Η Κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο του νέου Πτωχευτικού Κώδικα
Το σχέδιο ρυθμίζει σε ένα ενιαίο νομοθέτημα όλες τις σχετικές διατάξεις, εντάσσοντας σε αυτό τόσο την πτώχευση των φυσικών προσώπων, καταργώντας τον ν. 3869/2010 (νόμο Κατσέλη), όσο και τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των χρεών.
Σε αντίθεση όμως με τις προσδοκίες που δημιουργεί ο παραπάνω τίτλος, ήδη το πρώτο άρθρο του Σχεδίου σπεύδει να προσγειώσει στη διαφορετική πραγματικότητα. Μόνος σκοπός της πτώχευσης διακηρύσσεται σε αυτό, σε συνέπεια εξάλλου με τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, η όσο το δυνατόν ταχύτερη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη χάριν της ικανοποίησης των πιστωτών. Ούτε η ένταξη της πτώχευσης των φυσικών προσώπων ούτε η ενωσιακή απαίτηση για προληπτική αναδιάρθρωση και διάσωση των επιχειρήσεων, στάθηκαν τελικά ικανές να διευρύνουν πέραν αυτής τους ορίζοντες και στόχους του Σχεδίου.
Όσον αφορά λοιπόν τα φυσικά πρόσωπα στο σχέδιο η πτώχευσή τους υπακούει στους ίδιους κανόνες με αυτούς της επιχειρησιακής. Παρά όμως τα πολλά κοινά που έχει η πτώχευση των επιχειρήσεων με αυτή των φυσικών προσώπων, δεν παύουν αυτές να έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, τόσο στους σκοπούς όσο και στα μέσα. Η επιχείρηση, αν δεν είναι οικονομικά βιώσιμη, οδηγείται μοιραία στη διάλυση. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι προσέγγιση για το φυσικό πρόσωπο.
Η πτώχευση των φυσικών προσώπων έχει κατ’ εξοχήν κοινωνικό χαρακτήρα, σκοπό να διασφαλίσει την επάνοδο του οφειλέτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, με τη διαμόρφωση προϋποθέσεων, οι οποίες θα εξασφαλίζουν στον οφειλέτη και την οικογένειά του ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Οι θετικές επιπτώσεις του θεσμού στην οικονομία περνάνε μέσα από την αποκατάσταση του οφειλέτη. Δεν είναι, γι΄ αυτό, τυχαίο ότι εννέα στις έντεκα ευρωπαϊκές χώρες που εισήγαγαν την τελευταία δεκαετία νομοθεσία για την πτώχευση των φυσικών προσώπων επέλεξαν – προκειμένου ακριβώς να αναδείξουν τους ιδιαίτερους σκοπούς και ανάγκες προστασίας – να το επιχειρήσουν σε ένα ξεχωριστό από τον πτωχευτικό κώδικα νόμο.
Το κυβερνητικό σχέδιο οργανώνει και την πτώχευση των φυσικών προσώπων με μοναδική μέριμνα, τελικά περισσότερο και από ότι ισχύει για τις επιχειρήσεις, την ταχεία ρευστοποίηση της περιουσίας τους. Η έναρξή της μπορεί να γίνει πλέον και με αίτηση του πιστωτή, δίχως τη θέληση του οφειλέτη, ο οποίος υποχρεούται να αποδώσει στον σύνδικο μέσα σε έξι μήνες την κατοχή της κατοικίας του. Η δυνατότητα του οφειλέτη να εξαιρέσει τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας του, διατηρώντας ένα αντίστοιχο της αξίας της μέρος των χρεών, όπως την προβλέπουν άλλα πτωχευτικά δίκαια ή τη γνωρίσαμε από το ν. 3869/2010, δεν υφίσταται πλέον.
Θα πρέπει να ανατρέξει κανείς, πέρα από τον κορμό του κώδικα, στις μεταβατικές του διατάξεις για να βρει κάποιες ρυθμίσεις με κοινωνική αναφορά. Μία περιορισμένη κατηγορία ευάλωτων οφειλετών, δηλαδή αυτοί που σήμερα δικαιούνται επίδομα ενοικίου, θα μπορούν, όταν συσταθεί ένας ιδιωτικός φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης, να αιτηθούν την αγορά από αυτόν της κατοικίας τους, προκειμένου να τους την εκμισθώσει και να μπορούν εντός δωδεκαετίας να την επαναγοράσουν. Τα κρίσιμα ζητήματα παραπέμπονται σε υπουργικές αποφάσεις και στη σύμβαση του Δημοσίου με τον φορέα, καθιστώντας τελικά ασαφή την ίδια την ύπαρξη αλλά και το περιεχόμενο του δικαιώματος. Είναι, ωστόσο, βέβαιο, με βάση τα εισοδηματικά και χρονικά κριτήρια που τίθενται, ότι ακόμη και αυτοί που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, δυσχερώς θα είχαν ως ρεαλιστική προοπτική τη δυνατότητα επαναγοράς του ακινήτου τους. Δυσχερώς, άλλωστε, και ο εν λόγω ιδιωτικός φορέας θα μπορούσε να αναπτύξει την κερδοσκοπική του δράση, δίχως υψηλή μισθωτική εκμετάλλευση, δυσμενείς αξίες για τον οφειλέτη ή την επιχορήγηση – συγκαλυμμένη μέσα από την εγγύηση – του Δημόσιου.
Η παροχή της δεύτερης ευκαιρίας προϋποθέτει τη διαφύλαξη συνθηκών που διευκολύνουν την ουσιαστική ευδοκίμησή της. Εμπειρικές και οικονομετρικές μελέτες άλλων χωρών επιβεβαιώνουν ότι μία πτώχευση, η οποία περιλαμβάνει τη βίαιη απώλεια της κατοικίας, οδηγεί σε πολλαπλάσιο ποσοστό στην αποτυχία της οικονομικής και κοινωνικής επανένταξης σε σχέση με εκείνη που τη διαφυλάττει. Γι’ αυτό και η Οδηγία 2019/1023 για την αναδιάρθρωση και αφερεγγυότητα, επιφυλάσσει, με το άρθρο 23, στα εθνικά συστήματα τη δυνατότητα προστασίας της κύριας κατοικίας του αφερέγγυου εμπόρου με τη δυνατότητα εξαίρεσής της από τη ρευστοποίηση.
Για πρώτη φορά, εφόσον το Σχέδιο γίνει νόμος, οποιοσδήποτε πιστωτής, δίχως να χρειάζεται ο ίδιος να αναμιχθεί ιδιαίτερα, θα έχει απέναντι σε μισθωτούς, αγρότες, επαγγελματίες, άνεργους, τη δυνατότητα να αιτείται και να επιτυγχάνει, με συνοπτικές διαδικασίες, τη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας τους. Στις περιπτώσεις δε που αυτή θα καταλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η επαγγελματική υπόσταση των οφειλετών (λ.χ. αγροτών), η «δεύτερη ευκαιρία» μοιραία θα αποδεικνύεται εφιαλτική. Το Σχέδιο δεν παρέχει μία προοπτική «εξυγίανσης» για τα φυσικά πρόσωπα, στην οποία θα επιτυγχάνονται η βέλτιστη ικανοποίηση των πιστωτών και η διαφύλαξη της κοινωνικής και οικονομικής υπόστασης των οφειλετών.
Η επιλογή της αντικατάστασης του σύγχρονου και δεκτικού των όποιων βελτιώσεων υφιστάμενου πτωχευτικού κώδικα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε με τις διατάξεις για την πτώχευση των επιχειρήσεων. Σε μία διεθνή συγκυρία, όπου το βάρος της πολιτικής μετατίθεται στις προσπάθειες εξυγίανσης και στήριξης των επιχειρήσεων, σε πολλές χώρες μάλιστα με αναστολή των πτωχευτικών διατάξεων στις επιχειρήσεις που επλήγησαν από την υγειονομική κρίση, το Σχέδιο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση της θέσπισης και παραγωγής τεκμηρίων και κινήτρων για τη διευκόλυνση της πτώχευσης.
Αυτό που τελικά προβάλλεται ως το σημαντικό στοιχείο του Σχεδίου, δηλαδή ότι ενώνει όλες τις σχετικές διατάξεις σε ένα νομοθέτημα, τελικά εξηγεί και την ανεπάρκειά του. Το Σχέδιο αποτυγχάνει ακριβώς σε αυτό: να συμπεριλάβει, να ενώσει και να συνθέσει όλους τους τους σκοπούς και τις ανάγκες που οφείλουν να υπηρετούν οι θεσμοί της πτώχευσης. Ανισομερώς επικεντρώνεται στη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικότερου και γρηγορότερου εργαλείου ρευστοποίησης για την ικανοποίηση των πιστωτών. Γι’ αυτούς λοιπόν και η «Παροχή Ευκαιρίας».