Είναι κάποιες λέξεις με ειδικό βάρος τόσο θλιμμένες, ”σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες”, θα ‘λεγα παραφράζοντας ένα στίχο του Γιώργου Μαρκόπουλου. Και η λέξη ”Πολυτεχνείο” είναι μια απ’ αυτές. Λέξη με ειδικό βάρος, γιατί κουβαλάει μνήμες (για όσους την έζησαν), εικόνες τραυματικές και αγνά συναισθήματα που ξεπέρασαν τη συμβατική λογική και ξεχείλισαν διψασμένα για δημοκρατία.
Σαράντα Έξι χρόνια μετά, εξακολουθεί να γιορτάζεται στα σχολεία μας σαν επέτειος νίκης κατά του απριλιανού καθεστώτος των Συνταγματαρχών του 1967. Εξακολουθεί…, χωρίς όμως να εμπνέει, γιατί – στα χρόνια που μεσολάβησαν – χρησιμοποιήθηκε εντέχνως ως σύμβολο της Αριστεράς, για να ανοίξει το δρόμο της ιδεολογικής κυριαρχίας της στην πολιτική ζωή του τόπου.
Κι όσο γινόταν και γίνεται αυτό, τόσο πιο νεφελώδης παρουσιάζεται η εικόνα του κι ας ήταν το αποτέλεσμά του κοινό κληροδότημα των αντιδικτατορικών Ελλήνων, που – με μπροστάρηδες τους φοιτητές της Νομικής και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου – οργανώθηκαν αυθόρμητα χωρίς κομματική βοήθεια, εξεγέρθηκαν και διακινδύνευσαν, για να προλειάνουν το έδαφος για την πτώση της Χούντας ένα χρόνο μετά την εξέγερση, το 1974.
Ναι, το ”Εδώ Πολυτεχνείο!..” έπαψε πια να εμπνέει. Έγινε ”σημείο” αμφιλεγόμενο, ιστορία χωρίς υποθήκες, εν μέσω της θεωρίας των άκρων, της Αριστεράς των κουκουλοφόρων και αναρχικών, απ’ τη μια, και των νεοναζιστικών αποφύσεων της ακροδεξιάς ιλαροτραγωδίας από την άλλη.
Σ’ αυτό συνέτεινε, άλλωστε, και η κατ’ έτος… επετειακή τριήμερη κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με πρωταγωνιστές Αριστεριστές φοιτητές και μη, που συγκρούονται ”εθιμοτυπικά” και ”εκρηκτικά” (δια των βομβών μολότοφ) με τις δυνάμεις της Αστυνομίας.
Γεγονός θλιβερό και επονείδιστο, σε… ανάμνηση της καταστολής της φοιτητικής εξέγερσης του ’73 από τις Ένοπλες Δυνάμεις και την επέμβαση άρματος μάχης που γκρέμισε την πύλη της κεντρικής εισόδου του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Αυτές οι επαναλαμβανόμενες εικόνες ντροπής, ωστόσο, δεν προσβάλουν απλά την ιδέα του ”Πολυτεχνείου”, αλλά το απογυμνώνουν από τα ηθικά του ερείσματα, τα συνθήματα (”Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία”), τις υπερβάσεις, τους συμβολισμούς και τα μηνύματά του, αφού όλα μαζί θυσιάστηκαν στο βωμό της κομματικής εκμετάλλευσης και της τηλεοπτικής μάχης.
Τους ήρωες τους εξεγερμένους, τους ”οπλαρχηγούς” της παλλαϊκής αντίστασης του 1973 τους είδαμε και τους βλέπουμε να εξαργυρώνουν χρόνια τώρα την αντιδικτατορική τους δράση με καρέκλες εξουσίας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που έμειναν στην αφάνεια για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα.
Και ο κανόνας λέει – όπως είχα γράψει στο άρθρο μου: ”«Εδώ Πολυτεχνείο!…»: Η υπέρβαση, ο μύθος και η καπηλεία”, ότι ”…το Πολυτεχνείο ξέπλυνε τις τύψεις ενός λαού που διψούσε για αντιστασιακούς μύθους στη διάρκεια μιας περιόδου όπου ελάχιστοι ήταν εκείνοι που έκαναν πραγματική αντίσταση…”
Και μόνο το γεγονός ότι ”μετά τον Ιούλιο του 1974 γεμίσαμε με αντιστασιακούς κατόπιν εορτής”, φτάνει για να επιβεβαιώσει την ιδεολογική αποκαθήλωσή του. Το ”πουλόβερ” του συμβολισμού του άρχισε να ξηλώνεται ήδη από τα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όταν βγήκε στον αφρό της εξουσίας η νομενκλατούρα των κομματικών του αριστερού ”προοδευτισμού”, που αποτελείτο από σταλινικούς, τροτσκιστές, σοβιετόφιλους, πειναλέους και γραφειοκράτες.
Μέσα σ’ αυτούς παρείσφρησαν, τότε – με απίστευτη ευκολία – κάποιοι ”επαναστάτες” της Χούντας, που οικειοποιήθηκαν τον συμβολισμό του Πολυτεχνείου και αναδείχθηκαν στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας ως… σύμβολα εξ αντανακλάσεως και ήρωες μιας ιστορίας τραβηγμένης από τα μαλλιά, όσον αφορά τη δική τους συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Το γεγονός αυτό – προστιθέμενο στον αμφισβητούμενο αριθμό των νεκρών του – κάνει πιο νεφελώδη την εικόνα του και πολλαπλασιάζει τα ερωτηματικά των μετριοπαθών ή αποστασιοποιημένων πολιτών για τα υπαρκτά και ανύπαρκτα ”δεδομένα”, με βάση αυτά που έχουν διαβάσει ή ακούσει.
Έτσι, για παράδειγμα, δεν αποδεικνύεται ιστορικά ότι οι εκπρόσωποι της Αριστεράς και της Αναρχίας πρωτοστάτησαν στην εξέγερση, απ’ τη στιγμή που δεν υπήρχε μέχρι τότε κομματικοποιημένο φοιτητικό κίνημα, όπως έγινε μεταπολιτευτικά.
Έπειτα, δεν τεκμηριώνεται η άποψη ότι τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο έριξαν τη Χούντα.
Μπορεί να την κλόνισαν, να προκάλεσαν εναλλαγή προσώπων στα κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της (αντικατάσταση Γ. Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη), αλλά δεν την έριξαν.
Η ”γέφυρα” μετάβασης απ’ τη δικτατορία στη δημοκρατία δεν ήρθε το 1973, αλλά τον επόμενο χρόνο. Ήταν ο χρόνος της τραγωδίας της Κύπρου, ο χρόνος που οι ορδές του ”Αττίλα” αποβιβάζονταν πέντε μίλια δυτικά της πόλης του Κηφέα, της Κερύνειας…
Κι αυτό το τελευταίο, ως ιστορικό και ανθρώπινο γεγονός, είναι που εξακολουθεί να τρυπά σαν μια πινέζα τις καρδιές των συνειδητοποιημένων Ελλήνων, κάθε φορά που γιορτάζουν την ”επέτειο του Πολυτεχνείου”. Γιατί αυτή ξεθάβει, θέλοντας και μη, παλιές πληγές που δεν έκλεισαν ακόμη για όσους βιώνουν το ”ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ” σε όλες τις προεκτάσεις του.
Οι τελετές και οι πορείες που κατάντησαν γραφικές με τα χρόνια δε μπορούν να ξεπλύνουν το έγκλημα που συντελέστηκε τότε από τους δικτάτορες, γιατί συνδέονται δυστυχώς με την ηθική ανεπάρκεια ολόκληρου του λαού και της ελληνικής Πολιτείας, που βρήκαν το άλλοθι που ζητούσαν για να δικαιολογήσουν την επί 46 χρόνια απραξία τους απέναντι στα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής στην Μεγαλόνησο.
Ναι, το Πολυτεχνείο ζει όχι τόσο σαν (ξεθωριασμένο) σύμβολο της δημοκρατίας, αλλά σαν σύμβολο-ράπισμα της λήθης της προδοσίας της Κύπρου, η οποία πλήρωσε τελικά με το αίμα των παιδιών της (Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων) και με την απώλεια του εδάφους της (37 τοις εκατό) την κατάρρευση της δικτατορίας στην Μητέρα Πατρίδα…