Έναν αιώνα μετά τη Σμύρνη η Ελλάδα, η μάνα, καίγεται…
Εγκατάλειψη + Αστικοποίηση (+ Γεωπολιτική;) = Πυρ
Μαρτυρία πρώτη
Πριν λίγα χρόνια χάριν αναψυχής επιλέξαμε σιδηρόδρομο αντί αυτοκινήτου για μια διαδρομή στην Κεντρική Ελλάδα. Από την επικράτηση του Ι.Χ. όμως θα είχα και δεκαετίες να την διανύσω με τραίνο.
Οι εικόνες που αποκομίζεις ταξιδεύοντας πάνω στις ράγες είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες πάνω στην άσφαλτο. Ο αυτοκινητόδρομος διασχίζει περιοχές εξομαλυμένης, θα έλεγα κατά κάποιον τρόπο υποταγμένης, φύσεως, με όλες τις συναφείς εγκαταστάσεις διευκολύνσεων του ανθρώπου. Αντιθέτως, ο σιδηρόδρομος, σε πολλά σημεία σε φέρνει σε επαφή με την σχετικά ανόθευτη εγχώρια φύση.
Από το τελευταίο (σιδηροδρομικό) ταξίδι είχα στο μυαλό μου περιοχές αμιγώς είτε καλλιεργήσιμες είτε δασικές είτε αστικές. Με περίμενε οδυνηρή έκπληξη.
Οι πρώην καλλιεργούμενες γαίες ήταν εγκαταλελειμμένες σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και σε περιοχές που φημίζονταν για την αγροτική τους παραγωγή. Εκεί όπου ο μόχθος του γεωργού χάριζε καρπούς και, οπτικά, νοικοκυροσύνη, υπήρχαν χωράφια γεμάτα αγριόχορτα και ζιζάνια ύψους ενός μέτρου.
Εκεί όπου υπήρχε μεν δάσος αλλά παλαιά ήταν εμφανής η παρουσία του ανθρώπου με την ξύλευση και την βόσκηση, οι οποίες εξισορροπούσαν την δύναμη της Φύσεως να καταλαμβάνει τα πάντα εάν αφεθεί, επικρατούσε άναρχη βλάστηση, κυριολεκτικά μια ζούγκλα από περιπεπλεγμένα κλαδιά και χόρτα, σαν ντοκιμαντέρ από το Δάσος του Αμαζονίου.
Σε ορισμένα σημεία της διαδρομής, που τώρα έχουν εγκαταλειφθεί, ο συρμός διερχόταν μέσα από ένα πράσινο τούνελ παραμερίζοντας κλαδιά, με τον μηχανοδηγό αναγκαστικά να μειώνει ταχύτητα.
Εμφανέστατη επίσης η εγκατάλειψη από τον ρημαγμένο από τον συνδικαλισμό ΟΣΕ, ο οποίος παλαιά συντηρούσε την γραμμή και τις περιοχές που διερχόταν, όσο και τους, υπέροχους, πετρόκτιστους σταθμούς, σήμερα ερείπια.
Η παρακμή και η εγκατάλειψη σου μάτωνε την καρδιά.
Επιστρέφοντας και μπαίνοντας στην Αττική, από την Οινόη μέχρι και τις Αφίδνες, διάσπαρτες πολυτελείς κατοικίες με στιβαρές περιφράξεις στιγμάτιζαν σαν οικιστικές «κουτσουλιές» το άλλοτε αδιάκοπο δάσος. Προσεγγίζοντας τον Άγιο Στέφανο, άρχιζαν και τα αθέατα από τους κεντρικούς δρόμους συγκροτήματα μαιζονετών.
Όλη η έντονη οικιστική δραστηριότητα είχε λάβει χώρα μέσα στις δασικές εκτάσεις των παρυφών της Πάρνηθος, με κατεύθυνση προς την κορυφή της.
Η Βόρεια Αττική, όπως και όλη η υπόλοιπη, είχε εποικισθεί ραγδαίως. Ποιοι μένουν εκεί; Διπλανοί μας. Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς. Εσείς κι εγώ που πλουτίσατε σε σύντομο χρονικό διάστημα και θέλετε να απομακρυνθείτε από την μάζα της μεγαλούπολης.
Ανέγγιχτο έμενε μόνο το κομμάτι της που αποτελούσε το βασιλικό κτήμα στο Τατόϊ και η εγγύς Βαρυμπόμπη. Μέχρι που οι νταραβεριτζήδες Μητσοτάκηδες ήρθαν με σχέδια «αξιοποιήσεως». Και οι γνωστοί, που δεν πήραν μερίδιο από το Ελληνικό, άρχισαν να ονειρεύονται εκεί μπουτίκ ξενοδοχεία, καφετέριες, μπαρ, φαγάδικα και πολυτελή συγκροτήματα κατοικιών με ρεκλάμα «Δίπλα στο Κτήμα!».
Μαρτυρία δεύτερη
Πριν δυο χρόνια. Τέλος χειμώνα, αρχές ανοίξεως, ακόμα μικρή μέρα – μεγάλη νύχτα. Φίλος τρελαμένος απ’ τη δουλειά, με αφορμή μιαν υποχρέωση λακίζει και γυρεύει παρέα. «Είσαι;». Είμαι.
Προορισμός, Λίμνη του Μόρνου, Εύηνος, Ορεινή Ναυπακτία. Δεν θα σας κάνω περιηγητική αφήγηση. Το γράφω μόνο για να μεταφέρω ότι στον γυρισμό, αργά το βράδυ, έπαιζα ένα εσωτερικό παιγνίδι. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε, προσπαθούσα να μετρήσω πόσα φώτα κατοικιών ήταν αναμμένα. Τα αποτελέσματα αποκαρδιωτικά. Πέντε, τρία, δύο, κανένα. Σε πολλά, μόνο τα δημόσια φώτα. Τζάμπα καίει η λάμπα…
Προσπαθούσα επίσης στην διέλευση από τα έρημα χωριά να εντοπίσω ίχνη ζωής στην παρουσία έστω αδέσποτων, σκύλων ή γάτων. Μάταιος κόπος… Τα ζωντανά αυτά δεν είναι αγρίμια, χρειάζονται και επιζητούν την ανθρώπινη παρουσία. Αντίθετα, πλήθος αλεπούδες, άφοβες πλέον από την ανθρώπινη απουσία, συχνά περνούσαν αστραπιαία στον δρόμο, προκαλώντας απότομα φρεναρίσματα.
Όταν φεύγουν οι άνθρωποι κυριαρχούν τα ζαγάρια.
Παρένθεση: Στην Πολιτική συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Συμπέρασμα και από τις δυο μαρτυρίες: Η πεδινή ύπαιθρος χώρα είναι ημιθανής και η ορεινή νεκρή. Αναβιώνει στιγμιαία για τα πανηγύρια τον Αύγουστο.
Ο Έλληνας είχε προαιωνίως βιωματική και υπαρξιακή σχέση με την γη. Ως φιλόπονος μέρμηγκας την καλλιεργούσε, την πονούσε, την πρόσεχε, αυτή τον ταλαιπωρούσε αλλά και τον αντάμειβε.
Αυτή τον ζούσε, αυτήν, γι’ αυτόν τον λόγο, υπερασπιζόταν. Τα πολεμικά ανδραγαθήματα του Γένους υπέρ βωμών και εστιών γι’ αυτό επισυνέβησαν.
Το ελληνικό στοιχείο επεβίωσε για χιλιετίες δουλείας αποσυρόμενο στα δύσβατα και ζώντας σκληρά, διατηρώντας όμως την καθαρότητα του αίματος που οι ανόητοι λοιδορούν, την πολιτισμική ιδιοπροσωπεία, την επίγνωση της κληρονομιάς ενός σπουδαίου παρελθόντος και για τούτα το αδάμαστο πνεύμα ελευθερίας που έφερε την Παλιγγενεσία.
Τον πρώτο αιώνα μετά την Απελευθέρωση η Ελλάδα είχε ομαλή χωροταξικά πληθυσμιακή κατανομή. Στην πρωτεύουσα Αθήνα κατοικούσε ένα μικρό κλάσμα του πληθυσμού. Συνέβησαν τρία κύματα βιαίων αστικοποιήσεων.
Πρώτον, το 1922, με την εισροή 1,5 εκατ. Μικρασιατών, όμως παρότι μεγάλο μέρος του έγινε προλεταριάτο των μεγάλων αστικών κέντρων, άλλο τόσο εμπλούτισε την Βόρειο χώρα.
Δεύτερον, το 1947-49, όταν η Ύπαιθρος εκκενώθηκε και οδήγησε χιλιάδες «ανταρτόπληκτους», έτσι τους έλεγαν, στις πόλεις, για να ελεγχθεί η ένοπλος κομμουνιστική ανταρσία εκείνων που προχθές πούλησαν την Μακεδονία για να ολοκληρώσουν την τότε ανθελληνική αποστολή τους, και σήμερα σας λένε ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα με την φωτιά.
Όμως τα δυο αυτά κύματα δεν είχαν διαβρώσει το παραγωγικό ήθος.
Τρίτον και μοιραίο, μετά το 1981, όταν το ΕαμοΠΑΣΟΚ έφερε στις πόλεις εκατοντάδες χιλιάδες χωριάτικη πλέμπα διορισμένους στο Δημόσιο. Αυτό που βαφτίστηκε «αβαθής αστική τάξη» δρομολόγησε την δημιουργία μιας κοινωνίας καταναλώσεως και υπηρεσιών ερημώνοντας καταλυτικά την ύπαιθρο. Αυτό, δημιούργησε τους τζίτζικες.
Κοντά τους εξοβελίστηκαν και οι νοικοκυραίοι χωρικοί, οι οποίοι διαλύθηκαν από την άνευ όρων και προστασίας είσοδο στην ΕΟΚ και, οικονομικά κατεστραμμένοι, γύρεψαν κι αυτοί διορισμό ενισχύοντας επίσης την αστική διόγκωση.
Δεν παραγνωρίζεται η παγκόσμιος τάση για αστικοποίηση, πριν λίγα χρόνια το σύνολο του πληθυσμού που κατοικεί σε πόλεις υπερέβη το φράγμα του 50% και οδεύει στο 75% για το 2050. Ούτε συζητούμε με ανέφικτους όρους επιστροφής σε μιαν Ελλάδα του 1900, με το 95% του πληθυσμού γεωργοκτηνοτρόφους. Αποτελεί αντικείμενο σημειώματος ειδικά με ποιον τρόπο θα μπορούσε να αναζωογονηθεί, σε έναν βαθμό και όχι βέβαια όπως κατά το παρελθόν των ρωμαλέων πληθυσμιακά κοινοτήτων, η ύπαιθρος.
Γιατί από την φωτιά και τα άλλα φυσικά φαινόμενα την φυλάει κυρίως η ανθρώπινη παρουσία και μέριμνα. Έχει τύχει να γνωρίσω παλαιούς ρητινοσυλλέκτες της Βορείου Ευβοίας. Τότε, δεν καιγόταν. Αλλά και οι συνεχείς φωτιές στην Καλιφόρνια οφείλονται στην Αριστερά που την διοικεί δεκαετίες και έχει απαγορέψει με βλαμμένη, δήθεν οικολογική ιδεοληψία κάθε υλοτόμηση, η οποία καθάριζε τα δάση από τα ξερά δένδρα, τέλεια προσανάμματα, και τα αραίωνε, αποτρέποντας πυρκαγιές.
Τούτη τη στιγμή οι κρίσεις είναι δύσκολες. Αλλά και μέσα στην καταστροφή είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να ξεφεύγουμε σε λανθασμένες ερμηνείες.
Τα αδήριτα δεδομένα είναι :
Ένα, στην Αττική κατοικούν περίπου τα έξι από τα δέκα εκατομμύρια του πληθυσμού και λαμβάνει χώρα το 57% της οικονομικής δραστηριότητος. Αυτό, και όχι η απάτη της κλιματικής αλλαγής, δημιουργεί ασφυκτικές οικιστικές ανάγκες και περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Και για να απαντήσω στο πρόσφατο ερώτημα εδώ «πότε θα σταματήσουμε να σκουπίζουμε στάχτες;»:
Αν η τάση αυτή δεν αντιστραφεί, απλά και ό,τι μείνει από την τωρινή καταστροφή κάποια στιγμή θα ακολουθήσει.
Το 1864 το Όρος Πεντέλη κάηκε ολοσχερώς. Πιθανώς αυτανεφλέγη λόγω παλαιότητος, εμείς πεθαίνουμε αμετάκλητα, η Φύση πεθαίνει και αναγεννάται με καταστροφές. Καθώς επί έναν αιώνα δεν υπήρχαν οικιστικές ή επιχειρηματικές βλέψεις η βλάστηση αποκαταστάθηκε πλήρως. Τα τελευταία τριάντα χρόνια το όρος έγινε πόλη.
Η Θεσσαλονίκη είναι ένα αντίγραφο της Αθήνας σε μικρότερη κλίμακα, έχοντας συγκεντρώσει αντίστοιχα όλη την Βόρειο Ελλάδα. Παλαιά η Δυτική Πόλη έφθανε μέχρι τα Λαδάδικα και το λιμάνι και τώρα φθάνει στα Μάλγαρα, που λέει ο λόγος. Οι συνεχείς φωτιές στο Σέϊχ Σου αποδεικνύουν την οικιστική πίεση.
«Μικρές Αθήνες» έχουν γίνει τοπικά και όλες οι πρωτεύουσες νομών, συγκεντρώνοντας εκεί όλα τα χωριά του νομού που έχουν ερημώσει.
Δύο, εκτός από λίγα καλλιεργημένα κομμάτια, η υπόλοιπη χώρα είναι μια εγκαταλελειμμένη από την ανθρώπινη φροντίδα γη κυριαρχούμενη από άτακτη βλάστηση. Στην οποία, αν κάποιος άναβε ένα σπίρτο στην Λάρισα, στο κέντρο της χώρας, ανάλογα με τον άνεμο
– αν φυσούσε από δυτικά θα έκαιγε όλη τη χώρα μέχρι τις Καστανιές Έβρου
– κι αν φυσούσε από βόρεια θα έκαιγε όλη τη χώρα μέχρι την Φοινικούντα.
Αν φυσικά αυτός ο «κάποιος» είχε και γεωπολιτικές επιβουλές κατά της χώρας θα επέλεγε την ώρα του χειρότερου επί δεκαετίες καύσωνος.
Τρία, με την εγωιστική τάση που κυριάρχησε μετά το 1981, όταν χάθηκε το «όλον» και επικράτησε το «εγώ», όπως μόλις κάποιος ασθενήσει ζητά από το κράτος να του έχει δυο γιατρούς και πέντε νοσοκόμες, έτσι ζητάνε και από ένα πυροσβεστικό αεροπλάνο για κάθε γειτονιά. Αυτό, δεν γίνεται πουθενά, ούτε στην τέως μητέρα του κρατισμού, σήμερα η Σιβηρία καίγεται αβοήθητη. Φυσικά το επίπεδο διαχειρίσεως και ανταποκρίσεως του κρατικού μηχανισμού διαφέρει.
Καταπώς είπε η Ζωή Κωνσταντοπούλου, «αν με τον κορωνοϊό ήταν υπουργός Υγείας ο Πολάκης, θα είχαμε πεθάνει όλοι».
Είμαι ο τελευταίος που θα υπερασπίσει τον Μητσοτάκη αλλά αν ήταν ο Τσίπρας πρωθυπουργός θα είχαν καεί χιλιάδες. Είναι η διαφορά ανάμεσα σε ανθρώπινες ποιότητες, στην έστω μετρίως ικανή αστική τάξη και την αθλιότητα του λούμπεν και μη προλεταριάτου.
Απλά επειδή κάθε εξέλιξη της ανθρωπότητος δυστυχώς βάφεται με αίμα, οι νεκροί στο Μάτι διαμόρφωσαν ένα καταστροφικό πολιτικό κόστος για την εξουσία και έφεραν ως πρωταρχική την σημερινή μέριμνα για την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Εν κατακλείδι, πλέον ο μέρμηγκας εξέλειπε και η σχέση των συγχρόνων Ελλήνων με τη γη είναι εγωιστικά αρπακτική και τουριστική. Δεν την βλέπουν ως την μάνα που μας ζει αλλά είτε ως ένα κομμάτι η κατοχή του οποίου θα προσφέρει κοινωνική καταξίωση είτε ως ένα τουριστικό αξιοθέατο. Ο τζίτζικας της απόλαυσης. Γι’ αυτό, μπορεί να θρηνούμε. Αλλά τουλάχιστον να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, να αποδεχόμαστε τι πραγματικά συμβαίνει.
Διότι η Φύση αγαπά τους φυγόπονους για λίγο, μόνο.