«Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των παιδιών έχει ήδη μολυνθεί και απλώς με το να μην κάνουμε επιδημιολογική επιτήρηση στρουθοκαμηλικά το αγνοούμε και αρνούμαστε να το δούμε. Το γεγονός ότι μείνανε οι μαθητές στο σπίτι τους ήδη για ενάμιση χρόνο κατάφερε συντριπτικό πλήγμα στην εκπαίδευση, στην υγεία και στο μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς» τόνισε ο Γ.Ιωαννίδης σε συνέντευξη του στη «Δημοκρατία».
Ο καθηγητής προσθέτει ότι θα είναι καταστροφικό το κλείσιμο των σχολείων, ένα ενδεχόμενο που η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα άφησε ανοιχτό πριν από λίγες ημέρες.
«Η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης μεταφράζεται ακόμα και σε μεγάλη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης των παιδιών αυτών, όταν θα μεγαλώσουν. Το κλείσιμο των σχολείων είναι από τους χειρότερους τρόπους για να αυτοκτονήσει μια κοινωνία. Δεν πρέπει να επαναληφθεί. Εκτός αν θέλουμε να φτιάξουμε ανίδεους, καταθλιπτικούς, άρρωστους πολίτες που τρέφονται απαίδευτοι με σαβούρες τρομολάγνων τηλεειδικών. Είναι κι αυτό μια μορφή κοινωνίας, ομολογουμένως παραμορφωμένης, αντί μορφωμένης»!
Να σημειωθεί ότι ο κ Ιωαννίδης έδωσε τη συγκεκριμένη απάντηση έπειτα από ερώτηση που αφορούσε τους τηλεοπτικούς λοιμωξιολόγους και όχι τους «ειδικούς» γενικά.
Σε ερώτηση πώς θα μπορούσαν να εκλείψουν ή να περιοριστούν τα φαινόμενα βίας από αρνητές γονείς στα σχολεία, ο δρ Ιωαννίδης απαντά πως η πανδημία δεν λήγει όταν σταματούν τα κρούσματα, αλλά όταν δεν έχουμε υπερβολικό αριθμό θανάτων και ταυτόχρονα υπάρχουν αλληλεγγύη, ομαλότητα και νηφαλιότητα στην κοινωνία.
«Ακόμα κι αν μηδενιστούν οι θάνατοι, αν έχουμε δημιουργήσει τόση ένταση στην κοινωνία, με διχασμό, ακρότητες και αλληλοσπαραγμό, δεν έχουμε πετύχει. Χρειάζονται ψυχραιμία, ομόνοια, ρεαλιστικοί στόχοι και σεβασμός σε ανθρώπους με διαφορετικές αντιλήψεις από τις δικές μας. Ενα μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει φτάσει στα όριά του και η συνεχής επιβολή ακραίων μέτρων, όπως ήταν αρχικά τα lockdowns, μετά διάφορες μορφές υποχρεωτικότητας, στιγματισμού και περιθωριοποίησης, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα».
Παράλληλα, υπογραμμίζει πως θα πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι κάθε φορά που διαβάζουμε πηχυαίους τίτλους για αντιιικά φάρμακα που «θα δώσουν οριστικό τέλος στην πανδημία». Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μολνοπιραβίρη, για την οποία γράφτηκαν πολλά τελευταία.
«Έχει ανακοινωθεί ότι θα έχουμε αποτελέσματα από τις κλινικές μελέτες φάσης 2/3 για το molnupinavir ως το τέλος του έτους και στις ΗΠΑ έχει ήδη δοθεί υπόσχεση να καλυφθούν τα έξοδα για τη χρήση του σε ευρεία κλίμακα, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών είναι θετικά και δοθεί επείγουσα αδειοδότηση. Ολα αυτά, όμως, είναι εντελώς θεωρητικά, καλύτερα να μην προτρέχουμε πριν δούμε τα αποτελέσματα».
Τα εμβόλια δεν σταματούν την επιδημία
Ο καθηγητής κάνει λόγο για παραλογισμό, σχολιάζοντας τα μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού στην Ελλάδα, όπου εμβολιασμένοι και μη βρίσκονται δίπλα δίπλα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αλλά όχι σε εστιατόρια, θέατρα ή άλλους εσωτερικούς χώρους.
«Εξακολουθεί η ίδια αναντιστοιχία που παρατηρήθηκε από την αρχή της πανδημίας. Εμφανώς αυτό κουράζει και οδηγεί τους πολίτες να κλείσουν τον διακόπτη και να μη σκέφτονται καν για να μην τρελαθούν ή να αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Η αποσυμφόρηση των μέσων μαζικής μεταφοράς και η βελτίωση εργασιακών συνθηκών ήταν στόχοι που θα έπρεπε να είχαν επιτευχθεί προ πολλού» λέει.
Για το Ισραήλ, που αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση μέχρι πρότινος, ο δρ Ιωαννίδης σημειώνει πως το λάθος ήταν ότι δεν εμβολιάστηκαν ικανά ποσοστά του πληθυσμού και ειδικότερα άτομα μεγάλης ηλικίας και ευπαθή.
«Τα εμβόλια που έχουμε είναι πολύ αποτελεσματικά για να μειώσουν την πιθανότητα θανάτου, αλλά όχι για να σταματήσουν το επιδημικό κύμα. Οι Ισραηλινοί νόμισαν ότι ξεμπέρδεψαν, το επιδημικό κύμα γιγαντώθηκε τόσο από εμβολιασμένους που μετέδιδαν όσο και από ανεμβολίαστους.
Τελικά, την πλήρωσαν οι ανεμβολίαστοι ευπαθείς μαζί με όσους εμβολιασμένους το εμβόλιο δεν μπόρεσε να καλύψει επαρκώς. Μέσα στον πανικό τους, οι Ισραηλινοί κατέφυγαν σε μαζικές τρίτες δόσεις» εξηγεί και καταλήγει πως στη Δανία, που αποτελεί σήμερα την ασφαλέστερη χώρα της Ευρώπης, το ποσοστό εμβολιασμού στα άτομα άνω των 70 ετών είναι 100% και στα άτομα 60 έως 70 ετών είναι πάνω από 97%.