Έρευνα του Eurofound εκθέτει την κυβέρνηση
Την ώρα που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διατυμπανίζει το «success story» των πολλών εμβολιασμών και υπόσχεται πως θα έχει εμβολιάσει την πλειοψηφία του πληθυσμού έως το καλοκαίρι μία νέα έρευνα έρχεται να αποδείξει πως η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική.
Και αυτό γιατί μόλις το 62% των Ελλήνων δείχνει θετικό στο να εμβολιαστεί, ενώ οι υπόλοιποι δύσκολα θα προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα, κάτι που δείχνει πως το να φτάσουμε στο 70% που απαιτείται για ανοσία είναι μάλλον λίγο δύσκολο, τουλάχιστον εκτός απροόπτου.
Μάλιστα τα πραγματικά ποσοστά των Ελλήνων που έχει εμβολιαστεί μέχρι στιγμής είναι πολύ χαμηλότερα, καθώς σε λίγες μόλις ηλικιακές ομάδες έχουν εμβολιαστεί πάνω του 60% του πληθυσμού (από 75 ετών και άνω).
Όπως αναφέρει το Eurofound για τη βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας υπάρχει αυξημένη διστακτικότητα μεταξύ των Ευρωπαίων απέναντι στα εμβόλια κατά του κορωνοϊού.
Το ίδρυμα διατυπώνει ανησυχία ότι το κλίμα αυτό μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα των κρατών – μελών να εφαρμόσουν με αποτελεσματικότητα ένα ισχυρό πρόγραμμα εμβολιασμού που θα καλύπτει όλο τον ενήλικο πληθυσμό της Ευρώπης και θα οδηγήσει το συντομότερο δυνατό στη λεγόμενη ανοσία της αγέλης στη Γηραιά Ήπειρο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, που δημοσιοποιήθηκαν στις 10 Μαΐου, μόνο το 64% των Ευρωπαίων πολιτών δηλώνουν ότι είναι «πολύ πιθανό» ή «μάλλον πιθανό» να κάνουν το εμβόλιο για την Covid-19 όταν θα είναι διαθέσιμο για τους ίδιους. Στον αντίποδα, πάνω από 1 στους 4 ερωτηθέντες (27%) δηλώνει ότι είναι «απίθανο» ή «μάλλον απίθανο» να εμβολιαστεί. Το υπόλοιπο 9% δεν αποκαλύπτει τις προθέσεις του επιλέγοντας την απάντηση «ούτε πιθανό, ούτε απίθανο».
Τα ποσοστά θετικής πρόθεσης ή επιφύλαξης απέναντι στα εμβόλια παρουσιάζουν τεράστιες διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία, που φιγουράρει στην πρώτη θέση των χωρών με τη μεγαλύτερη πρόθεση εμβολιασμού, το 87% δηλώνει ότι πιθανότατα θα εμβολιαστεί, έναντι μόλις 33% της Βουλγαρίας. Η γειτονική μας χώρα είναι αυτή με τα μεγαλύτερα ποσοστά άρνησης (61%), έναντι μόλις 10% της Ιρλανδίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της λίστας, με ποσοστά κοντά στον μέσο όρο των 27 κρατών – μελών. Το 62% των Ελλήνων ερωτηθέντων απάντησε ότι είναι «πολύ πιθανό» ή «μάλλον πιθανό» να κάνει το εμβόλιο, ενώ το 26% απάντησε πως αυτό είναι «απίθανο» ή «μάλλον απίθανο».
Οι χώρες τού πρώην ανατολικού μπλοκ παρουσιάζουν στο σύνολό τους τα μεγαλύτερα ποσοστά άρνησης απέναντι στα εμβόλια και αυτές της δυτικής Ευρώπης τα μικρότερα, με αξιοσημείωτες, πάντως, τις εξαιρέσεις της Γαλλίας (38% αρνητική στάση) και της Αυστρίας (35%).
Να τονίσουμε εδώ πως πριν από λίγο καιρό τα ποσοστά των πολιτών που θέλουν να εμβολιαστούν τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη ήταν αρκετά υψηλότερα.
Κοινωνικές διαφοροποιήσεις
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Eurofound:
* Οι άνδρες είναι περισσότερο διστακτικοί (29%) στα εμβόλια σε σύγκριση με τις γυναίκες (25%).
* Η ηλικιακή ομάδα 35-49 είναι περισσότερο επιφυλακτική (29%) σε σχέση με τους νεότερους από αυτή (26%) αλλά και τους μεγαλύτερους (27%).
* Μεγαλύτερα ποσοστά άρνησης παρουσιάζουν οι άνεργοι (39%) και τα άτομα με αναπηρία ή μακροχρόνιες ασθένειες (39%).
* Χαμηλότερα ποσοστά άρνησης εμφανίζουν εργαζόμενοι (26%) και συνταξιούχοι (23%), αλλά και μαθητές, που δηλώνουν αντίθετοι στο εμβόλιο σε ποσοστό μόλις 13%.
* Οι άνθρωποι που διαμένουν στην ύπαιθρο και στα χωριά είναι περισσότερο διστακτικοί (31%) από τους κατοίκους των αστικών κέντρων (22%).
Η άρνηση κυριαρχεί στα κοινωνικά δίκτυα
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας είναι ότι η διστακτική ή αρνητική στάση απέναντι στο εμβόλιο αυξάνεται προοδευτικά όσο περισσότερο ασχολείται κανείς με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ειδικά όταν εμπιστεύεται αυτά για την ενημέρωσή του και όχι τα συστημικά μέσα ενημέρωση.
Συγκεκριμένα, όσοι χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για τρεις ή περισσότερες ώρες καθημερινά είναι κατά τι περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στα εμβόλια (30%) σε σχέση με αυτούς που δεν το κάνουν (26%). Όμως το ποσοστό άρνησης εκτοξεύεται στο 40% σε όσους δηλώνουν πως έχουν τα κοινωνικά δίκτυα ως κύρια πηγή ενημέρωσής τους. Αντίθετα, όσοι παίρνουν τις πληροφορίες από παραδοσιακές πηγές ενημέρωσης είναι σκεπτικιστές απέναντι στο εμβόλιο σε ποσοστό μόλις 18%.
Επίσης, όσοι έχουν προσωπική εμπειρία των επιπτώσεων της βαριάς νόσησης από Covid-19 ή γνωρίζουν κάποιον που έχει χάσει τη ζωή του από τη νόσο παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά (19%) σε σχέση με όσους δεν έχουν παρόμοια εμπειρία (28%).
Οι λόγοι της άρνησης
Η ανησυχία και η έλλειψη εμπιστοσύνης για την ασφάλεια των εμβολίων κυριαρχούν με ποσοστό 62% ανάμεσα στους λόγους που επικαλούνται όσοι δηλώνουν επιφυλακτικοί ή αρνητικοί στον εμβολιασμό.
Το 28% των ερωτηθέντων διατυπώνουν φόβους για πιθανές επιδράσεις του εμβολίου στη δική τους υγεία, με όσους αντιμετωπίζουν κάποια χρόνια ασθένεια ή αναπηρία να παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά διστακτικότητας.
Ένα σημαντικό ποσοστό, της τάξης του 44%, δηλώνει ότι το ρίσκο είναι υπερβολικό, ενώ το 8% απαντά ότι η Covid-19 δεν υπάρχει.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, τα κρούσματα θρομβώσεων που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα σε πολίτες που εμβολιάστηκαν και οι περιοριστικές αποφάσεις που έλαβαν οι χώρες της Ε.Ε. λόγω αυτών των περιστατικών αύξησαν σημαντικά τον αριθμό των Ευρωπαίων πολιτών που ήταν διστακτικοί απέναντι στον εμβολιασμό.
Όπως αναφέρεται, τα ποσοστά άρνησης αυξήθηκαν κατά 34% μετά τις 11 Μαρτίου, όταν άρχισαν να λαμβάνονται οι αποφάσεις των χωρών και να δίνονται οι διευκρινήσεις από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για το ζήτημα.