Ο πρωθυπουργός θα θέσει και το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότηας
Μετ’ εμποδίων προχωρούν οι διαπραγματεύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., καθώς στις αντιρρήσεις των τεσσάρων χωρών που αντέδρασαν από την αρχή προστίθενται επιφυλάξεις και αιτήματα από διάφορες χώρες, περιπλέκοντας το ζήτημα το οποίο αναμένεται να κυριαρχήσει στη σημερινή Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί με τηλεδιάσκεψη.
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως τόνισε και στην τηλεδιάσκεψη της Συνόδου Κορυφής των ηγετών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, την Τετάρτη, θα επισημάνει την ανάγκη να υπάρξει συμφωνία εντός του Ιουλίου ενώ αναμένεται να θέσει και το θέμα της τουρκικής προκλητικότητας έχοντας υπογραμμίσει ότι την ανάγκη να σταλεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση κοινό αυστηρό μήνυμα προς την Τουρκία, ότι δεν μπορεί να επιτραπεί μια υποψήφια προς ένταξη χώρα, να απειλεί χώρες, μέλη της Ε.Ε. ζητώντας η ευρωπαϊκή αντίδραση να μην μείνει μόνο σε επίπεδο δηλώσεων.
Οι 4 χώρες, που αποκαλούνται «ευρωτσιγκούνες» (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία), δήλωσαν από την αρχή αντίθετες στη χορήγηση επιδοτήσεων σε κράτη-μέλη τα οποία είναι υπερχρεωμένα, όπως κυρίως η Ιταλία, και δεν έχουν φροντίσει να προωθήσουν τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Και επιμένουν ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα 750 δισ. ευρώ δεν θα πρέπει να είναι επιδοτήσεις, όπως προτείνει η Κομισιόν, αλλά δάνεια, με αυστηρούς μάλιστα όρους.
Στο παζλ τώρα προστίθενται και άλλα ζητήματα, καθώς κάποιες χώρες βάζουν στη διαπραγμάτευση νέα αιτήματα και παραμέτρους, με στόχο να αλλάξει η κατανομή των κονδυλίων προς όφελος χωρών που, με βάση την πρόταση της Κομισιόν, θα ωφεληθούν λιγότερο από το νέο Ταμείο.
Ιρλανδία και Βέλγιο έθεσαν το ζήτημα της ζημίας που θα προέλθει από το Brexit και υποστηρίζουν ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και ο νέος προϋπολογισμός της Ε.Ε. για την επταετία 2021-2027 θα πρέπει χρησιμοποιηθεί και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα πρέπει να διαφοροποιηθούν τα κριτήρια με τα οποία θα γίνει η κατανομή των κονδυλίων και αν τελικά γίνει θα φέρει ψηλότερα τις δύο αυτές χώρες στα ποσά που τους αναλογούν.
Σύμφωνα με το αρχικό πλάνο κατανομής που ανακοίνωσε η Κομισιόν, οι χώρες που θα λάβουν το μεγαλύτερο ποσό από τις επιδοτήσεις είναι η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Πολωνία, ενώ το Βέλγιο και η Ιρλανδία έχουν πολύ μικρότερο μερίδιο.
Η Ιρλανδία και το Βέλγιο είναι οι χώρες που εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο από ένα άτακτο Brexit και ο προβληματισμός εντείνεται από το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε. έχουν σημειώσει πολύ μικρή πρόοδο μέχρι σήμερα.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή μια ομάδα οκτώ χωρών, οι οποίες διατυπώνουν αντιρρήσεις και ζητούν τροποποιήσεις στο σχήμα που έχει προτείνει η Κομισιόν. Πρόκειται για τις Ολλανδία, Δανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Φινλανδία, αλλά και τη Λιθουανία και την Ουγγαρία.
Η δυναμική που διαμορφώνεται μέχρι στιγμής, πάντως, δεν προοιωνίζεται κατάρρευση των συνομιλιών και απόρριψη συνολικά του σχεδίου. Κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο από τη στιγμή που το σχέδιο προωθείται από τη Γαλλία και τη Γερμανία μαζί με την Κομισιόν, έχει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και είναι απολύτως βέβαιο ότι θα υποστηριχθεί σθεναρά και από τις περισσότερες πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι υπάρχουν ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν τη μεθοδολογία κατανομής των πόρων, τα οποία θα προκαλέσουν καθυστερήσεις, που με τη σειρά τους σπρώχνουν προς τα πίσω και τον χρόνο εκταμίευσης των πόρων.
Η ταχύτητα, όμως, με την οποία θα διοχετευτούν οι πόροι στις οικονομίες των χωρών της Ε.Ε. είναι κρίσιμο ζήτημα και θα κρίνει πότε θα έρθει η ανάκαμψη και πόσο έντονη θα είναι.
Η Κομισιόν υπολογίζει ότι η κατανομή του μεγαλύτερου μέρους των κονδυλίων για τις επιδοτήσεις θα έχει ολοκληρωθεί μέσα στο 2022 και η εκταμίευση θα γίνει έναν χρόνο αργότερα, ενώ, σύμφωνα με έρευνα του οικονομολόγου Ζολτ Ντάρβας από το Ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών, ο μεγάλος όγκος των χρηματοδοτήσεων θα αρχίσει να γίνεται μετά το 2023.
Το σχέδιο της Κομισιόν βασίζεται σε τρεις πυλώνες χρηματοδότησης:
■ Ο πρώτος πυλώνας θα χρηματοδοτήσει τις χώρες-μέλη με βάση τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης που θα υποβάλει καθεμία από αυτές. Τα σχέδια θα πρέπει να ενσωματώνουν επενδυτικές και μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες συμβατές με τους ευρύτερους στόχους της Ε.Ε. για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη ανάπτυξη, αλλά και με το δημοσιονομικό πλαίσιο.
Προβλέπεται η ενίσχυση των πόρων συνοχής με 55 δισ. ευρώ, ένα νέο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τη ρυπογόνο παραγωγή ενέργειας σε άλλες πηγές με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, αλλά και η ενίσχυση του Γεωργικού Ταμείου και της Αγροτικής Ανάπτυξης.
■ Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την κεφαλαιακή ενίσχυση υγιών επιχειρήσεων, κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις και ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μπορεί να τεθεί σε λειτουργία από το 2020 και θα έχει προϋπολογισμό 31 δισ. ευρώ, με στόχο να στηρίξει συνολική χρηματοδότηση 300 δισ. ευρώ μέσω μόχλευσης.
■ Ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει ένα νέο πρόγραμμα για την ενίσχυση της ασφάλειας της υγείας, την έρευνα, την ανθρωπιστική βοήθεια προς τρίτες χώρες και ίσως νέα προγράμματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία του χρόνου.