«Η κυβέρνηση μας πίεσε να δοθεί η εικόνα ότι ξεμπερδέψαμε με τον κορωνοϊό», λέει ο Τ.Παναγιωτόπουλος
Τον διακοσμητικό ρόλο της επιτροπής των «ειδικών» του υπουργείου Υγείας επιβεβαίωσε με δηλώσεις του ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας, Τάκης Παναγιωτόπουλος, καθώς αποκάλυψε πως η κυβέρνηση, αλλά και τα ΜΜΕ, πίεσαν ώστε να εμφανιστεί μια ωραιοποιημένη εικόνα σε σχέση με τον κορωνοϊό.
«Υπήρξε μια πίεση από πολλά μέσα ενημέρωσης και από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη να δοθεί η εικόνα ότι ξεμπερδέψαμε από τον κορωνοϊό. Αυτό ήταν μέγα λάθος», υπογράμμισε.
«Πληρώνουμε το λάθος μήνυμα για τις μάσκες»
«Έγινε πέρσι και έγινε και το Πάσχα, με την περίφημη κουβέντα «Πάσχα στο χωριό». Σαν να τελειώνουμε, που όλοι το θέλουμε, αλλά να κάνουμε την επιθυμία μας πραγματικότητα είναι ό,τι πιο ανόητο υπάρχει», τόνισε ο κ. Παναγιωτόπουλος και διευκρίνισε ποιες ήταν οι συστάσεις επιτροπής.
«Οι ακριβείς συστάσεις, της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων ήταν πολύ πιο μακριά από το τελειώσαμε με τις μάσκες ή πολύ περισσότερο, πετάμε τις μάσκες, οι οποίες είναι σύμμαχος, ακόμα και αν αποφασιστεί να φύγουν, δεν θα τις πετάξουμε. Κυριάρχησε αυτό το μήνυμα σε πολλά μέσα ενημέρωσης, πολύ λανθασμένα και πληρώνουμε ένα μέρος αυτή την στιγμή».
Ο κ. Παναγιωτόπουλος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, επανέλαβε: «Συνεχίζουμε να φοράμε μάσκες σε εσωτερικούς χώρους, συνεχίζουμε να τις φοράμε σε εξωτερικούς χώρους όπου δεν είναι δυνατή η τήρηση της απόστασης των 2 μέτρων και περισσότερο. Όπου δεν υπάρχει συνωστισμός μπορούμε να μην τις χρησιμοποιούμε. Όλα αυτά δεν ισοδυναμούν με το τελειώνουμε με τις μάσκες».
Για τον εμβολιασμό
Σε σχέση με την επικοινωνιακή διαχείριση και την προσπάθεια πειθούς για την ανάγκη του εμβολιασμού, ο καθηγητής σημειώνει πως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και ότι «ο αυτόματος πιλότος βοηθάει. Είδα ότι θα εμπλακεί η αυτοδιοίκηση με έναν επιχειρησιακό τρόπο, όχι ουσιαστικά. Στα νοσοκομεία πρέπει να γίνει κουβέντα ένας προς έναν. Η μεγάλη πλειονότητα έχουν ένα συγκεκριμένο ζήτημα γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο δισταγμός τους. Για παράδειγμα, σε σχέση με το κατά πόσο επηρεάζει τις γυναίκες που επιθυμούν να κάνουν παιδί, η αρχική επιφύλαξη έχει προ πολλού αρθεί. Μάλιστα το, αντίθετο, αν μια γυναίκα έγκυος κολλήσει Covid-19, κινδυνεύει περισσότερο».
Σε σχέση με τον εμβολιασμό στα παιδιά και συγκεκριμένα στις ηλικίες 15-17 ετών, οι συστάσεις της επιτροπής, αναφέρει ο καθηγητής, είναι ότι τα παιδιά άνω των 15 ετών, μπορούν και πρέπει να εμβολιάζονται, γιατί «τα οφέλη υπερτερούν των προβλημάτων».
Είναι χρήσιμο ο καθένας να μιλήσει με τον γιατρό που τα παρακολουθεί, τονίζει ο κ. Παναγιωτόπουλος, να σταθμίσουν τα συν και τα πλην. Στα πλην είναι η παρενέργεια της μυοκαρδίτιδας. «Νομίζω ότι και τα παιδιά πρέπει να προχωρήσουν στον εμβολιασμό, αυτή είναι και η σύσταση της επιτροπής».
«Να εστιάζουμε στον εμβολιασμό των μεγαλύτερων»
Ωστόσο, επισημαίνει πως «σε αυτή την φάση οφείλουμε να εστιάζουμε περισσότερο στον εμβολιασμό των μεγαλύτερων, καθώς είναι πιο μεταδοτικό το νέο στέλεχος, όλοι μπορούν πιο εύκολα να μολυνθούν. Aκόμα δεν έχουμε τα δεδομένα, αν τείνει να κυριαρχήσει το νέο στέλεχος Δέλτα, αλλά είναι πολύ πιθανό. Όπου έχει βάλει πόδι το Δέλτα σε σύντομο χρονικό διάστημα έχει επικρατήσει. Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι η νόσος με την Δέλτα είναι ηπιότερη από τις προηγούμενες.
Επειδή έχουν μολυνθεί νεότερα άτομα, που νοσούν ηπιότερα, δεν έχουμε βαρύτερες περιπτώσεις, όχι επειδή είναι πιο ήπιο το στέλεχος. Το κύριο θέμα της εποχής είναι ότι τα άτομα 50 ετών και άνω πρέπει να σπεύσουν να εμβολιαστούν. Όποιος προπαγανδίζει ότι πρέπει να περιμένουμε φέρνει μεγάλο βάρος», ενώ προσθέτει ότι έχουν γίνει πάνω από 3 δισ. εμβόλια σε όλον τον κόσμο.
«Πρέπει να βρεθεί τρόπος να λειτουργούν τα σχολεία δια ζώσης»
Αναφορικά με την πιθανότητα νέων lockdown και πρόσθετων περιοριστικών μέτρων, ο κ. Παναγιωτόπουλος ξεκαθαρίζει πως «σε μια ταχέως εξελισσόμενη κατάσταση δεν αποκλείεται τίποτα, πρέπει να αξιοποιήσουμε και την εμπειρία άλλων χωρών και την δική μας για δυνατότητα πιο στοχευμένων μέτρων. Τα οριζόντια μέτρα μαρτυρούν μια αδυναμία να εφαρμοστούν μέτρα που χτυπούν πιο πολύ στην καρδιά και δεν διαλύουν την όλη κοινωνική, οικονομική και εκπαιδευτική ζωή. Υπάρχουν πολλά που μπορούν να συζητηθούν σε σχέση με τα σχολεία. Είμαστε από τις χώρες που έκλεισαν τα σχολεία το μεγαλύτερο διάστημα. Το μείγμα αυτό πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να λειτουργούν τα σχολεία δια ζώσης γιατί έχει βρεθεί ότι οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και στο μαθησιακό κομμάτι είναι πάρα πολύ σοβαρά».