Στο κρίσιμο σταυροδρόμι που βρίσκεται σήμερα ο πλανήτης έχουμε οδηγηθεί μέσα από τα σύνδρομα, τις προτεραιότητες και τις στρατηγικές που διαμορφώθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, του οποίου πολιτικός στόχος ήταν να επιβληθεί στη Ρωσία η βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Υπάρχουν πολλές αφηγήσεις για αυτή την περίοδο της ιστορίας που ονομάζουμε Ψυχρός Πόλεμος. Έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών βιβλίων, άρθρων, ντοκιμαντέρ και ταινιών. Όμως, είναι ελάχιστα γνωστό ποιος επινόησε πρώτος την φράση «Ψυχρός Πόλεμος».
Η γενική συναίνεση μεταξύ των ιστορικών είναι ότι ήταν ο γνωστός συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ, στο δοκίμιό του «Εσείς και η ατομική βόμβα», που δημοσιεύθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1945. Σε αυτό το άρθρο ο Όργουελ προβληματιζόταν για τις επιπτώσεις ενός «κράτους που ήταν ταυτόχρονα ανίκητο και σε μια μόνιμη κατάσταση ‘’Ψυχρού Πολέμου’’ με τους γείτονές του». Διέβλεπε «την προοπτική δύο ή τριών τερατωδών υπερ-κρατών» που θα κυριαρχούσαν στον κόσμο και θα διέθεταν όπλα που θα μπορούσαν να σκοτώσουν εκατομμύρια ανθρώπους σε δευτερόλεπτα. Ο Όργουελ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι με την πυρηνική απειλή ήταν πιθανό «να δοθεί τέλος στους πολέμους μεγάλης κλίμακας με κόστος την επ’ αόριστον παράταση μιας ‘’ειρήνης που δεν είναι ειρήνη’’».
Ξαναβλέποντας τις προβλέψεις του Όργουελ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο ίδιος διέθετε εκπληκτική διορατικότητα. Ο Ψυχρός Πόλεμος (1945-1991) υπήρξε μια αντιπαράθεση, τόσο στρατιωτική όσο και ιδεολογική μεταξύ δύο υπερδυνάμεων, των καπιταλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών και Δυτικής Ευρώπης και της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης (και των αντίστοιχων συμμάχων τους), η οποία ήταν ακόμη πιο τεταμένη λόγω της απειλής πυρηνικού πολέμου. Αυτή η έντονα φορτισμένη αντιπαράθεση ήταν ένα νήμα που διαπερνούσε ιστορικές εξελίξεις όπως η σύγκρουση στην Κορέα, η κρίση των πυραύλων της Κούβας, οι σοβιετικές ενέργειες στην Ουγγαρία (1956) και την Τσεχοσλοβακία (1968), καθώς και η κατασκευή και η διάλυση του Τείχους του Βερολίνου.
Επειδή διακυβεύονταν τόσα πολλά για το ίδιο το μέλλον του πολιτισμού, οι υπερδυνάμεις απέφυγαν την άμεση αντιπαράθεση, αλλά διεξήγαγαν μια σειρά άγριων πολέμων δι’ αντιπροσώπων στην Ασία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική, υποστηρίζοντας τοπικές φατρίες. Η πρόβλεψη του Όργουελ για την «ειρήνη που δεν είναι ειρήνη» επαληθεύτηκε.
Όμως, την υπογραφή πίσω από την πολιτική του 40ετούς Ψυχρού Πολέμου και των συνεπειών του μέχρι σήμερα δεν την έχει βάλει ο Όργουελ ούτε ο Τσώρτσιλ ή ο Κίσσινγκερ, όπως θα πίστευε, ίσως, ο μέσος πολίτης του πληθυσμού της γης, αλλά ένας άνθρωπος του οποίου το όνομα είναι άγνωστο στον πληθυσμό αυτόν.
Πρόκειται για έναν διπλωμάτη καριέρας, τον George F. Kennan (Τζωρτζ Κένναν, 1904-2005), ο οποίος διαμόρφωσε την πολιτική του «containment», δηλαδή της ανάσχεσης (κοινώς περικύκλωσης) της Σοβιετικής Ένωσης, της βασικής στρατηγικής του ΝΑΤΟ για την διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου (1947-1989) με την Ρωσία και το σοβιετικό μπλοκ.
Ο Τζωρτζ Κένναν θεωρείται πλέον ως ο αναμφισβήτητος «πνευματικός πατέρας» του Ψυχρού Πολέμου και γεννήτωρ του ψυχροπολεμικού «στριμώγματος» της ΕΣΣΔ, το οποίο αποτέλεσε την βάση της εξωτερικής πολιτικής της διακυβέρνησης Τρούμαν.
Ο Κένναν, ο οποίος θεωρείτο στους κύκλους των ακαδημαϊκών στις ΗΠΑ ως ένα καλοκάγαθο και σοφό άτομο, ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και είχε τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία. Οι ιδέες του Κένναν ήρθαν για πρώτη φορά σε γνώση του κοινού τον Ιούλιο του 1947 με την μορφή ενός ανώνυμου άρθρου στην επιθεώρηση Foreign Affairs και το οποίο υπέγραφε «μυστηριωδώς» με ένα «Χ».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπονοούσε το άρθρο του Κένναν, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την Σοβιετική Ένωση και τους κομμουνιστές συμμάχους της, οποτεδήποτε και οπουδήποτε υπήρχε ο κίνδυνος να αποκτήσουν επιρροή.
Μια τέτοια πολιτική, προέβλεψε ο Κένναν, θα «προωθούσε καταστάσεις που θα έπρεπε τελικά να οδηγήσουν είτε στην διάλυση είτε στην σταδιακή άμβλυνση της σοβιετικής ισχύος».
Ουσιαστικά, ο Κένναν υποστήριζε την υπεράσπιση πάνω απ’ όλα των μεγάλων κέντρων βιομηχανικής δύναμης του κόσμου ενάντια στην σοβιετική επιρροή: Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες. Παρ’ όλες τις επικρίσεις που ο Κένναν δέχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η ανάσχεση με τη γενικότερη έννοια της παρεμπόδισης της επέκτασης της σοβιετικής επιρροής παρέμεινε η βασική στρατηγική καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Κάθε επόμενη κυβέρνηση μετά τον Τρούμαν, και μέχρι την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989, υιοθέτησε μια παραλλαγή της πολιτικής ανάσχεσης του Κένναν και την έκανε δική της.
Έργο που εκτίθεται στην National Portrait Gallery στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν της Νέας Υόρκης, όπου απεικονίζεται ο Τζωρτζ Κένναν (16. Φεβρ. 1904 – 17 Μαΐου 2005), ο διπλωμάτης που συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον Αμερικανό αξιωματούχο της γενιάς του στην διαμόρφωση του Ψυχρού Πολέμου. Αποτελεί αυθεντικό έργο του καλλιτέχνη Ned Seidler, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για εξώφυλλο του περιοδικού ΤΙΜΕ και εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στον συγκεκριμένο χώρο, όπου περιγράφονται οι ιστορίες των ατόμων που διαμόρφωσαν την παγκόσμια πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.
«Το Μακρύ Τηλεγράφημα»
Ο Τζωρτζ Κένναν συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο αξιόλογων διπλωματών της σύγχρονης ιστορίας ως «ο αρχιτέκτονας της ανάσχεσης», κάτι που οδήγησε τον ίδιο τον Χένρυ Κίσσινγκερ να υποστηρίξει ότι ο Κένναν «συνέβαλε τόσο καθοριστικά στην συγγραφή του διπλωματικού δόγματος της εποχής του όσο κανένας διπλωμάτης της ιστορίας μας».
Οι βάσεις της πολιτικής αυτής τέθηκαν για πρώτη φορά ενάμιση χρόνο πριν το άρθρο το οποίο προαναφέραμε, στις αρχές του 1946, με το περίφημο «Μακρύ Τηλεγράφημα» (Long Telegram), ένα απόρρητο έγγραφο 5.500 λέξεων (κατ’ άλλους 8.000) που απέστειλε από την Μόσχα ο Κένναν στις αρχές του 1946, όταν υπηρετούσε εκεί ως αναπληρωτής αρχηγός διπλωματικής αποστολής του πρέσβη Έβερελ Χάρριμαν.
Το καπιταλιστικό στρατόπεδο ήταν σε αναζήτηση μιας μεταπολεμικής στρατηγικής, καθώς ήδη μετά την άνοδο του Τρούμαν στην προεδρία των ΗΠΑ, οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται ραγδαία.
Η «φιλοσοφία» του Κένναν και της ομάδας σχεδιασμού του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, της οποίας εκείνη την εποχή ηγείτο, στηριζόταν στην στρατηγική της «Μεγάλης Περιοχής» (Grand Area) δηλαδή της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της Άπω Ανατολής.
Η στρατηγική που πρότεινε ο Κένναν συνοψίζετο στο ότι η Grand Area έπρεπε «να υποταχθεί στις ανάγκες της αμερικανικής οικονομίας» γιατί είναι «στρατηγικώς απαραίτητη για τον έλεγχο ολόκληρου του κόσμου».
Η ειρωνεία είναι ότι η χώρα που συμπαθούσε περισσότερο ο Κένναν ήταν η Ρωσία, όπως γράφει σ’ ένα εξαιρετικό προφίλ του Αμερικανού διπλωμάτη ο συνεργάτης του The New Yorker Louis Menard:
«Η Ρωσία ήταν ‘’στο αίμα μου’’, λέει στα ‘’Απομνημονεύματα’’. Υπήρχε κάποια μυστηριώδης συγγένεια που δεν μπορούσα να εξηγήσω ούτε στον εαυτό μου». Αναρωτιόταν αν είχε ζήσει στην Αγία Πετρούπολη σε μια προηγούμενη ζωή. Η Ρωσία που αγαπούσε, ή που φαντασιωνόταν, ήταν, φυσικά, μια προμπολσεβίκικη και προβιομηχανική Ρωσία – η Ρωσία του Τολστόϊ, το κτήμα του οποίου, την Γιάσναγια Πολιάνα, επισκέφθηκε το 1952, νιώθοντας, όπως είπε αργότερα, «κοντά σε έναν κόσμο στον οποίο, πάντα πίστευα, θα μπορούσα πραγματικά να ανήκω», και του Τσέχωφ, τη βιογραφία του οποίου σκέφτηκε αρκετές φορές να γράψει.
Δεν είχε καμία συμπάθεια ή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μαρξισμό και δεν είχε ψευδαισθήσεις για τον Στάλιν. Περιφρονούσε ολόκληρο τον σοβιετικό μηχανισμό… αλλά πίστευε ότι ακόμη και υπό τον κομμουνισμό οι Ρώσοι καλλιεργούσαν κάποιες ποιότητες του ανθρώπινου χαρακτήρα και ηθικές αξίες που εξαφανιζόταν στη Δύση.
Και όταν φανταζόταν την ημέρα που το Σιδηρούν Παραπέτασμα θα έπεφτε, μια ημέρα που οι δικές του πολιτικές προτάσεις είχαν σκοπό να φέρουν, φοβόταν τι θα συνέβαινε στους Ρώσους αφού θα εκτίθεντο στον «άνεμο της καταναλωτικής αφθονίας» και στην «εξουθενωτική και ύπουλη ανάσα» του δυτικού υλισμού.
Ο Τζωρτζ Κένναν στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ του Βερολίνου, το 1952, καθ’ οδόν προς την Μόσχα. Πέντε μήνες αργότερα, κηρύχθηκε persona non grata από τον Στάλιν.
Ο Κένναν δεν γεννήθηκε μέσα στο κατεστημένο. Ο πατέρας του ήταν φορολογικός δικηγόρος του Μιλγουόκι και ήταν πενήντα δύο ετών όταν γεννήθηκε ο γιος του – η μητέρα του πέθανε, από περιτονίτιδα λόγω ρήξης σκωληκοειδούς απόφυσης, όταν αυτός ήταν δύο μηνών. Ο Τζωρτζ πήγε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Σεντ Τζονς, στο Ουισκόνσιν, και στη συνέχεια έκανε τέσσερα χρόνια σπουδών στο Πρίνστον.
Εκμεταλλεύτηκε γρήγορα μια προσφορά του Σταίητ Ντηπάρτμεντ για να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη μ’ ένα πρόγραμμα κατάρτισης γλωσσολόγων, οι οποίοι θα συμφωνούσαν να αποκτήσουν ευχέρεια στην κινεζική, ιαπωνική, αραβική ή ρωσική γλώσσα. Αυτό συνέβη το 1928, όταν ακόμα οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν διπλωματικές σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση.
Φυσικά, ο νεαρός διπλωμάτης επέλεξε να σπουδάσει ρωσικά, επηρεασμένος από την παράδοση του εξαδέλφου του παππού του και συνονόματού του, ο οποίος είχε εξερευνήσει τη Σιβηρία και είχε γράψει ένα σημαντικό πόνημα για το τσαρικό σύστημα φυλακών στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Κένναν ξεκίνησε τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας, ιστορίας και πολιτισμού ενώ υπηρετούσε για ένα διάστημα ως υποπρόξενος στο Ταλίν της Εσθονίας και ως τρίτος γραμματέας στην Ρίγα της Λετονίας. Από το 1929 έως το 1931 ακολούθησε επίσημες σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μαθαίνοντας ρωσική γλώσσα και ιστορία στο Πανεπιστήμιο Humboldt και στην συνέχεια επέστρεψε ως τρίτος γραμματέας στο ρωσικό τμήμα της πρεσβείας στην Ρίγα, απ’ όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες, ελλείψει επίσημων διπλωματικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, παρακολουθούσαν με προσοχή τις δραστηριότητες του Στάλιν και των συνεργατών του.
Ο Κένναν ειδικεύτηκε στις σοβιετικές οικονομικές υποθέσεις και όταν ο Ρούσβελτ ξεκίνησε με την Μόσχα τις διπλωματικές σχέσεις, το 1933, τη χρονιά που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, ο Κένναν στάλθηκε να συνοδεύσει τον νέο Αμερικανό πρέσβη, Ουίλιαμ Μπούλιτ και βοήθησε στην δημιουργία της πρεσβείας της Μόσχας.
Μεταξύ των άλλων καθηκόντων του Κένναν στη Μόσχα ήταν να παρακολουθεί τις δίκες των παλαιών μπολσεβίκων. Στην συνέχεια, ο Κένναν μετατέθηκε πρώτα στο γραφείο Ρωσίας του Σταίητ Ντηπάρτμεντ και μετέπειτα στην Πράγα, όπου έφτασε στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, ακριβώς όταν το Σύμφωνο του Μονάχου παρέδωσε στον Χίτλερ την Σουδητία. Μέσα σε έξι μήνες, ο γερμανικός στρατός είχε καταλάβει και την υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία.
Όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939, και άρχισε ο πόλεμος, ο Κένναν μετατέθηκε στην αμερικανική πρεσβεία στο Βερολίνο, όπου, ως πρώτος γραμματέας πλέον, υπηρέτησε μέχρι την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών λίγες ημέρες αργότερα. Τότε συνελήφθη, μαζί με το προσωπικό της πρεσβείας του, και τέθηκε υπό κράτηση για πέντε μήνες. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Κένναν υπηρέτησε αρχικά (1942-1943), στη Λισσαβώνα ως σύμβουλος και στην συνέχεια, κατά την διετία του 1943-1944, στο Λονδίνο ως σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ο πόλεμος στην Ευρώπη κερδήθηκε βασικά στο Ανατολικό Μέτωπο. Μεταξύ τις 22ας Ιουνίου 1941, της ημέρας που η Γερμανία εισέβαλε στη Ρωσία, και τις 6ης Ιουνίου 1944, τις Ημέρας-D που έγινε η απόβαση στη Νορμανδία, το 93% των γερμανικών στρατιωτικών απωλειών – 4,2 εκατομμύρια αγνοούμενοι, τραυματίες ή νεκροί – προκλήθηκαν από τις σοβιετικές δυνάμεις. Ο Στάλιν, ο οποίος δεν ήταν σύμμαχος από επιλογή των Δυτικών, χρειαζόταν ένα δεύτερο μέτωπο στη Δύση, όπως ακριβώς ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ χρειάζονταν τον Κόκκινο Στρατό στην Ανατολή.
Το ερώτημα, όμως, ήταν ποιο θα ήταν το τίμημα. Η άποψη του Στάλιν ήταν απλή. «Αυτός ο πόλεμος δεν είναι όπως στο παρελθόν – όποιος καταλαμβάνει μια περιοχή, επιβάλλει επίσης σε αυτήν το δικό του κοινωνικό σύστημα», είχε πει κατ’ ιδίαν σε μια ομάδα κομμουνιστών αξιωματούχων όταν ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε το Βερολίνο. «Ο καθένας επιβάλλει το δικό του σύστημα όσο μακριά μπορεί να φτάσει ο στρατός του. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή του Κένναν στην Μόσχα, τον Ιούλιο του 1944, ήταν η μεγάλη ευκαιρία που του δόθηκε για να «αφυπνίσει» την Ουάσιγκτων.
Η αόρατη μάχη του Ψυχρού Πολέμου
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τις Ηνωμένες Πολιτείες πανίσχυρες, μια νικήτρια δύναμη που δεν είχε δεχθεί ούτε μια βόμβα στο έδαφός της, την ώρα που η γηραιά ήπειρος ήταν εντελώς κατεστραμμένη. Η αμερικανική ελίτ έβαζε μπροστά τα σχέδιά της για παγκόσμια ηγεμονία χωρίς αντίπαλο από τις δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις και με μια Γερμανία να γλύφει τις πληγές της. Είχε, όμως, απέναντί της μια πανίσχυρη Σοβιετική Ρωσία, της οποίας η ιδεολογική ακτινοβολία απλωνόταν ραγδαία σε όλο τον κόσμο. Η ΕΣΣΔ είχε αναδειχθεί στην αναμφισβήτητη δεύτερη Υπερδύναμη, παρά τις τεράστιες απώλειές της σε ανθρώπους και υποδομές που μέτραγε.
Ο Κένναν παρακολουθούσε τις διασκέψεις της Γιάλτας και του Πότσδαμ μεταξύ των συμμάχων από την Μόσχα και προσπαθούσε, μέσα από μια μοναχική εκστρατεία, να πείσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εγκαταλείψουν την χίμαιρα της μεταπολεμικής συνεργασίας με τους Σοβιετικούς και να υιοθετήσουν μια αντίληψη «σφαιρών επιρροής» στα ευρωπαϊκά ζητήματα, η οποία, όπως ήλπιζε, θα περιόριζε την προς τα έξω δυναμική της σοβιετικής ισχύος.
Το «Μακρύ Τηλεγράφημα» (The Long Telegram) άρχισε σταδιακά να έχει αντίκτυπο στην σκέψη ανώτερων υπευθύνων χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτων και οι συνέπειές του στην αμερικανική πολιτική να γίνονται προφανείς.
Η δεύτερη σημαντική πραγματεία του Κένναν για τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν το άρθρο του 1947 για το Foreign Affairs, «Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς». Το δοκίμιο ήταν μια εύγλωττη επαναδιατύπωση του Long Telegram, και είναι διάσημο για μια μόνο φράση: «Είναι σαφές ότι το κύριο στοιχείο κάθε πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να είναι η μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση των ρωσικών επεκτατικών τάσεων».
Αυτό έδωσε ένα όνομα στην αμερικανική πολιτική του Ψυχρού Πολέμου και, με μερικές τροποποιήσεις και λίγες εξαιρέσεις, αυτό που ο Κένναν είχε ονομάσει «ανάσχεση» παρέμεινε σταθερά η αμερικανική πολιτική μέχρι την προεδρία του Ρόναλντ Ρήγκαν.
Το άρθρο υπογράφηκε με ένα «Χ» επειδή ο Κένναν δεν ήθελε να φανεί ως υπάλληλος του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, αλλά η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε γρήγορα και για το υπόλοιπο της καριέρας του ήταν γνωστός ως ο συγγραφέας της ανάσχεσης.
Ο Κένναν, ωστόσο, πίστευε ότι η ανάσχεση θα έπρεπε να είναι πολιτική, οικονομική και ιδεολογική αλλά όχι στρατιωτική. Είχε επανειλημμένα δηλώσει, τότε και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι οι Ρώσοι επρόκειτο να εισβάλουν στρατιωτικά στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Κένναν ήταν ασφαλώς ένθερμος υποστηρικτής του σχεδίου Μάρσαλ. Το θεωρούσε απαραίτητο για την οικοδόμηση των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών και την υπονόμευση της επιρροής των τοπικών κομμουνιστικών κομμάτων. Αλλά όταν προέκυψε η ιδέα του ΝΑΤΟ, ως επικεφαλής του Συμβουλίου Πολιτικού Σχεδιασμού του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτήν. Γιατί; Επειδή το ΝΑΤΟ δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο για οποιαδήποτε εύλογη διευθέτηση σε βάθος χρόνου με τους Ρώσους, την οποία θεωρούσε δυνατή – και προπαντός αναγκαία.
Ίσως, τελικά, να μην πέρασε ποτέ από το μυαλό του Κένναν όταν εισηγείτο την πολιτική της ανάσχεσης, ότι ο Ψυχρός Πόλεμος θα γινόταν το έργο της CIA και των αμερικανοκίνητων πραξικοπημάτων σε όλη την «Grand Area» που καθόρισε ο ίδιος. Δικαιολογημένα έχει πει ο γνωστός Αμερικανός φιλόσοφος Νόαμ Τσόμσκυ για πολλούς κορυφαίους από άποψη γνώσεων και ευφυίας πολιτικούς στρατηγιστές, όπως ο Κίσσινγκερ, ο ΜακΝαμάρα και, βέβαια, ο Κένναν, ότι «αυτοί δεν είχαν την στοιχειώδη ικανότητα να αντιληφθούν αυτά που οι ίδιοι έκαναν και αυτά που συνέβαιναν γύρω τους, τα χρόνια που διαχειρίζονταν τις τύχες του κόσμου»… Έτσι, επί σχεδόν μισό αιώνα, αυτοί που εφάρμοζαν τις δικές του οδηγίες -τα γεράκια του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ- εξαπατούσαν και κατέστρεφαν την ανθρωπότητα. Το πώς το έκαναν αυτό το περιγράφει ο Νόαμ Τσόμσκυ στα γραπτά του:
«Κάθε χρόνο ο Λευκός Οίκος στέλνει μια έκθεση στο Κογκρέσσο, η οποία εξηγεί γιατί η στρατιωτική απειλή που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ απαιτεί τεράστιες δαπάνες, οι οποίες, κατά τύχη, συντηρούν την βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας στο εσωτερικό της Αμερικής και την καταπίεση στο εξωτερικό»…
Οι αναλύσεις του Κένναν για την σοβιετική εξωτερική πολιτική και την αναγκαία αμερικανική αντίδραση πυροδότησαν (έστω και άθελά του;) την βαρβαρότητα των ΗΠΑ για τον έλεγχο ολόκληρου του κόσμου. Η δράση της CIA και των λοιπών μυστικών υπηρεσιών, ως εκτελεστικών οργάνων του Λευκού Οίκου, είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή δεκάδων δικτατόρων -του Σάχη, του Πινοσέτ, του Μάρκος, του Παπαδόπουλου, του Βιντέλα κ.ά.- τις δολοφονίες και τους βασανισμούς εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, την επιβολή νεοαποικιακών καθεστώτων, την διάλυση λαών- όπως ο Παλαιστινιακός- και την ανατρεπτική δράση εναντίον κρατών (Χιλή, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη κοκ) και πολλών άλλων πολιτικών εγκλημάτων που ο κατάλογός τους θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να περιγραφούν.
Η Ευρώπη είχε αυτοκαταστραφεί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν εξουσία πάνω σε άλλα έθνη σε βαθμό πρωτοφανή στην παγκόσμια ιστορία. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Το Σύνδρομο του Οδυσσέα» (Εκδ. ΚΨΜ, 2018) ο Φοίβος Οικονομίδης, φωτίζοντας τις ψυχροπολεμικές επιχειρήσεις του μυστικού πολέμου που επηρέασαν και την ελληνική ιστορία:
«Η εκτέλεση «των μυστικών ψυχολογικών επιχειρήσεων εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και των κτήσεών τους» ανατέθηκε τελικά από τις αρχές του 1948 στην «Ομάδα Ειδικών Διαδικασιών» (SPG), στα πλαίσια της CIA, με κύριο στόχο: 1. Να υποσκάψει τη δύναμη των ξένων οργάνων, είτε κυβερνήσεων, οργανώσεων ή ατόμων, που είναι αναμεμειγμένα σε δραστηριότητες εχθρικές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και, 2. Να υποστηρίξει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ επηρεάζοντας την κοινή γνώμη στο εξωτερικό προς μια κατεύθυνση θετική για την επίτευξη των στόχων των Ηνωμένων Πολιτειών».
Για το Επιτελείο Πολιτικού Σχεδιασμού (PPS) του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, ο Πολιτικός Πόλεμος ήταν «η λογική εφαρμογή του δόγματος Κλαούζεβιτς σε περίοδο ειρήνης. Υπό ευρύτερη έννοια, Πολιτικός Πόλεμος είναι η χρησιμοποίηση όλων των μέσων στην διάθεση ενός έθνους, εκτός του πολέμου, για να πετύχει τους εθνικούς του στόχους».
Εντέλει ο Κένναν, στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ήταν αντίθετος σε αυτή την επιθετικότητα των ΗΠΑ που συνδέθηκε με την ξέφρενη κούρσα για την απόκτηση συμβατικών και πυρηνικών όπλων. Κάποτε, μάλιστα, αποκάλεσε την επέκταση του ΝΑΤΟ «το πιο μοιραίο λάθος της αμερικανικής πολιτικής σε ολόκληρη τη μεταψυχροπολεμική εποχή» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σειρά από καταστροφές. Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος αγνόησε την προειδοποίησή του, όχι μόνο για την επέκταση του ΝΑΤΟ, αλλά και για πολλά άλλα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ.
«Η επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος της αμερικανικής πολιτικής σε ολόκληρη τη μεταψυχροπολεμική περίοδο των ΗΠΑ», έγραψε τον Φεβρουάριο του 1997, σε ηλικία 93 ετών. Θα «φούντωνε τις εθνικιστικές, αντιδυτικές τάσεις στην ρωσική κοινή γνώμη», «θα επανέφερε την ατμόσφαιρα του ψυχρού πολέμου στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης» και θα έκανε πολύ πιο δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την επίτευξη περαιτέρω μειώσεων των πυρηνικών όπλων.
Δυστυχώς και σε αυτό επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις του, αν κρίνουμε από τα κρίσιμα γεγονότα που εξελίσσονται σήμερα.
Ο Κένναν πέθανε στις 17 Μαρτίου 2005, σε ηλικία 101 ετών, έχοντας πάντα θαμμένη μέσα στον ρεαλισμό του μια ηθική άποψη για την πολιτική.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να ξεχαστεί ότι σαν στρατηγιστής ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την ύβρη που έχουν διαπράξει οι Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στην ανθρωπότητα και για την οποία τώρα έρχεται η Νέμεσις, με οτιδήποτε αυτό μπορεί να σημαίνει για τον κόσμο μας.