Ο Έλιοτ Έιμπραμς, ένας από τους ιστορικούς Στράουσιστές, ηγείται της αλλαγής καθεστώτος στο Ισραήλ.
του Τιερί Μεϊσάν
Το εβραϊκό κράτος δεν έχει αντιπάλους εκτός από τον εαυτό του.
Οι Στραουσιστές που βρίσκονται στην εξουσία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στον Λευκό Οίκο κατευθύνουν σήμερα την αλλαγή του καθεστώτος του.
Οι διαδηλώσεις διαδέχονται η μία την άλλη για να μην γίνει αυτή η χώρα, σύμφωνα με τα λόγια ενός πρώην διευθυντή της Μοσάντ: «Ένα ρατσιστικό και βίαιο κράτος που δεν θα μπορέσει να επιβιώσει».
Αλλά μάλλον είναι ήδη πολύ αργά.
Εδώ και δύο χρόνια, οι Ισραηλινοί είναι διχασμένοι και δεν καταφέρνουν να ορίσουν μια κυβέρνηση. Μετά από πέντε γενικές εκλογές, αποφάσισαν να αποπέμψουν την ομάδα Λαπίντ/Γκάντζ και να θέσουν στην εξουσία έναν νέο συνασπισμό γύρω από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Ωστόσο, δύο μήνες μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, άλλαξαν ξανά γνώμη. Η πλειοψηφία των Ισραηλινών δεν θέλει πια εκείνους που επέλεξε.
Πράγματι, προς γενική έκπληξη, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου σχημάτισε συνασπισμό με μικρά εβραϊκά ρατσιστικά κόμματα. Τους υποσχέθηκε: να αφαιρέσει από τον Βασικό Νόμο τη Ρήτρα 7α που απαγορεύει τα κόμματα ανοιχτά ρατσιστικά να θέσουν υποψηφιότητα στις εκλογές. να τροποποιήσει τον νόμο κατά των διακρίσεων προκειμένου να επιτρέπεται η χρηματοδότηση εκδηλώσεων ή δομών που εφαρμόζουν το διαχωρισμό των φύλων και με σκοπό την άρνηση παροχής υπηρεσιών λόγω πεποιθήσεων. να αναγκάσει τις τοπικές αρχές να χρηματοδοτήσουν τα υπερορθόδοξα σχολεία, ακόμη και αν δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης, δεν ακολουθούν τα προγράμματα και αρνούνται να διδάξουν βασικά κοσμικά μαθήματα όπως τα μαθηματικά και τα αγγλικά. να αποσύρει την χορήγηση δελτίων σίτισης από το υπουργείο Κοινωνικής Αρωγής και να την εμπιστευτεί στο υπουργείο Εσωτερικών. Θα εφαρμόσει ως κριτήριο για να τα διανείμει την μη πληρωμή φόρων, γνωρίζοντας ότι οι υπερορθόδοξοι εξαιρούνται από τη φορολογία ανεξάρτητα από τους πόρους τους.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός ήθελε να ξεχωρίσει από τους συμμάχους του. Έτσι δήλωσε ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ σε κανέναν να επικαλεστεί την πίστη κανενός για να αρνηθούν υπηρεσίες σε Ισραηλινό πολίτη. «Θα υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα την ημέρα του Σαμπάτ. Θα υπάρχουν [μικτές] παραλίες κολύμβησης. Θα διατηρήσουμε το status quo. Δεν θα υπάρξει χώρα που να κυβερνάται από την Χαλακά [τον εβραϊκό νόμο]». «Δεν θα υπάρξει τροποποίηση του Νόμου της Επιστροφής» (οι σύμμαχοι του πρωθυπουργού απαιτούν από κάθε υποψήφιο για επιστροφή να αποδείξει ότι έχει Εβραίο γονέα με τη στενή έννοια της λέξης). Αποκήρυξε τον γιο του, Γιαΐρ Νετανιάχου, για τον οποίου οι δικαστές που του απήγγειλαν κατηγορίες όσο ήταν ακόμη πρωθυπουργός είναι προδότες και πρέπει να τιμωρούνται ως τέτοιοι. Τέλος, άφησε να εκλεγεί πρόεδρος της Κνεσέτ η μόνη ανοιχτά ομοφυλόφιλη βουλευτή Αμίρ Οχάνα,.
Έτσι, όσο σοκαριστικό είναι αυτό το πρόγραμμα, δεν είναι αυτό το θέμα. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου ανακοίνωσε την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος που θέτει υπό αμφισβήτηση την ισορροπία των εξουσιών στις οποίες βασιζόταν μέχρι σήμερα αυτή η χώρα χωρίς Σύνταγμα, στο σημείο που οι αντίπαλοί του μιλούν για «πραξικόπημα».
Οι διαδηλώσεις διαδέχονται η μία την άλλη και μεγαλώνουν. Αρχικά, συμμετείχαν μόνο το κέντρο και η αριστερά. Στη συνέχεια, συμμετείχαν ορισμένοι πρώην σύμμαχοι του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, από τώρα και στο εξής, ορισμένες δεξιές ομάδες και, τέλος, μερικοί Άραβες.
Θέτοντας παραλληλισμό μεταξύ της σημερινής κυβέρνησης Νετανιάχου και του ναζιστικού καθεστώτος, ο πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Μόσε Γιαάλον δήλωσε: «Ο εβραϊκός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα για το γεγονός ότι, μετά από δημοκρατικές εκλογές στη Γερμανία, μια κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία εξάλειψε τη δημοκρατία, και το πρώτο πράγμα που εξάλειψε ήταν η θεμελιώδης δημοκρατική αρχή της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας».
Ο Μοσέ Γιαάλον ήταν μακροχρόνιος αντίπαλος του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, αλλά εδώ και λίγες εβδομάδες, πολλοί πρώην σύμμαχοι του πρωθυπουργού έγιναν και αυτοί αντίπαλοι:
• Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του Λικούντ και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης υπό τον Νετανιάχου, Νταν Μεριντόρ, δήλωσε στη διάρκεια της κύριας διαδήλωσης μπροστά από την Κνεσέτ, στις 20 Φεβρουαρίου: «Ποιος θα πίστευε ότι θα χρειαζόταν να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία στο Ισραήλ! Και όμως! σήμερα η τελευταία δέχεται επίθεση! ». • Ο πρώην διευθυντής της Μοσάντ, Ταμίρ Πάρντο, ο οποίος είχε επιλεγεί τότε από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, είναι σήμερα ένας από τους συντονιστές των εκδηλώσεων. Σε συνέντευξη στο δημόσιο ραδιόφωνο Καν, κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι μεταρρυθμίζει τη δικαιοσύνη μόνο και μόνο για να μπορέσει να της διαφύγει προσωπικά. Περαιτέρω, κατηγόρησε μέλη του Κυβερνητικού Συνασπισμού ότι θέλουν να οικοδομήσουν «ένα ρατσιστικό και βίαιο κράτος που δεν θα μπορεί να επιβιώσει». • Ο πρώην διευθυντής της Σιν Μπετ, Γιοράμ Κοέν, ο οποίος επίσης επιλέχτηκε εκείνη την εποχή από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, δήλωσε σε διαδήλωση της δεξιάς: «Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα αλλάξει την κυβερνητική δομή στο Ισραήλ, δεδομένου ότι η εκτελεστική εξουσία –και με επικεφαλής τον πρωθυπουργό– θα έχει απεριόριστη εξουσία. Θα εξαφανιστούν οι έλεγχοι και οι ισορροπίες που είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία. Μια τέτοια κατάσταση αφορά τον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του. Η μεταρρύθμιση στην παρούσα μορφή της, που επιβλήθηκε με βία και κτηνωδία, σχεδιάστηκε χωρίς διάλογο με όλες τις συνιστώσες του έθνους, μπορεί να οδηγήσει στη καταστροφή».
Μερικές αναφορές από οικονομολόγους και επιχειρηματίες της υψηλής τεχνολογίας χτύπησαν το κουδούνι συναγερμού: οι ανακοινωθείσες μεταρρυθμίσεις θα τρομάξουν τους ξένους επενδυτές. 56 παγκοσμίας φήμης οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένων 11 βραβευθέντων με Νόμπελ, δημοσίευσαν ανοιχτή επιστολή. Έγραψαν: «Ο κυβερνητικός συνασπισμός στο Ισραήλ εξετάζει μια σειρά νομοθετικών πράξεων που θα αποδυνάμωναν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και την εξουσία της να επιβάλλει τις κυβερνητικές δράσεις. Πολλοί Ισραηλινοί οικονομολόγοι, σε ανοιχτή επιστολή στην οποία προσχώρησαν ορισμένοι από εμάς, εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι μια τέτοια μεταρρύθμιση θα έβλαπτε την ισραηλινή οικονομία αποδυναμώνοντας το κράτος δικαίου και, ως εκ τούτου, μετατοπίζοντας το Ισραήλ προς την Ουγγαρία και τη Πολωνία».
Το σχέδιο μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος θα πραγματοποιηθεί σε τέσσερις φάσεις, από τις οποίες, προς το παρόν, μόνο η πρώτη παρουσιάστηκε στο κοινό. • Αυτή (Φάση Ι) περιλαμβάνει: (1) νομοθετεί μια ρήτρα παρέκκλισης που θα επέτρεπε την Κνεσέτ να περάσει για δεύτερη φορά με απλή πλειοψηφία νομοθεσία που είχε ακυρωθεί από τον Άρειο Πάγο· (2) εξαλείφει τον κανόνα του εύλογου χαρακτήρα των δικαστικών αποφάσεων· (3) ενισχύει την εξουσία του κυβερνητικού συνασπισμού στο κόρφο της Επιτροπής των Δικαστικών Διορισμών· και (4) αποδυναμώνει το καθεστώς των νομικών συμβούλων στο κόρφο των υπουργείων. • Η φάση ΙΙ θα καταστήσει τον θεμελιώδη Νόμο για την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και την Ελευθερία ένα απλό κείμενο που δεν θα έχει μεγαλύτερη αξία από οποιονδήποτε άλλο Νόμο. Θα μπορεί ως εκ τούτου, να αντικατασταθεί εύκολα. • Η φάση ΙΙΙ θα περιορίσει το δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. • Η φάση IV θα διαιρέσει τις τρέχουσες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα. Ένας δεύτερος θεσμός, ένας «προϊστάμενος εισαγγελέας», θα είναι η μόνη αρχή που θα μπορεί να προσαγάγει τους πολιτικούς στη δικαιοσύνη.
Αυτή η μεταρρύθμιση θα αλλάξει τελείως τη φύση του Ισραήλ. Υποστηρίζεται ανοιχτά από δύο δεξαμενές σκέψης, το Kohelet Policy Forum και το Law and Liberty Forum. Το τελευταίο είναι εμπνευσμένο από μία από τις ομάδες που αποτελούν στις Ηνωμένες Πολιτείες την Federalist Society, την ένωση που έγραψε μυστικά το USA Patriot Act και το επέβαλε με αφορμή τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [1]. Το Law and Liberty Forum χρηματοδοτείται από το Tikvah Fund με πρόεδρο τον Ισραηλινοαμερικανό νέο συντηρητικό Elliott Abrams (γνωστό για τον ρόλο του στην υπόθεση Ιράν-Κόντρας και σε μια σειρά πραξικοπημάτων στην Λατινική Αμερική) [2].
Η Federalist Society και το Law and Liberty Forum έχουν για στρατηγική να αλλάξουν τη νομολογία αλλάζοντας τους δικαστές [3]. Σε τριάντα χρόνια, η Federalist Society κατάφερε να δικαιολογήσει νομικά τον νεοφιλελευθερισμό, να περιορίσει τις δυνατότητες προσφυγής κατά των μεγάλων εταιρειών, να αποδημήσει τον τρόπο με τον οποίο το Δημοκρατικό Κόμμα είχε φανταστεί την καταπολέμηση των διακρίσεων και το δικαίωμα στην άμβλωση, να εμποδίσει τις ΗΠΑ να προσχωρήσουν σε πολλές διεθνείς συνθήκες και, τέλος, να μετασχηματίσει την ισορροπία των εξουσιών των ΗΠΑ έτσι ώστε ο πρόεδρος να μπορεί να διεξάγει τους πολέμους που επιθυμεί και να επιτρέπει τα βασανιστήρια [4].
Η πρωτοτυπία της μεθόδου της Federalist Society ήταν να ερμηνεύσει εκ νέου τις αρχές του αγγλοσαξονικού δίκαιου. Με βάση τα γραπτά του φιλοσόφου Λέο Στράους, αντικατέστησε το «φυσικό δίκαιο» με το «θετικό δίκαιο». Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν ήθελε να απορρυθμίσει την οικονομία, αλλά τον περιόριζε το Δίκαιο και δεν μπορούσε. Ένας θεωρητικός της Federalist Society, ο καθηγητής Ρίτσαρντ Επστάιν υποστήριξε τότε ότι η ιδιοκτησία δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του θετικού δικαίου, δηλ. στις συμβάσεις που είχαν καταρτιστεί από τους νομοθέτες, αλλά στο φυσικό δίκαιο, δηλ. ότι θεσπίστηκε από τον Θεό. Ωστόσο, οποιαδήποτε ρύθμιση μιας οικονομικής δραστηριότητας συνίσταται στο να περιορίζει το τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται ορισμένοι ιδιοκτήτες. Άρα κάθε ρύθμιση είναι μια απαλλοτρίωση που απαιτεί αποζημίωση. Έτσι, αν ένας νόμος, προς το συμφέρον της κοινότητας, επιβάλλει στους βιομηχάνους να παράγουν μόνο προϊόντα ορισμένης ποιότητας, περιορίζει το δικαίωμά ιδιοκτησίας τους, και επομένως πρέπει να αποζημιωθούν. Αυτή η ερμηνεία του Δικαίου επέτρεψε στον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν να αποδομήσει όλους τους υπαρκτούς οικονομικούς κανονισμούς.
Τα περισσότερα μέλη της Federalist Society είναι απλώς συντηρητικοί νομικοί ή ελευθεριακοί. Δεν ασχολούνταν παρά μόνο με το οικογενειακό και τα οικονομικό δίκαιο. Ωστόσο, στο κόρφο αυτής της ένωσης, μια μικρή ομάδα αναμείχτηκε στη διεθνή πολιτική. Είναι αυτή η ομάδα που επηρεάζει το Ισραήλ σήμερα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατάφερε πρώτα να κάνει να θριαμβεύσει η «αμερικανική εθνική εξαιρετικότητα» [5].
Αυτή η σχολή σκέψης αρνείται να εφαρμόσει τις διεθνείς συνθήκες στο εσωτερικό δίκαιο· κρίνει τη συμπεριφορά των άλλων με αυστηρότητα, αλλά απαλλάσσει ως θέμα αρχής τους ΗΠΑϊαίους που κάνουν το ίδιο· και αρνείται οποιαδήποτε διεθνής δικαιοδοσία να εμπλέκεται στις εσωτερικές υποθέσεις. Με μια λέξη, εκτιμά ότι, για θρησκευτικούς λόγους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι συγκρίσιμες με τα άλλα κράτη και δεν πρέπει να υπόκεινται σε κανένα διεθνή Νόμο. Αυτή η ιδεολογία των ΗΠΑ είναι απολύτως συμβατή με την πολιτική ερμηνεία της θεολογικής θεωρίας του «εκλεκτού λαού». Εάν, από θρησκευτική άποψη, ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι που στρέφονται προς τον Θεό επιλέχθηκαν από τον ίδιον, αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι άνισοι, οι Εβραίοι είναι πάνω από τους Εθνικούς (στα εβραϊκά, οι Εβραίοι είναι πάνω από τους «γκογίμ»).
Ο μεγάλος αγώνας αυτής της ομάδας της Federalist Society ήταν να ανατρέψει το «δόγμα της μη ανάθεσης». Οι ΗΠΑϊοι νομικοί θεωρούσαν ότι, σύμφωνα με την διάκριση των συνταγματικών εξουσιών, η Εκτελεστική Εξουσία δεν καταπατά τα προνόμια της Νομοθετικής Εξουσίας. Από τώρα και στο εξής είναι το αντίθετο: η διάκριση των εξουσιών απαγορεύει στη Νομοθετική Εξουσία να παρεμβαίνει στις δραστηριότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας. Το Κογκρέσο χάνει έτσι την εξουσία του να ελέγχει τον Λευκό Οίκο. Με βάση αυτή την ταχυδακτυλουργία ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους μπόρεσε να ξεκινήσει μια σειρά πολέμων και να γενικεύσει τα βασανιστήρια.
Οι συνδέσεις μεταξύ αυτής της ομάδας της Federalist Society και του ισραηλινού Λικούντ δεν είναι νέες. Το 2003, ο Έλιοτ Έϊμπραμς διοργάνωσε τη Σύνοδο Κορυφής της Ιερουσαλήμ με το συμμετοχή σχεδόν όλων των ισραηλινών πολιτικών ομάδων. Ισχυρίστηκε ότι δεν θα υπάρξει ειρήνη στον κόσμο όσο το Ισραήλ δεν συντρίβει τις διεκδικήσεις των Παλαιστινίων [6].
Με αυτή τη λογική, μόλις σχηματίστηκε η κυβέρνηση Νετανιάχου, ο στρατηγός Άβι Μπλουθ, διοικητής των ισραηλινών δυνάμεων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, διένειμε ένα εγχειρίδιο στους αξιωματικού του: Αρκούδες στο Ταμπού: Τα μυστικά των Λυτρωτών της γης από τον Πατέρα μας Αβραάμ έως τους Νέους Οικισμούς (Ours in Tabu : The Secrets of Land Redeemers From Our Father Abraham to the Young Settlements). Παρουσιάζει ως θεϊκή βούληση την κατοχή της Παλαιστίνης από τους Εβραίους, είτε με αγορές της γης, είτε με τη βία, από του Αβραάμ έως τους παράνομους οικισμούς.
Η πρώτη ορατή συνέπεια αυτής της στροφής και αυτής της προπαγάνδας συνέβη στη Δυτική Όχθη όταν 400 άποικοι υπό τον Har Bracha επιτέθηκαν στην πόλη Huwara. Σκόπευαν να πάρουν εκδίκηση για τη δολοφονία δύο Ισραηλινούς, υποτίθεται από Παλαιστινίους αυτής της τοποθεσίας. Για πέντε ώρες λιθοβολούσαν τους κατοίκους, έκαψαν εκατοντάδες αυτοκίνητα και 36 σπίτια. Κάτω από τα μάτια του ισραηλινού στρατού που απέκλεισε το χωριό για να εμποδίσει τους κατοίκους του να τραπούν σε φυγή, έγιναν σφοδρές μάχες εναντίον τους, αφήνοντας περισσότερους από 400 τραυματίες και έναν νεκρό. Μακριά από το να καταδικάσει αυτή τη βία, ο υπουργός των οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριχ, εξέφρασε τη λύπη του γιατί ιδιώτες αναγκάστηκαν να κάνουν, όπως πιστεύει, αυτό που είναι ευθύνη της πολιτείας: ήτοι, να «εξολοθρεύσει» αυτό το χωριό.
Στις δηλώσεις των ηγετών του, ο κυβερνητικός συνασπισμός, ήδη συνένοχος σε αυτές τις καταχρήσεις, ανακοίνωσε ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα του κράτους για να τις επεκτείνει σε ολόκληρο τον αραβικό πληθυσμό, όχι μόνο στους Παλαιστίνιους, αλλά και στους Άραβες.
Οι μαζικές διαδηλώσεις διαδέχονται η μία την άλλη στο Ισραήλ, ενώ οι ξένοι πολιτικοί υπέρ του Ισραήλ πολλαπλασιάζουν τις προειδοποιήσεις. Τίποτε δεν αλλάζει. Η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Μπεζαλέλ Σμότριχ θεωρεί τους Άραβες σαν άγρια θηρία που πρέπει να εξημερωθούν με τη βία. Αλλά ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, αντιμετωπίζει το ζήτημα από άλλη οπτική γωνία. Για το ίδιο, ο Θεός έδωσε τη γη στους Εβραίους που πρέπει να διώξουν τους Άραβες καταληψίες. Ανεξάρτητα από τις διάφορες γνώμες, όλα τα μέλη του συνασπισμού συμφωνούν σε ένα σημείο: η κυβέρνηση είναι κυρίαρχη και δεν πρέπει να περιορίζεται στη δράση της από νόμους. Αυτό ταιριάζει απόλυτα στον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος βρίσκεται υπό τη πίεση μερικών δικαστικών ερευνών σε βάρος του.
Το τι παίζεται στο Ισραήλ δεν αφορά μόνο τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους. Ο Έλιοτ Έϊμπραμς είναι ένας ιστορικός Στραουσιστής, ακόμη περισσότερο από ό, τι είναι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, και η αναπληρώτριά του, Βικτόρια Νούλαντ. Είναι επομένως προβλέψιμο ότι αν συνεχίζεται η «μεταρρύθμιση» του ισραηλινού δικαστικού συστήματος, το νέο καθεστώς θα ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις θέσεις των Στραουσιστών. Προς το παρόν, το Ισραήλ αρνείται να στείλει όπλα στην Ουκρανία σύμφωνα με την αρχή του στρατηγού Μπένι Γκαντς: «Κανένα ισραηλινό όπλο δεν πρέπει να φτάσει στους σφαγιαστές των Εβραίων». Ο κίνδυνος μιας συμμαχίας μεταξύ των Ουκρανών «ακραίων εθνικιστών», των «Στράουσιστών» ΗΠΑϊών και των Ισραηλινών «Ρεβιζιονιστών Σιωνιστών» δεν ήταν πότε τόσο μεγάλος [7]. Βέβαια, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν στον Υπουργό Οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριχ, να έρθει στην επικράτειά τους. Εξακολουθούν να τιμωρούν τα ρατσιστικά του σχόλια, αλλά για πόσο καιρό;