Όταν σε «λένε» λαϊκιστή επειδή διαμαρτύρεσαι που δεν έχεις να πληρώσεις τον λογαριασμό και σου «κουνούν το δάκτυλο» γραβάτες που κοστίζουν πολύ περισσότερο από το μηνιάτικό σου, τότε αιτιολογείται η πολιτική οργή σου να υπερπολλαπλασιάζεται. Αλλά πώς να καταλάβουν αυτό το αυτονόητο συμπέρασμα όσοι γνωρίζουν τον κόσμο στον οποίο ζεις μόνο από τις ειδήσεις και αναρωτιούνται πώς γίνεται να ζει ένας άνθρωπος με 800 ευρώ τον μήνα ευχόμενοι, δε, ποτέ να μη χρειαστεί να βιώσουν μια τέτοια εμπειρία…

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και περίπου 2,5 χρόνια ασκεί πολιτική, με εμφανείς όσο ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε μια ελίτ με «λουδοβίκεια» αντίληψη και τον γκρινιάρη «λαουτζίκο». Ο ίδιος ο πρωθυπουργός από πολύ νωρίς έδειξε ότι έχει μια δική του οπτική ξεγνοιασιάς και ζει φανερά σαν ένα παιδί μιας πολύ πλούσιας οικογένειας, κάνοντας ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι η πορεία του μέσα σε ένα προστατευμένο περιβάλλον χρυσοκέντητων σαλονιών, καμία ταύτιση και σε κανένα σημείο της δεν έχει με την καθημερινότητα της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων. Ούτε καν των αρκετά εύπορων.

«Είχα το όνειρο μου, είχα το ποδήλατο μου…»

Οι φωτογραφίες και τα βίντεο από εξορμήσεις που δε μπορεί να κάνει ο μέσος από πλευράς εισοδημάτων Έλληνας παρά μόνο στη σκέψη του, δίνουν και παίρνουν σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας.

Ποιος και πώς να ξεχάσει:

Τις ανέμελες «ποδηλατάδες» και τα ξέφρενα «γκάζια», τύπου «ρόδα, τσάντα και κοπάνα» στην Πάρνηθα, την ώρα που οι κάτοικοι όλης της χώρας βίωναν ένα σκληρό «lockdown»;
Τη «μάχη της πετσέτας» στις παραλίες ενώ οι πυρκαγιές κατέστρεφαν ολόκληρες περιοχές της χώρας;
Τις φωτογραφίες στα όμορφα σαλέ χιονοδρομικών κέντρων της χώρας;
Τους χαρακτηρισμούς τύπου «Μωυσή» που έδειχνε να απολαμβάνει; Tις κουστουμιές και τις πανάκριβες γραβάτες με στιλ «εγώ το ”φυσάω”»;
Τις δηλώσεις που έκανε αρκετά χρόνια πριν ακόμη γίνει πρωθυπουργός (όταν βεβαίωνε ότι… δεν είχε χρειαστεί ποτέ να περάσει με 800 ευρώ έναν μήνα και ευχόταν να μη χρειαστεί κάτι τέτοιο) και πολλές ακόμη εικόνες και συμπεριφορές;
Η ελιτίστικη αυτή και εύλογη νοοτροπία για έναν άνθρωπο που προέρχεται από -όχι όποιο κι όποιο- «τζάκι» άρχισε πολύ γρήγορα να συνδυάζεται με την άσκηση πολιτικών ολιγαρχικού χαρακτήρα. Στα δύσκολα και στις πρώτες αντιδράσεις, ο πρωθυπουργός, το περιβάλλον του Μαξίμου και οι κορυφαίοι υπουργοί, απέναντι σε οποιαδήποτε αντίδραση, ακόμη κι αν αυτή προερχόταν από εξόφθαλμα τραγικά λάθη τους, υιοθέτησαν την επικοινωνιακή τακτική του «κουνήματος του δακτύλου» και της απόδοσης γκρίνιας στον «λαουτζίκο» με τον συνδυασμό «λάσπης και ανεμιστήρα».

Πολύ γρήγορα, μέσα στην περίοδο της πανδημίας, την τακτική αυτή ακολούθησε όλος ο μηχανισμός που ασκεί διοίκηση με αποφάσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η παρουσία 3 πρώην βουλευτών του ΛΑΟΣ σε κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις και με έναν εξ αυτών, τον κ. Άδωνη Γεωργιάδη, να είναι και αντιπρόεδρος της ΝΔ, έδειχνε πλέον να μην είναι τυχαίο γεγονός αλλά στοιχείο επιβεβαίωσης του ολιγαρχικού τρόπου άσκησης πολιτικής από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου.

Τα «φίλια» συμφέροντα έστελναν μηνύματα αλλά το Μαξίμου «δεν άκουγε»

Η «ελιτίστικη» αντιμετώπιση των πραγμάτων σε συνδυασμό με άσκηση ολιγαρχικού τύπου εξουσίας έκανε από πέρυσι ορατή στα φίλια προς την κυβέρνηση επιχειρηματικά και εκδοτικά συμφέροντα, την «πτώση» που ήδη είχαν αρχίσει οι «άριστοι» να υφίστανται με ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας να αντιδρά στη «λουδοβίκεια» αντίληψή τους. Ειδικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδειχνε να αποτελεί για πολλούς πολίτες «κόκκινο πανί», με το άρθρο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκου Μαραντζίδη, στην εφημερίδα «Καθημερινή», στις 19 Σεπτεμβρίου 2021 (με τίτλο: «Γιατί τόσοι άνθρωποι νιώθουν να αντιπαθούν τον πρωθυπουργό προσωπικά;») να «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου» προς το Μέγαρο Μαξίμου.

Όμως, το πρωθυπουργικό περιβάλλον όχι μόνο δεν έλαβε τα μηνύματα (προφανώς δεν τα έλαβε υπόψη) αλλά συνέχισε στη «γραμμή» της επίρριψης ευθυνών σε όλους τους άλλους, πλην του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και των «άριστων» στελεχών της κυβέρνησής του, που συνέχισαν, όπως και ο πρωθυπουργός, φορώντας πανάκριβες γραβάτες και κουστουμιές που κοστίζουν πάνω από 2 και 3 μηνιάτικα ενός μέσου μισθολογικά εργαζόμενου, να «κουνούν το δάκτυλο» στην κοινωνία. Έτσι, η «πτώση» που διέκριναν από πέρυσι το Καλοκαίρι οι «ημέτεροι» που στήριζαν τον κ. Μητσοτάκη, μετετράπη σε «κατρακύλα» δημοσκοπική, που ακόμη αναζητά τον «πάτο», οδηγώντας, όπως όλα δείχνουν, τη ΝΔ σε ένα επερχόμενο εκλογικό «στραπάτσο», ανάλογο ίσως των πρώτων εκλογών του 2012 και με την ατμόσφαιρα να θυμίζει την περίοδο 1990 – ’93.

Πλέον, το τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη για πολλούς θεωρείται ότι ήδη έχει έρθει. Οι «άριστοι» ουσιαστικά έχουν απολέσει τη στήριξη ενός μεγάλου τμήματος ψηφοφόρων που τους στήριξαν το 2019. Και όσο περνά ο καιρός, η κατάσταση (δεδομένου του Πολέμου, της διαρκώς αυξανόμενης φτώχειας, της επιβολής μέτρων αυταρχικού χαρακτήρα για τον εμβολιασμό, κ.λπ.) θα γίνεται όλο και χειρότερη για το Μέγαρο Μαξίμου αλλά και για τη χώρα και τον ελληνικό λαό, που μοιάζει να κυβερνάται από άτομα τα οποία εξακολουθούν εμφανώς να δείχνουν ότι ενδιαφέρονται μόνο για «μπίζνες στα Βαλκάνια για ολίγους».

Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι τα σχέδια του κ. Κ. Μητσοτάκη και των ανθρώπων του στενού περιβάλλοντός του, η πόρτα της εξόδου τους από την εξουσία άνοιξε και θα παραμείνει ορθάνοιχτη για αυτούς μέχρι τις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Translate »