Η επιτροπή Ερντογάν στις ΗΠΑ υποστηρίζει τις Αβρααμικές Συμφωνίες, καταδικάζει φιλοπαλαιστινιακό κίνημα
Το τελευταίο διάστημα κινήσεις πανικού φαίνεται να χαρακτηρίζουν τον Ερντογάν, καθώς διαφαίνεται ότι προσπαθεί να «μαζέψει» τα μέτωπα που άνοιξε με πολλές χώρες στην Δύση, με Αίγυπτο αλλά και Μέση Ανατολή, καθώς μια νέα προσέγγιση υπήρξε ως ένδειξη φιλίας με το Ισραήλ.
Χαρακτηριστικό δε είναι, ότι αφού πούλησε την Μουσουλμανική Αδελφότητα για χάρη του Σίσι της Αιγύπτου, τώρα προχώρησε σε νέα «κωλοτούμπα» καταδικάζοντας τους Παλαιστίνιους και συγκεκριμένα το κίνημα Boycott, Divestment, Sanctions (BDS) το οποίο υπό την ηγεσία της Παλαιστίνης, κάνει εκστρατεία στις δυτικές χώρες ενάντια στο εμπόριο του Ισραήλ από τα κατεχόμενα εδάφη.
Συγκεκριμένα η Τουρκοαμερικανική Εθνική Διευθύνουσα Επιτροπή (TASC), γνωστή για τους στενούς δεσμούς της με την κυβέρνηση του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, υπέγραψε κοινή δήλωση με το Ορθόδοξο Εβραϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο (OJC) που υποστηρίζει το ενισχυμένο εμπόριο με το Ισραήλ, την περιφερειακή ειρήνη και καταδίκασε τη στάση του προαναφερθέντος φιλοπαλαιστινιακού κινήματος σε όλο τον κόσμο.
«Το BDS ενθαρρύνει τον εξτρεμισμό και ενθαρρύνει τους ανθρώπους που η BDS ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί», ανέφεραν, σύμφωνα με πληροφορίες η TASC και η OJC.
Οι δύο οργανώσεις, δεσμεύτηκαν να αυξήσουν την περιφερειακή ειρήνη και ευημερία μέσω πρωτοβουλιών όπως η Συμφωνία Αβραάμ, μια σειρά συμφωνιών μεσολάβησης των ΗΠΑ το 2020 με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και Μπαχρέιν. Υποσχέθηκαν ότι θα σταθούν μαζί ενάντια στην “προκατάληψη, το μίσος, τον αντισημιτισμό, την ισλαμοφοβία και τον τουρκισμό.”
Ο Ερντογάν δείχνει με τις κινήσεις του, σαν να επιχειρεί να μπει κάτω από την σκέπη της Δύσης και για έναν άλλο λόγο, αυτόν του Ιντλίμπ της Συρίας. Όλα σε αυτήν την περιοχή της Συρίας δείχνουν, να είναι έτοιμα για την τελική επίθεση των Ρώσων και ίσως αυτό, θα είναι και το κύριο μενού της συζήτησης που θα έχει με τον πρόεδρο Πούτιν στην προγραμματισμένη τους συνάντηση σε λίγες ημέρες.
Η Τουρκία επιδιώκει να επιδιορθώσει τις σχέσεις με το Ισραήλ και τα αραβικά κράτη, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, με πρόεδρο των ΗΠΑ τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος στοχεύει να αναζωογονήσει την αμερικανική διπλωματία και τις καλές σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων στη Μέση Ανατολή. Οι σχέσεις μεταξύ Ερντογάν και Μπάιντεν έχουν υπονομευθεί από ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της καταδίκης του Ισραήλ από τον τελευταίο και της ρήξης των σχέσεων της Τουρκίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και άλλους περιφερειακούς συμμάχους των ΗΠΑ.
Τον Αύγουστο του 2020, η Τουρκία καταδίκασε έντονα τα ΗΑΕ για την υπογραφή της συμφωνίας της με το Ισραήλ, χαρακτηρίζοντάς τα ως προδοσία. Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν, χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «πολιτική αυτοκτονία» ενάντια στην παλαιστινιακή υπόθεση.
Τον Μάιο του 2018, η Τουρκία απέλασε τον πρεσβευτή του Ισραήλ και ανακάλεσε τον δικό της απεσταλμένο στο Ισραήλ, για τις ισραηλινές επιθέσεις στον παλαιστινιακό θύλακα της Γάζας και την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών, να μεταφέρουν την πρεσβεία της στην Ιερουσαλήμ από το Τελ Αβίβ. Οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, άρχισαν να διαλύονται το 2010 αφού Ισραηλινοί στρατιώτες έκαναν επιδρομή σε στόλο ανθρωπιστικής βοήθειας με προορισμό τη Γάζα, σκοτώνοντας δέκα φιλοπαλαιστίνιους ακτιβιστές στο τουρκικό πλοίο Mavi Marmara.
Οι στενοί δεσμοί της Τουρκίας με τη μαχητική ισλαμική ομάδα Χαμάς, που χαρακτηρίστηκε ως τρομοκρατική οργάνωση από το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, απέδειξαν ένα άλλο βασικό εμπόδιο στην αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων.
Ο Ερντογάν κάλεσε τα μουσουλμανικά έθνη σε όλο τον κόσμο να ενωθούν, απέναντι στους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στη Γάζα, χαρακτηρίζοντας τις στρατιωτικές εκστρατείες ως απαξιωτικές επιθέσεις εναντίον μουσουλμάνων. Ο ίδιος αποκάλεσε το Ισραήλ «σκληρό τρομοκρατικό κράτος».
Το TASC έχει επίσης συμμετάσχει, στη διοργάνωση δημόσιων εκστρατειών για την υποστήριξη της Τουρκίας.
Τον Ιούλιο του 2020, φορτηγά που έφεραν πανό για τη επέτειο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016 πέρασαν από τη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον και το Saylorsburg της Πενσυλβάνια, όπου διαμένει ο εξόριστος Τούρκος κληρικός Φετουλάχ Γκιουλέν. Η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τον Γκιουλέν για ενορχήστρωση του πραξικοπήματος. Ο συμπρόεδρος της TASC Μουράτ Γκιουζέλ, δήλωσε ότι οι διαδηλώσεις είχαν σκοπό να ενημερώσουν το αμερικανικό κοινό. Ο Γκιουζέλ είναι γνωστός, ως λομπίστας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το διοικητικό συμβούλιο της TASC, έχει πολλές άμεσες συνδέσεις με την Τουρκία και τον Ερντογάν. Η έδρα του οργανισμού βρίσκεται στο τουρκικό σπίτι στην Ουάσινγκτον, ένα ακίνητο που ανήκει στην τουρκική κυβέρνηση.
Ο Χαλίλ Μούτλου, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της TASC, είναι ξάδερφος του Ερντογάν.
Ο άλλος συμπρόεδρος της TASC Gunay Evinch, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο Saltzman & Evinch στην Ουάσινγκτον, έχει συνδεθεί με τα τουρκικά συμφέροντα στην Ουάσιγκτον για πάνω από τρεις δεκαετίες.
Το δικηγορικό γραφείο του Έβιντς διατηρήθηκε από την τουρκική πρεσβεία μετά τις διαμαρτυρίες του Μαΐου 2017, έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη κατά την πρώτη επίσκεψη του Ερντογάν στην Ουάσινγκτον την εποχή του Τραμπ. Συνέχισε να εκπροσωπεί τους σωματοφύλακες του Ερντογάν, σε νομικές διαδικασίες που ερευνούν τις συγκρούσεις που ακολούθησαν και τραυματίστηκαν αρκετοί διαδηλωτές. Από τον Ιούνιο του 2020, ο Evinch και η εταιρεία του είναι εγγεγραμμένοι ως ξένοι πράκτορες της Τουρκίας.
Σύμφωνα με το μητρώο επιχειρήσεων της Περιφέρειας της Κολούμπια, η TASC λειτουργεί ως μη κερδοσκοπική εταιρεία, η οποία θα απαιτούσε μια επιστολή που θα πιστοποιούσε αυτό το καθεστώς από την Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων. Το TASC δεν διαθέτει δημόσια διαθέσιμη έκθεση, που να περιγράφει λεπτομερώς τη χρηματοδότησή τους.