Πάμε προς συνδιαχείριση του Αιγαίου
Συνεχίζονται οι αναταράξεις, με τους Τούρκους να ”καρφώνουν” την Ελληνική Κυβέρνηση. Όπως φαίνεται στο παρασκήνιο έχουν ήδη ξεκινήσεις κάποιες διαπαραγματεύσεις, με το ερώτημα που προκύπτει να είναι το εξής: Τι συζητάει η Αθήνα; Γιατί μπαίνει σε διάλογο με την Άγκυρα;
Όπως είχε αποκαλύψει πρώτο το Πενταπόσταγμα, πριν λίγες ημέρες είχε λάβει χώρα τριμερής συνάντηση με τη συμμετοχή Ελλάδας, Τουρκίας, Γερμανίας στο Βερολίνο.
Οι Γερμανοί όπως φαίνεται και πιέζουν για συμβιβασμό στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η συνάντηση στο γερμανικό έδαφος πραγματοποιήθηκε μετά την απόφαση για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
To Βερολίνο με πρόσχημα την αποκλιμάκωση πιέζει την Αθήνα για συμβιβαστική λύση και άρα, παραχωρήσεις στους Τούρκους που παράνομα διεκδικούν ελληνικά εδάφη με στόχο την υφαρπαγή του ενεργειακού πλούτου της χώρας.
Οι συμμετέχοντες στην τριμερή ήταν ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραήμ Καλίν, ο οποίος είναι και εξ’ απορρήτων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, – επηρεάζει κατά πολύ την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας -, η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού Ελένη Σουρανή και ο σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής της Άνγκελα Μέρκελ, Γιαν Χέκερ.
Οι Γερμανοί δεν δίνουν πληροφορίες για την τριμερή του Βερολίνου
Οι δηλώσεις Καλίν:
”Υπήρξε μια κινητικότητα μετά από μια περίοδο σιωπηρής διπλωματίας. Στις 26 Ιουνίου, αν δεν κάνω λάθος, ο πρόεδρός μας πραγματοποίησε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Μητσοτάκη. Φυσικά πριν από αυτό είχαν προηγηθεί διεργασίες. Και μετά τη συνομιλία (με Μητσοτάκη) -στο πλαίσιο των εντολών που λάβαμε- ξεκινήσαμε κάποιες επαφές. Και στόχος μας εκεί ήταν να επιλύσουμε τα διμερή μας ζητήματά μας με αμοιβαίες διαπραγματεύσεις”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Τούρκου προέδρου.
Σημαντικό βήμα η συνάντηση στο Βερολίνο
Ο Ιμπραχίμ Καλίν χαρακτήρισε «σημαντικό βήμα» την τριμερή που έγινε στο Βερολίνο την περασμένη εβδομάδα μεταξύ Ελλάδας – Γερμανίας – Τουρκίας και προανήγγειλε ότι οι συναντήσεις θα συνεχιστούν μεταξύ Αθήνας – Άγκυρας.
”Έγινε ένα σημαντικό βήμα που θα συνεχιστεί. Λήφθηκαν κάποιες αποφάσεις. Είμαστε υπέρ της συνέχισής τους εμείς. Δηλαδή να το πω έτσι, θα συνεχιστούν μια σειρά παράλληλων συναντήσεων στο πλαίσιο του συμφωνήσαμε. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτά πότε πότε η κοινή γνώμη τα επικρίνει, αλλά στην περίπτωση που κινηθούμε σε ένα πλαίσιο στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος και σεβασμού, αυτά τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν.
Αν θυμάστε, ο πρόεδρός μας είχε πει και κατά τις διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό το 2004, όταν είχε υποβληθεί το σχέδιο Ανάν, “εμείς θα είμαστε διπλωματικά πάντοτε ένα βήμα μπροστά”. Και σε αυτό το θέμα, η αντίληψη του προέδρου μας είναι να είμαστε ένα βήμα μπροστά. Αυτό τί σημαίνει; Να είμαστε εποικοδομητικοί. Να μην κλείνουμε εντελώς τις πόρτες. Αλλά λέγοντάς το αυτό να μην περιμένει κανείς ποτέ ότι η Τουρκία θα υποχωρήσει από τα δικαιώματα και συμφέροντά της. Δηλαδή εμείς θα συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα», σημείωσε ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, αρκεί να υπάρχουν ηγέτες με όραμα και ισχύ, όπως πρόσθεσε «Το να είμαστε δέσμιοι τρίτων παραγόντων, όπως είναι η Ε.Ε. ή άλλων πολιτικών δυνάμεων, δεν θα υπάρξει όφελος”, δήλωσε απορρίπτοντας την παρέμβαση τρίτων στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
”Ο πρόεδρός μας επέδειξε μια πολύ εποικοδομητική στάση. Όπως ειπώθηκε, στο πλαίσιο κάποιων συγκεκριμένων όρων, μπορούμε να ξεκινήσουμε αυτές τις διαπραγματεύσεις, να τις συνεχίσουμε. Κι εμείς τις ξεκινήσαμε υπό αυτό το πλαίσιο. Τώρα ασφαλώς υπάρχουν ζητήματα, στα οποία υπάρχει διαφορά απόψεων. Άλλωστε οι διαπραγματεύσεις γι’ αυτό γίνονται, για να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα δια της διπλωματίας.
Εμείς κατ’ αρχήν πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα επιλύσουμε στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού. Το ζήτημα του Αιγαίου, το ζήτημα των νησιών, την υφαλοκρηπίδα, το ζήτημα των θαλάσσιων αρμοδιοτήτων, το θέμα των ερευνών και γεωτρήσεων στις αμφιλεγόμενες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου.
Το θέμα της εκλογής μουφτή στην Ελλάδα, το ζήτημα του τζαμιού στην Ελλάδα και όλα τα άλλα ζητήματα. Εμείς μπορούμε να τα λύσουμε άνετα με την Ελλάδα. Ως δύο γειτονικές χώρες με μια εποικοδομητική στάση, αλλά ταυτόχρονα και με μία ισχυρή ηγεσία με όραμα, μπορούμε να τα λύσουμε αυτά τα προβλήματα.”