Οι τιμές των βασικών αγαθών έχουν πάρει την ανηφόρα αλλά ειδικά το ζήτημα του ρεύματος πλέον είναι έτοιμο να προκαλέσει ηλεκτροπληξία στην κοινωνία αλλά παρά τα όσα αναφέρουν περί αντισταθμιστικών μέτρων διάφορα ΜΜΕ έρχεται ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Θ.Σκυλακάκης να αποκαλύψει ότι λόγω… κλιματικής αλλαγής οι τιμές δεν πρόκειται να επανέλθουν.
Η βασικότερη θα αφορά τις τιμές του ρεύματος, στις οποίες οι καταναλωτές αναμένεται να δουν αυξήσεις έως και 50% αυτόν τον μήνα γιατί στην κυβέρνηση αποφάσισαν να εισάγουν πανάκριβο φυσικό αέριο, να βασίζονται στις ΑΠΕ και να κλείσουν τα ελληνικά λιγνιτορυχεία που σημαίνει ότι εν γνώσει τους αποφάσισαν να μετατρέψουν την χώρα από παραγωγό με μεγάλο ποσοστό αυτάρκειας (συγκρατούσαν τις τιμές τα λιγνιτικά) σε χώρα καταναλωτή και υποχείριο των εταιρειών.
Τα σχετικά μέτρα αναμένεται να ανακοινώσει στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Σε ό,τι αφορά τις τιμές του ρεύματος, δίνεται προτεραιότητα, σύμφωνα με πηγές του οικονομικού επιτελείου, αφενός επειδή θεωρείται ότι η αύξηση έχει κάποια μόνιμα χαρακτηριστικά και αφετέρου επειδή πλήττει μεγάλα και κοινωνικά ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού.
Η παρέμβαση θα αφορά τα τιμολόγια του ρεύματος, με την κυβέρνηση να αναζητάει τρόπους για να «επιστρέψει» στους καταναλωτές τα αυξημένα φορολογικά έσοδα που θα προκύψουν αυτόματα από την αύξηση της τιμής χονδρικής.
Πέραν της τιμής του ρεύματος, που είναι η πιο επώδυνη για τους καταναλωτές, θεωρείται μάλλον δεδομένο ότι ο πρωθυπουργός θα ανακοινώσει στη ΔΕΘ ότι θα διατηρηθεί η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ 13% στον καφέ, στα εισιτήρια των συγκοινωνιών και το τουριστικό πακέτο.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας χθες στον ΣΚΑΪ σημείωσε ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις στους τομείς εκείνους όπου οι ανατιμήσεις θα έχουν πιο μόνιμο χαρακτήρα, «δείχνοντας» τα τιμολόγια του ρεύματος.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι τιμές των ρύπων, οι οποίες ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος, δύσκολα θα επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα, λόγω και της κλιματικής αλλαγής.
Για το φυσικό αέριο, του οποίου η τιμή έχει επίσης αυξηθεί, επιβαρύνοντας το κόστος της ενέργειας, υπάρχει ερώτημα ως προς τη διάρκειά του, είπε. Για τις αυξήσεις τιμών που συνδέονται με την εκτίναξη της ζήτησης και μπορεί να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, υποστήριξε ότι η αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι επίσης προσωρινή, καθώς «τα έσοδα του κράτους προέρχονται από τους φορολογουμένους».
Αντισταθμιστικές πολιτικές για να υπάρξει το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα στην τσέπη και τη ζωή των ανθρώπων για όσο κρατήσει η τάση αλλαγής των τιμών προανήγγειλε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου.
«Μην έχετε αμφιβολία», είπε, «ότι αν υπάρξουν πεδία που η κυβέρνηση μπορεί να κάνει κάτι, θα το κάνει, σε βαθμό που δεν θα στρεβλώνουμε την αγορά. Εκείνες οι παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν προφανώς και θα γίνουν, κυρίως εκεί που αφορούν τον πολύ κόσμο και κυρίως εκεί που θα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα».
Εξηγώντας τα αίτια του προβλήματος, που έχει δικαιολογημένα προκαλέσει ανησυχία, είπε ότι είναι διεθνή, καθώς «έχει αυξηθεί η τιμή του φυσικού αερίου, έχουν τριπλασιαστεί – τετραπλασιαστεί, ίσως και πολύ περισσότερο, τα ναύλα των μεταφορών, οι πρώτες ύλες έχουν πάρει “φωτιά” σε όλο τον κόσμο –από τις ζωοτροφές μέχρι τον χάλυβα– κι αυτό έχει αντανάκλαση σε μια σειρά από πράγματα που αφορούν ή θα αφορούν σε λίγο καιρό την καθημερινότητά μας, χωρίς αμφιβολία».
Η κυβέρνηση ανησυχεί, όχι μόνο για τις τιμές, αλλά και για τις ευρύτερες συνέπειες των διεθνών πληθωριστικών πιέσεων στην ελληνική οικονομία. Αυτό αφορά κυρίως την άσκηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία ανησυχεί ότι θα ασκηθούν πιέσεις για συσταλτική πολιτική, κάτι που θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού των κρατών. Κάτι τέτοιο θα είναι ιδιαιτέρως επαχθές για μια χώρα με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε στο Bloomberg ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να δώσει υπερβολική σημασία στην άνοδο του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, καθώς αυτή οφείλεται σε προσωρινούς παράγοντες. Την ίδια στιγμή, όμως, ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν, προειδοποιούσε ότι «πρέπει να προσέξουμε τους κινδύνους από τις αυξήσεις των τιμών».