Τελικά όπως σε προηγούμενο άρθρο μας (της 21.09.2020) προφητικά αναφέραμε η Ευρωπαϊκή σύνοδος της 24-25/09 αναβλήθηκε αορίστως ώστε να προλάβει η Γερμανική προεδρία να επιβάλει την συμμετοχή μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και έτσι να βρεθεί η φόρμουλα της αιτιολόγησης να μη ληφθούν κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας.
Και η κυβέρνηση υποκριτικά πανηγυρίζει σαν να απευθύνεται σε αφελείς πολίτες ότι δήθεν το σκάφος οruc reis αποσύρθηκε προσωρινά ως ένα πρώτο βήμα αποκλιμάκωσης της έντασης, (ΥΠΕΞ Ν.Δένδιας), ενώ η ίδια η Τουρκία επίσημα το αρνείται.
Άραγε γνωρίζει η κυβέρνηση ότι με το βήμα των διερευνητικών συνομιλιών που πρόκειται να διαβεί μπαίνει σε κυκεώνα εμπλοκής της χωρίς επιστροφή; Και θα το αναλύσουμε για να γίνει γνωστό και στο ευρύ κοινό τι παιγνίδι παίζεται πίσω από την πλάτη μας. Ειδικότερα:
Η Τουρκία με επιθετική ρητορική επί τόσους μήνες μας απειλούσε ευθέως ότι θα πετύχει τον στόχο της, είτε έτσι είτε αλλιώς, (με συμβιβασμό μας ή με στρατιωτικά μέσα) που δεν είναι άλλος από την «γαλάζια πατρίδα», δηλαδή την προέκτασή της σε θαλάσσιο χώρο με προφανή σκοπό να διεκδικήσει τμήμα της κυριαρχίας μας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Τελευταία προβάλλει κάθε φορά και νέα παράλογα αιτήματα, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, η δήθεν παραβίαση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Θράκης, η αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος των Δωδεκαννήσων (Μπαχτσελί) κ.λ.π. Άραγε απεμπόλισε κανένα από αυτά τα αιτήματά της εν όψει του επικείμενου διαλόγου; Όχι βεβαίως, αφού αντίθετα τα επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία με ηπιότερη γλώσσα, αφού κατά τις εντολές την κ. Μέρκελ, έτσι θα βοηθηθεί και η Ελληνική κυβέρνηση να συναινέσει παραπλανώντας τον λαό ότι δήθεν η Τουρκία κάνει βήματα προόδου για την αποκλιμάκωση της έντασης.
Συνεπώς εμείς εν γνώσει μας μπαίνουμε σε φαύλο κύκλο διαλόγου χωρίς καμία απολύτως προοπτική συμφωνίας, αφού οποιαδήποτε μορφή συμφωνίας θα αφορά μόνο την απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στην θάλασσα και την ξηρά. Και βεβαίως πλανώνται όσοι θεωρούν ότι η μοναδική διαπραγμάτευση από μέρους της Ελλάδας θα αφορά μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, αφού η Τουρκία εξ αρχής είναι βέβαιο ότι θα θέσει προς συζήτηση όλα τα κατ αυτήν αμφισβητούμενα θέματα, τα οποία εάν η Ελλάδα τα αποδεχθεί ως θέματα διαπραγμάτευσης θα είναι σαν να αποδέχεται την ύπαρξή τους και ως θεμάτων προς επίλυση.
Και εδώ μπαίνει το τεράστιο ερώτημα. Εάν προκύψει οποιαδήποτε συμφωνία με την Τουρκία, αυτή θα επικυρωθεί από την Βουλή με απλή πλειοψηφία, ή κατά το σύστημα της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα περάσει με απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών όπως αντισυνταγματικά πέρασε η συμφωνία των Πρεσπών; Η κυβέρνηση εάν μετά οποιαδήποτε συμφωνία καταλήξει να επιλέξει αυτήν την μεθόδευση, θα ανατραπεί από την λαϊκή οργή αν δεν ανατραπεί πριν την ψήφισή της από τους ίδιους τους εθνικά σκεπτόμενους βουλευτές της.
Και αυτό επειδή η οποιαδήποτε συμφωνία που θα αφορά μόνο παραχώρηση εθνικού εδάφους χωρίς να προηγηθεί δημοψήφισμα για να ερωτηθεί ο λαός θα αποτελεί πράξη μέγιστης εθνικής μειοδοσίας και απαράγραπτο έγκλημα εσχάτης προδοσίας για το οποίο θα λογοδοτήσει κάθε υπεύθυνος.
Αλλά πρέπει να αντιληφθούμε και τον σκοπό του αιτήματος της Τουρκίας να ζητήσει την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου στα πλαίσια των διαφόρων συνθηκών που υπήρξαν όταν αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι τότε οι συνθήκες που υπεγράφησαν γινόντουσαν σε περίοδο που η Τουρκία δεν είχε επιθετικές τάσεις και ήταν σε μειονεκτική θέση αφού απώλεσε εδάφη.
Σήμερα όμως είναι τελείως διαφορετική η γεωπολιτική πραγματικότητα και η Τουρκία δεν αποκρύπτει τις προθέσεις της για διεκδικήσεις ελληνικού εδαφικού χώρου. Και συνεπώς μπαίνει το ερώτημα. Είναι άραγε ο φόβος της ότι η ύπαρξη στρατού στα νησιά αυτά δημιουργεί κίνδυνο για την εθνική της ασφάλεια; Ασφαλώς και όχι, αφού στα απέναντι Τουρκικά παράλια εδρεύει η πάνοπλη στρατιά της του Αιγαίου και βεβαίως πάντοτε ρηματικά η Τουρκία σε όλους τους τόνους επικαλείται -αντιφάσκουσα με όσα λέει για τον κίνδυνο από τα νησιά- την τεράστια στρατιωτική υπεροχή της. Συνεπώς τι άλλο εξυπηρετεί η απαίτησή της αυτή;
Ένα και μόνο, να εγκαταλειφθούν τα νησιά αυτά άοπλα στην τύχη τους και σε δεδομένη ευνοϊκή συγκυρία να καταληφθούν από την Τουρκία πάντοτε με κάποιο πρόσχημα όπως έγινε και στην Κύπρο.
Όσο για τις περιβόητες κυρώσεις που δήθεν η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση θα επέβαλε στην Τουρκία, ας μη τις αναμένουμε, αφού στην κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία της αυτές αν είχαν επιβληθεί και κυρίως εφαρμοσθεί θα αποτελούσαν το κύκνειο άσμα της και θα την οδηγούσαν με βεβαιότητα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ο Ερντογάν το αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Επομένως τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης προτάσσουν στην πράξη όχι την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα και Κύπρο που μόνο φραστικά εκδηλώνουν, αλλά τα οικονομικά τους συμφέροντα που βρίσκονται στην Τουρκία οι τράπεζες της οποίας χρωστούν πάνω από 150 δις σε ξένο συνάλλαγμα και ο κίνδυνος πτώχευσής τους θα οδηγήσει σε απώλεια τους με τις τράπεζες των χωρών Ισπανίας της Ιταλίας και Γερμανίας να κινδυνεύουν να υποστούν την μεγαλύτερη ζημιά.
Φαίνεται επομένως ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν τον εχθρό-πειρατή μόνες τους με τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα έχουν και να μη θεωρούν ότι θα στηρίζονται στρατιωτικά σε κανένα «σύμμαχο». Και βεβαίως όταν οι απειλές της Τουρκίας για παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας αρχίζουν να γίνονται πράξη, τότε η στρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να αποφασίσει το προληπτικό χτύπημα που θα επιφέρει στην Τουρκία επειδή όπως και ο πρόεδρος Μακρόν είπε «Η Τουρκίας μόνο από πράξεις καταλαβαίνει και όχι από λόγια». ΄Εχει όμως η κυβέρνησή μας την διάθεση και το σθένος να το πράξει ή θα ακολουθήσει υποτελώς τις υποδείξεις της Γερμανίας και των Η.Π.Α και για μία ακόμα φορά θα υποστούμε εθνική ταπείνωση και καταστροφή;
Γι αυτό η κυβέρνηση πρέπει έγκαιρα να χαράξει την στρατηγική της, δηλαδή μέχρι πού μπορεί να συνομιλεί με τον εχθρό, με δεδομένα πλέον στο τραπέζι τα σχέδια και τους στόχους του ώστε να μη είναι αυτή που θα μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που ξεπούλησε τμήμα της εθνικής κυριαρχίας που αποκτήθηκε με τους αγώνες και το αίμα των προγόνων μας στον βωμό των επιλογών των ξένων δυνάμεων και των συμφερόντων τους και να υποστούμε έτσι εθνική ταπείνωση τεραστίων διαστάσεων.
Γιατί είναι περισσότερο από βέβαιο ότι τότε θα ανοίξει η όρεξη στην Τουρκία να διεκδικήσει και ό,τι άλλο θελήσει αφού πλέον θα μας έχει περικυκλώσει γεωπολιτικά και θα μας θεωρεί δορυφόρο της στα μελλοντικά επεκτατικά της σχέδια . Πρέπει οι σήμερα κυβερνώντες και ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός να αναλογισθούν τις τεράστιες ευθύνες τους πριν είναι αργά για να σωθεί η πατρίδα μας και αυτοί τότε μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ως εθνικοί μειοδότες Και ο λαός να ενημερωθεί για τα επερχόμενα για να μπορεί να αντιδράσει έγκαιρα αν η πολιτική ηγεσία του ολιγωρήσει.
Όπως και σε προηγούμενο άρθρο μας αναλύσαμε το ενδεχόμενο της έναρξης διερευνητικών συνομιλιών με την Τουρκία με σκοπό την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την επίλυση των εκκρεμών θεμάτων που χωρίζουν τις δύο χώρες – τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, – θα είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ακόμη και αν η καταγραφή της διαφωνίας οδηγήσει στο Δικαστήριο της Χάγης.
Η κυβέρνηση όπως φαίνεται υπό την πίεση της Γερμανίας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (πλην Γαλλίας και Αυστρίας) και των ΗΠΑ και με το πρόσχημα της απόσυρσης του Οrus Reis, αποφάσισε να κάνει στροφή 180 μοιρών στην μέχρι σήμερα τηρούμενη εθνική στάση της, την οποία η πλειοψηφία των πολιτών είχε αποδεχθεί και επικροτούσε και να συρθεί σε διάλογο με το πειρατικό κράτος που ακόμη μέχρι και σήμερα παρά την πίεση της επιβολής κυρώσεων εκφράζεται δια των εκπροσώπων του απαξιωτικά και υβριστικά για την χώρα μας.
Το λάθος αυτό εάν συμβεί, θα είναι μοιραίο για τα εθνικά μας συμφέροντα, επειδή είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει ή σε συμφωνημένη συρρίκνωση του εθνικού μας χώρου ή σε αναπόφευκτη σύγκρουση, αφού οποιαδήποτε Ελληνική κυβέρνηση με στοιχειώδη εθνικό προσανατολισμό, ποτέ δεν θα αποδεχόταν ούτε μέρος από τις παράλογες απαιτήσεις Τουρκίας που συνεχώς αυξάνουν.
Στις 24-25 Σεπτεμβρίου το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης υποτίθεται ότι θα έχει αποφασίσει κυρώσεις κατά της Τουρκίας αν κρίνει ότι αυτή δεν σταμάτησε τις προκλήσεις σε βάρος μας και της Κύπρου και συνεχίζει τις μη νόμιμες διεκδικήσεις της κυρίως θαλάσσιου εδαφικού χώρου μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι βέβαιο ότι δεν θα ληφθούν κυρώσεις και θα δοθεί αόριστη παράταση για την έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ μας με την συναίνεσή μας. Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος της Τουρκίας με τον ελιγμό της προσωρινής απόσυρσης του διερευνητικού σκάφους και τον μη περαιτέρω κλονισμό της οικονομίας της. Κατά τα άλλα ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας θα συνεχίζει να μας παραπληροφορεί ότι δήθεν επιτεύχθηκε ο στόχος μας και αποσύρθηκε το σκάφος, παρά τις επίσημες δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων ότι αυτή η απόσυρση είναι προσωρινή και επιβλήθηκε μόνο για λόγους συντήρησής του και έτσι θα δικαιολογείται η μη επιβολή των κυρώσεων.
Αλλά ποιος μπορεί να πιστεύει ότι οι συζητήσεις με την Τουρκία τόσον σε πρώϊμο στάδιο ως διερευνητικές όσο και πολύ περισσότερο σε διαπραγματεύσιμες μπορεί να καταλήξουν σε οποιαδήποτε συμφωνία.
Θεωρώ ότι ούτε η Κυβέρνηση όπως και κανένας εχέφρων πολίτης μπορεί να δεχθεί ότι μετά την ρητορική των τελευταίων μηνών από τον Ερντογάν και τους αξιωματούχους του που αποκαλύπτουν ξεκάθαρα τις προθέσεις και τους στόχους τους, θα μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε βλαπτική για τα νόμιμα συμφέροντά μας συμφωνία όπως λ.χ. για αποστρατικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, για την μη ύπαρξη υφαλοκρηπίδας στα νησιά, για τις διεκδικήσεις της Τουρκίας θαλάσσιων περιοχών που βρίσκονται αποδεδειγμένα στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, για την μη αύξηση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια και αντίστοιχα στον αέρα, για την αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος των Δωδεκαννήσων κ.λ.π.
Επομένως ποιος είναι ο στόχος της Ελλάδας να αποφασίσει συνομιλίες με την Τουρκία; Αν αυτό το αποδεχόμαστε υπό την πίεση των «συμμάχων μας» και μόνο – όπως θεωρώ ότι συμβαίνει – τότε η κυβέρνηση θα κατηγορηθεί και σωστά για εθνική μειοδοσία και εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας. Γιατί είναι βέβαιο ότι μετά την αρνητική έκβαση των συνομιλιών και των διαπραγματεύσεων, η Τουρκία είναι αμφίβολο αν αποδεχθεί την προσφυγή στην Χάγη επειδή η απαραίτητη υπογραφή του συνυποσχετικού θα περιλαμβάνει σειρά απαράδεκτων αιτημάτων της τα οποία καμία Ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί ως εριζόμενα, αφού με αυτά ευθέως θα αμφισβητείται μέρος της κυριαρχίας της χώρας μας, την οποία εμείς θα συνυπογράφουμε.
Το αδιέξοδο που με βεβαιότητα θα προκύψει μετά την έναρξη των συνομιλιών και των όποιων διαπραγματεύσεων ακολουθήσουν, θα είναι τέτοιο που εάν η κυβέρνηση αποσυρθεί από τις συζητήσεις αυτές όπως θα είναι λογικό, τότε η Τουρκία θα επιδιώξει να επιβάλει τις απόψεις της δια της ισχύος των όπλων – όπως θα νομίζει ότι θα συμβεί – και το θερμό επεισόδιο με επακόλουθη την πολεμική σύγκρουση θα είναι προ των πυλών.
Για τον λόγο αυτό η εμπλοκή μας σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για την επίλυση των αμφισβητούμενων ζητημάτων – πλην της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών της ΑΟΖ – μόνο ανεπανόρθωτη ζημία θα προκαλέσει στα εθνικά μας δίκαια. Και για τον λόγο αυτό σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρο το άρθρο του καθηγητού Γεωπολιτικής κ. Κώστα Γρίβα περί της ετοιμότητας της χώρας μας για την ανάγκη προληπτικού χτυπήματος, επειδή ίσως αποδειχθεί τελικά ότι η καθυστέρησή του μόνο την Ελλάδα δεν θα συμφέρει.
Τι όμως μπορεί να κρύβει και ποιος ο στόχος της από μέρους μας επιλογής μίας τέτοιας προσφυγής; Αν δεν αποτελεί μόνο μέρος σχεδίου για κέρδος χρόνου μέχρι την αλλαγή της κυβέρνησης των ΗΠΑ που πιθανολογείται ότι θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε ανατροπή του καθεστώτος Ερντογάν, είναι βέβαιο ότι μόνο αρνητικά δεδομένα θα προκύψουν από την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, ακόμα και εάν η Τουρκία αποδεχθεί – πράγμα εξαιρετικά απίθανο – ότι υπάρχουν προς επίλυση μόνο τα δύο θέματα που και η Ελλάδα προτείνει. Και εξηγούμαι.
Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα με την Τουρκία ποτέ δεν επιλύθηκαν με διάλογο μεταξύ μας από 50 τίας και ούτε πρόκειται να επιλυθούν ιδιαίτερα τώρα που είναι πολύ περισσότερα από ποτέ. Συνεπώς η προσφυγή στην Χάγη που ακολουθεί την μη επίλυση των προβλημάτων μεταξύ μας μετά από διάλογο, θα οδηγήσει αναγκαστικά σε προβολή όλων των αμφισβητούμενων θεμάτων που η Τουρκία θα θέσει και όχι μόνο των δύο που εμείς προτείνουμε.
Και τούτο επειδή τα θέματα αυτά θα προκύψουν ως απόρροια της μη συμφωνίας μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και θα έχουν επίσημη μορφή αφού θα κρατηθούν πρακτικά σε κάθε γύρο συνομιλιών. Είναι συνεπώς προφανές ότι τα περισσότερα εξ αυτών – εκτός οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας – θα αφορούν αιτήματα για παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στην θάλασσα και στο έδαφος κατά τις απαιτήσεις της Τουρκίας.
Και είναι βέβαιον επίσης ότι ένα διεθνές Δικαστήριο θα αποφασίσει όχι μόνο με βάση την πιστή εφαρμογή του διεθνούς Δικαίου και του δικαίου της θάλασσας (το οποίο η Τουρκία ποτέ δεν αποδέχθηκε και δεν υπέγραψε) , το οποίο αναμφιβόλως ευνοεί τις απόψεις μας αλλά και με βάση την αρχή της αναλογικότητας ιδιαίτερα σε περιοχές αμφισβητούμενης κυριαρχίας (ως λ.χ. για την επείρεια των Καστελόριζου, Ρόδου Κρήτης κ.λ.π.) και με βάση τις υπάρχουσες πραγματικές συνθήκες. Γι αυτό στην πράξη ο διάλογος και η κάθε μορφής διαπραγμάτευση με την Τουρκία μόνο ζημία των εθνικών δικαίων μας θα επιφέρει σε κάθε περίπτωση.
Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου θα είναι σχετικά ευνοϊκή για τα δίκαιά μας, αφού βεβαίως θα επιλύσει μεταξύ άλλων και τα πράγματι αμφισβητούμενα ζητήματα της οριοθέτησης των ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας μεταξύ μας. Πως μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι η Τουρκία θα αποδεχθεί και κυρίως θα εφαρμόσει την όποια απόφαση εκδοθεί;
Το πιθανότερο είναι ότι όχι. Σήμερα το καθεστώς Ερντογάν είναι μία συγκεκαλυμμένη δικτατορία που αρνείται και δεν αποδέχεται και τα πλέον στοιχειώδη δικαιώματα πολιτών της αν δεν τους φυλακίζει χωρίς δίκες και τους βασανίζει ανελέητα. Η ρητορική του καθεστώτος θυμίζει δικτατορίες στο εσωτερικό και ιμπεριαλιστικές-επεκτατικές προθέσεις στο εξωτερικό με την εκφραζόμενη παντοιοτρόπως μεγαλομανία του παρανοϊκού δικτάτορα που οραματίζεται ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν το κρύβει.
Συνεπώς όσον λάθος θα είναι η αποδοχή από την Ελλάδα με οποιοδήποτε πρόσχημα, του διαλόγου με την Τουρκία, η οποία φραστικά και μόνο τον επιζητεί και πάντοτε χωρίς να μεταβάλλει την επιθετική λόγοις και έργων τακτική της, ενώ ουσιαστικά τον φαλκιδεύει – η τελευταία ανακοίνωση Τσαβούσογλου για τρίμηνη παραμονή με νέες συνεχόμενες NAFTEX ρεζίλεψε τους ανόητους και υποκριτές Ευρωπαίους για δήθεν επιβολή κυρώσεων στις 24-25/09 το αποδεικνύει – αφού ο διάλογος αν αρχίσει θα αφορά μόνο τα θέματα αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, τόσο μεγαλύτερο λάθος θα είναι και η μετέπειτα προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης.
Γι αυτό, επειδή, όπως και σε προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκε δυστυχώς η σύγκρουση με την Τουρκία είναι αναπόφευκτη, η μόνη επιλογή μας είναι ο το ταχύτερο δυνατόν αρτιότερος εξοπλισμός της πολεμικής μας αεροπορίας και του πολεμικού μας ναυτικού για να αντιμετωπίσουμε αργά ή γρήγορα τα επερχόμενα και να ενημερωθεί έγκαιρα ο Ελληνικός λαός πριν είναι πολύ αργά, επειδή η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί έμμεση πλην σαφή αποδοχή παράδοσης κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.
Y.Γ. Σε επίρρωση των προαναφερθέντων η Τουρκία ανακοίνωσε νέα NAVTEX για 12-14 Σεπτεμβρίου με πραγματικά πυρά σε περιοχή Βόρεια της Κύπρου ενώ δηλώθηκε ότι θα παραταθεί η NAVTEX για το Οrus Reis μέχρι και τις 25.09.2020 με βάση τα χωρικά ύδατα Καστελόριζου και Ρόδου. Τέλος ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Ακσόϊ δήλωσε θρασύτατα ανατρέποντας προηγούμενη δήλωσή του ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει πέντε (5) όρους για να δεχθεί η Τουρκία να κάνει διάλογο. Οι δύο προϋποθέσεις εξ αυτών είναι η αποστρατικοποίηση όλων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και του συμπλέγματος της Μεγίστης.
Να σημειωθεί ότι πριν λίγες ημέρες ζητούσε ο ίδιος τον διάλογο χωρίς κανένα όρο μεταξύ των δύο χωρών. Είναι προφανές ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν θέλει διάλογο αλλά ευθέως απειλεί με πόλεμο την Ελλάδα και αγνοεί πλήρως τους όρους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης για αποκλιμάκωση και απόσυρση των πολεμικών πλοίων της από την Ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Συνεπώς η προετοιμασία μας για την επερχόμενη σύγκρουση θα πρέπει να είναι άμεση αφού αυτή είναι και η επιλογή της Τουρκίας. Και ας σταματήσουν διάφοροι ειδικοί και μη κυβερνώντες και πρωθυπουργός να συνεχίσουν να μιλούν για διάλογο και ας θυμηθούν ότι εν μέσω διαλόγου έγινε η δεύτερη απόβαση του Αττίλα στην Κύπρο το 1974.