Δείτε αναλυτικά
Πλήθος μεταβλητών, όπως το προσδόκιμο ζωής και τα έτη συσσώρευσης εισφορών θα καθορίζουν το ύψος των μελλοντικών επικουρικών συντάξεων, όπως προβλέπει η νέα απόφαση του υπουργού εργασίας Γιάννη Βρούτση. Η απόφαση κατ΄εφαρμογή του πρόσφατου ασφαλιστικού νόμου οριοθετεί τον τρόπο υπολογισμού για όλους τους ασφαλισμένους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για την περίοδο ασφάλισης από 1/1/2015 και εφεξής.
Ο νέος τρόπος υπολογισμού αγγίζει ουσιαστικά τους νέους ασφαλισμένους καθώς όσα περισσότερα χρόνια ασφάλισης έχει ο εργαζόμενος μετά το 2015 τόσο πιο πολύ επηρεάζεται από τον αλγόριθμο υπολογισμού στο πλαίσιο του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC).
Σύμφωνα με τους ειδικούς ο νέος τρόπος υπολογισμού επιφέρει μεγάλες μειώσεις στις επικουρικές σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα για όσους έχουν διανύσει λίγα χρόνια ασφάλισης. Αντίθετα ευνοεί όσους μετρούν πολλά χρόνια ασφάλισης οι οποίοι μπορούν να προσδοκούν υψηλότερες επικουρικές.
Αυτές οι εκτιμήσεις στηρίζονται στο δεδομένο ότι οι σημερινές επικουρικές συντάξεις θα αυξηθούν στις 2 Ιουνίου επιστρέφοντας στα προ δραματικών περικοπών επίπεδα του 2016. Πριν δρομολογηθούν οι αυξήσεις ακολουθώντας την απόφαση του ΣτΕ, οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι παρά τις μειώσεις που φέρνει ο νέος τρόπος υπολογισμού, οι νέες επικουρικές και πάλι θα είναι υψηλότερες από τα επίπεδα που είχαν κατρακυλήσει το καλοκαίρι του 2016.
Κατά τα λοιπά, ο τρόπος υπολογισμού της νέας επικουρικής παραμένει ίδιος ως ίσχυε στο νόμο Κατρούγκαλου. Ειδικότερα, ο νέος τρόπος υπολογισμού του ποσού της επικουρικής ισχύει εξ ολοκλήρου για τους εργαζόμενους που ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1/1/2014 και μετά. Για όσους ασφαλίστηκαν πρώτη φορά μέχρι την 31.12.2013 και καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2015 και εφεξής κι εφόσον συγχρόνως η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από 1.1.2015 και εφεξής, ισχύει μεικτό σύστημα:
– το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2014 υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% επί των συντάξιμων αποδοχών που υπεβλήθησαν σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης και
– το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2015 και εφεξής υπολογίζεται σύμφωνα με τον νέο αλγόριθμο.
Σύμφωνα με ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης, ο νέος μεικτός τρόπος υπολογισμού οδηγεί σε επικουρικές συντάξεις της τάξης των 160 ευρώ – 190 ευρώ για τραπεζουπαλλήλους, δημοσίους υπαλλήλους, υπαλλήλους Ταμείων και γενικώς όσους έχουν πάνω από 35 έτη ασφάλισης στην επικούριση σε όλα τα πρώην Ταμεία ιδιωτικού και Δημόσιου τομέα. Αντίθετα, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, μισθωτοί του πρ. ΙΚΑ θα πρέπει να περιμένουν μια επικουρική σύνταξη, η οποία μεσοσταθμικά αναμένεται να κυμαίνεται στα 125-150 ευρώ, για όσους έχουν συντάξιμες αποδοχές κοντά στα 1.000 ευρώ.
Διατηρείται επίσης η ρήτρα του μηχανισμού εξισορρόπησης, όπως προβλέφθηκε το 2016. Βάσει του μηχανισμού, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται στην περίπτωση που αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα, το αποτέλεσμα θα προκύπτει αρνητικό, λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης. Κατά τη χρονική περίοδο αυξημένων εισφορών, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται στην περίπτωση που, αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα, το αποτέλεσμα είναι είτε αρνητικό είτε μικρότερο από το 0,5% των εισφορών, λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης. Χρήση περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου της Επικουρικής Ασφάλισης επιτρέπεται μόνον στην περίπτωση δημιουργίας ελλειμμάτων παρά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες στο πρ. ΕΤΕΑΕΠ εκκρεμούν περί τις 75.000 αιτήσεις από 1/1/2015 και μετά. Περίπου οι μισές προέρχονται από μισθωτούς του πρώην ΙΚΑ.
Ο νέος μαθηματικός τύπος υπολογισμού λαμβάνει υπόψη το φύλο, την ηλικία συνταξιοδότησης, το προσδόκιμο ζωής, τους πίνακες θνησιμότητας, τις συνολικές ετήσιες εισφορές του ασφαλισμένου, τα έτη συσσώρευσης εισφορών, το μέσο πλήθος προστατευόμενων τέκνων, την μέγιστη ηλικία τέκνου έως την οποία καταβάλλεται η μεταβιβαζόμενη σύνταξη, τα ποσοστά μεταβίβασης σε σύζυγο και παιδιά κ.α.
Σημειώνεται πως οι ράντες που υπολογίστηκαν για πρώτη φορά το 2016 προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν έως και φέτος. Από το 2021 και εφεξής πρέπει να επικαιροποιούνται ανά τριετία.