Ιλιγγιώδη πρόστιμα – Χρηματισμοί γιατρών – Δωροδοκίες κυβερνητικών – Τακτικές επιθετικού μάρκετινγκ: Όλα όσα η εταιρεία με το αμαρτωλό παρελθόν δεν θα ήθελε να γνωρίζεις
Πόσο εμπιστεύεσαι την επιστήμη;
Οι «ειδικοί» της τηλεόρασης προσπαθούν κάθε μέρα να μας κάνουν «πλύση εγκεφάλου» για την αξιοπιστία των εμβολίων που όμως εκτός ότι παρασκευάσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, εκτός του ότι έχουν σπάσει κάθε ρεκόρ καταγεγραμμένων παρενεργειών ( επίσημα στοιχεία από VAERS και EMA), είναι κυρίως προϊόντα εταιρειών με ύποπτο, σκοτεινό και αμαρτωλό παρελθόν για το οποίο ασφαλώς δεν γνωρίζουν τίποτε οι πολίτες – καταναλωτές.
Και όπως είχε δηλώσει κάποτε στους New York Times ένα πρώην στέλεχος της Pfizer: «Όλη η κουλτούρα της Pfizer καθοδηγείται από τις πωλήσεις και όποιος δεν πούλαγε φάρμακα παρανομώντας, δεν λογιζόταν ως μέρος της ομάδας».
Pfizer: Τα κολοσσιαία πρόστιμα και οι έκνομες πρακτικές ενός κολοσσού
Η Pfizer αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έκνομων πρακτικών που επιβεβαιώνουν ότι οι οικονομικοί κολοσσοί του φαρμάκου αντιμετωπίζουν την υγεία ως «εμπόρευμα» και τους ασθενείς ως «καταναλωτές».
Κανένα από τα διθυραμβικά ρεπορτάζ για την εταιρεία δεν αναφέρουν για παράδειγμα τα ιλιγγιώδη πρόστιμο που έχουν επιβληθεί στην εταιρεία και ανέρχονται στο ποσό των 4,747,652,947 δολαρίων για τα τελευταία 20 χρόνια! Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι όταν μία εταιρεία μπορεί να επιβιώνει μετά από τέτοια πρόστιμα, σίγουρα απολαμβάνει πολλαπλάσια κέρδη από την δραστηριότητα της.
Γιατί όμως επιβλήθηκαν τα ιλιγγιώδη αυτά πρόστιμα στην εταιρεία; Πάρτε μια ιδέα…
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οργανώσεις όπως η Ομάδα Έρευνας για την Υγεία του Πολίτη (Public Citizen Health Research Group), κατήγγειλαν ότι το ευρέως συνταγογραφούμενο φάρμακο για την αρθρίτιδα της Pfizer, το Feldene προκαλούσε υψηλό κίνδυνο γαστρεντερικής αιμορραγίας μεταξύ των ηλικιωμένων, αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρά τις αναφορές για θανάτους, αρνήθηκε να επιβάλλει περιορισμούς στην κυκλοφορία του. Ένα άρθρο του The Progressive τον Ιούνιο του 1986 για το συγκεκριμένο φάρμακο Feldene είχε τίτλο «Θάνατος δια συνταγογραφήσεως» (DEATH BY PRESCRIPTION)!
Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) στις ΗΠΑ, εξέφρασε μεγαλύτερη ανησυχία για αναφορές δεκάδων θανάτων που συνδέονται με τις καρδιακές βαλβίδες της Shiley, θυγατρικής της Pfizer. Το 1986, καθώς ο αριθμός των θανάτων έφτασε τους 125, η Pfizer σταμάτησε την παραγωγή όλων των μοντέλων βαλβίδων καρδιάς. Ωστόσο, έως εκείνο το σημείο είχαν ήδη εμφυτευτεί σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι ανησυχούσαν ότι οι συσκευές θα μπορούσαν να παρουσιάσουν πρόβλημα ανά πάσα στιγμή.
Το 1991, μια ομάδα ελεγκτών της FDA κατήγγειλε ότι η Shiley (θυγατρική της Pfizer) είχε «παρακρατήσει» πληροφορίες σχετικά με προβλήματα ασφάλειας από τις ελεγκτικές αρχές προκειμένου να λάβει την αρχική έγκριση για τις βαλβίδες της (!!) και ότι η εταιρεία συνέχισε να αποκρύπτει τις συγκεκριμένες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές! Μια έρευνα της 7ης Νοεμβρίου 1991 που δημοσιεύθηκε στην Wall Street Journal ισχυρίστηκε ότι η Shiley είχε παραποιήσει σκόπιμα τα αρχεία κατασκευής σχετικά με την δυσλειτουργία των συγκεκριμένων καρδιακών βαλβίδων.
Αντιμέτωπη με αυτό το τεράστιο σκάνδαλο, η Pfizer ανακοίνωσε ότι θα δαπανήσει έως και 205 εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσει τις δεκάδες χιλιάδες αγωγές που είχαν κατατεθεί εναντίον της. Παρόλα αυτά, η Pfizer αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την εντολή της FDA ότι θα έπρεπε άμεσα να ενημερώσει τους ασθενείς που είχαν ήδη τις συγκεκριμένες βαλβίδες ότι υπήρχε μεγαλύτερος κίνδυνος θανατηφόρων δυσλειτουργιών σε εκείνους που είχαν εγκαταστήσει τη βαλβίδα σε ηλικία μικρότερη των 50 ετών.
Το 1994 η εταιρεία συμφώνησε να πληρώσει 10,75 εκατομμύρια δολάρια για να «διευθετήσει» το ζήτημα. Η Pfizer συμφώνησε επίσης να πληρώσει 9 εκατομμύρια δολάρια για να παύσει η δίωξη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ που κατηγορούσε την εταιρεία ότι εξαπάτησε τις αρμόδιες αρχές για να αποσπάσει την έγκριση για τις βαλβίδες. Επωμίστηκε επιπλέον το κόστος αντικατάστασης των βαλβίδων σε ασθενείς και την παρακολούθηση της υγείας τους.
Το 2004, η Pfizer ανακοίνωσε ότι πλήρωσε πρόστιμο 60 εκατομμυρίων δολαρίων για το φάρμακο Rezulin, ένα φάρμακο για το διαβήτη που είχε αναπτυχθεί από την Warner-Lambert, το οποίο όμως το είχε αποσύρει από την αγορά λίγο πριν εξαγοραστεί η εταιρεία από την Pfizer το 2000. Η απόσυρση πραγματοποιήθηκε αφού δεκάδες ασθενείς πέθαναν από οξεία ηπατική ανεπάρκεια που λέγεται ότι προκλήθηκε από το φάρμακο.
Το 2004, μετά την αποκάλυψη για επικίνδυνες παρενέργειες του παυσίπονου της εταιρείας Merck, το Vioxx, η Pfizer συμφώνησε να αναστείλει την τηλεοπτική διαφήμιση για το αντίστοιχο φάρμακο Celebrex. Το 2005, η Pfizer παραδέχτηκε ότι μια κλινική δοκιμή του 1999 διαπίστωσε ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς που έλαβαν Celebrex αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων.
Το 2005 η Pfizer απέσυρε άλλο ένα παυσίπονο, το Bextra, αφού η FDA εξέδωσε προειδοποίηση σχετικά με τους καρδιαγγειακούς και γαστρεντερικούς κινδύνους του φαρμάκου. Το 2008 η Pfizer ανακοίνωσε ότι διέθεσε 894 εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσει τις αγωγές που είχαν κατατεθεί σε σχέση με τα Bextra και Celebrex.
Με την εξαγορά της Wyeth (πρώην American Home Products) τον Οκτώβριο του 2009, η Pfizer ενεπλάκη σε νέο κύκλο νομικών προβλημάτων. Οι περισσότερες από τις αγωγές που συζητήθηκαν αφορούσαν ορμονοθεραπείες,παιδικά εμβόλια, το αντικαταθλιπτικό Effexor, το αντισυλληπτικό Norplant και το fen-phen, το οποίο είχε αποσυρθεί από την αγορά μετά από αναφορές για πιθανή σύνδεση της χρήσης του με θανατηφόρες βλάβες της καρδιακής βαλβίδας. Αυτά τα ευρήματα εξαπέλυσαν ένα κύμα δεκάδων χιλιάδων αγωγών εναντίον της εταιρείας.
Επιπλέον η Pfizer βρίσκεται στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων σχετικά με την τιμολογιακή της πολιτική για περισσότερα από 50 χρόνια.
Το 1958 ήταν μια από τις έξι φαρμακευτικές που κατηγορήθηκαν από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου για χειραγώγηση τιμών στα αντιβιοτικά. Η εταιρεία κατηγορήθηκε επίσης ότι έκανε ψευδείς δηλώσεις στο Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας των ΗΠΑ για την τετρακυκλίνη (φαρμακευτική ουσία για την αντιμετώπιση λοιμώξεων κλπ).
Το 1961, το Υπουργείο Δικαιοσύνης άσκησε ποινικές διώξεις εναντίον των Pfizer, American Cyanamid, Bristol-Myers και ανώτατων στελεχών των τριών εταιρειών για δημιουργία καρτέλ. Η αρμόδια επιτροπή διαπίστωσε ότι «βρώμικα χέρια και δόλιες πρακτικές έπαιξαν σημαντικό ρόλο» στην πιστοποίηση της τετρακυκλίνης για την Pfizer.
Το 1967 οι αρχές έκριναν τις εταιρείες Pfizer, American Cyanamid και Bristol-Myers ένοχους για συνωμοσία για τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής προϊόντος, και συνωμοσία για μονοπωλιακές πρακτικές.
Εν τω μεταξύ, η Pfizer και οι άλλες εταιρείες συμφώνησαν να πληρώσουν περίπου 136 εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσουν αστικές και ποινικές υποθέσεις από διώξεις που είχαν ασκηθεί για λογαριασμό καταναλωτών και δημοσίου.
Το 1996 η Pfizer ήταν μια από τις 15 μεγάλες εταιρείες φαρμάκου που συμφώνησαν να πληρώσουν περισσότερα από 408 εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσουν μια σειρά ποινικών υποθέσεων για τον καθορισμό τιμών σε φαρμακεία.
Το 1999, η Pfizer δήλωσε ένοχη για κατηγορίες μονοπωλιακών πρακτικών και συνωμοσία καθορισμού τιμών – η μία αφορούσε το συντηρητικό τροφίμων ερυθροβορικό νάτριο και η άλλη τη μαλτόλη. Η Pfizer συμφώνησε να πληρώσει πρόστιμα συνολικού ύψους 20 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το 2000, εν μέσω σφοδρής κριτικής για την υψηλή τιμή των φαρμάκων για το AIDS, η Pfizer πρότεινε να χορηγήσει δωρεάν για μια διετία το φάρμακο Diflucan αξίας 50 εκατομμυρίων δολαρίων στην κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής. Ωστόσο, το 2003, μετά την απόκτηση της Pharmacia Corp., η Pfizer αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια παραγωγής για το φάρμακο κατά του AIDS ώστε να διανεμηθεί με χαμηλό κόστος σε φτωχές χώρες.
Το 2002 η Pfizer συμφώνησε να πληρώσει 49 εκατομμύρια δολάρια για να εξοφλήσει πρόστιμο που επιβλήθηκε σε μια από τις θυγατρικές της για υπερβολική χρέωση για το Lipitor που μειώνει τη χοληστερόλη.
Το 2016 το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι η Pfizer θα πληρώσει 784 εκατομμύρια δολάρια πρόστιμο για παραβίαση των rebates.
Το ίδιο έτος, η Αρχή Ανταγωνισμού και Αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου επέβαλε πρόστιμο ύψους 107 εκατομμυρίων δολαρίων στην Pfizer για την επιβολή υπερβολικής τιμολόγησης για ένα φάρμακο κατά της επιληψίας.
Εκτός όλων των παραπάνω η εταιρεία έχει πληρώσει τεράστια πρόστιμα για παραβάσεις στον τρόπο προώθησης των προϊόντων της.
Το 1991 η Pfizer πλήρωσε συνολικά 70.000 $ σε 10 πολιτείες για παραπλανητική διαφήμιση στοματικού διαλύματος.
Το 1996 η FDA διέταξε την Pfizer να σταματήσει να προβάλλει μη τεκμηριωμένους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς για το αντικαταθλιπτικό Zoloft.
Το 2000, η FDA προειδοποίησε την Pfizer και τη Pharmacia, ότι οι διαφημίσεις για το Celebrex, ήταν ψευδείς και παραπλανητικές. Δύο χρόνια αργότερα η FDA διέταξε την Pfizer να σταματήσει να προβάλλει μια σειρά διαφημίσεων όπου η εταιρεία ισχυριζόταν παραπλανητικά ότι το φάρμακο Lipitor που μειώνει τη χοληστερόλη ήταν ασφαλέστερο από ανταγωνιστικά προϊόντα.
Το 2003, η Pfizer πλήρωσε 6 εκατομμύρια δολάρια σε 19 πολιτείες που την κατηγόρησαν ότι χρησιμοποίησε παραπλανητικές διαφημίσεις για να προωθήσει το φάρμακο Zithromax για μολύνσεις στα αυτιά των παιδιών.
Το 2004, η θυγατρική της της Pfizer, Warner-Lambert συμφώνησε να πληρώσει 430 εκατομμύρια δολάρια για να επιλύσει ποινικές και αστικές διαφορές σχετικά με παράνομες πληρωμές γιατρών (!!) ώστε να συνταγογραφούν το φάρμακο επιληψίας Neurontin σε ασθενείς με ασθένειες για τις οποίες το φάρμακο δεν είχε εγκριθεί. Αποκαλύφθηκαν μάλιστα έγγραφα που υποδηλώνουν ότι η Pfizer μεθόδευσε καθυστερήσεις στη δημοσίευση επιστημονικών μελετών που διέψευδαν τον ισχυρισμό της για τις άλλες χρήσεις του Neurontin. Το 2010 κρατική επιτροπή διαπίστωσε ότι η Pfizer διέπραξε απάτη κατά την προώθηση του Neurontin. Ο δικαστής διέταξε την εταιρεία να καταβάλει αποζημίωση 142 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το 2007, η θυγατρική της Pfizer, Pharmacia & Upjohn συμφώνησε να πληρώσει 34,7 εκατομμύρια δολάρια για πρόστιμο για παράνομη προώθηση της αυξητικής ορμόνης Genotropin.
Το 2009 η Pfizer συμφώνησε να πληρώσει 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια για την διευθέτηση ποινικών και αστικών υποθέσεων που σχετίζονταν με την κυκλοφορία του Bextra και τριών άλλων φαρμάκων. Το ποσό αποτελούσε ρεκόρ για διευθέτηση απάτης στον χώρο της υγείας.
Ο John Kopchinski, πρώην εκπρόσωπος πωλήσεων της Pfizer, του οποίου οι καταγγελίες βοήθησαν την έρευνα των αρχών, δήλωσε στους New York Times: «Όλη η κουλτούρα της Pfizer καθοδηγείται από τις πωλήσεις και όποιος δεν πούλαγε φάρμακα παρανομώντας, δεν λογιζόταν ως μέρος της ομάδας».
Το 2010, η Pfizer αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έξι μηνών είχε καταβάλλει 20 εκατομμύρια δολάρια σε περίπου 4.500 γιατρούς και επαγγελματίες του ιατρικού τομέα για συμβουλευτικές υπηρεσίες και προώθηση της εταιρείας. Ήταν η πρώτη φορά που η εταιρεία δημοσιοποίησε δαπάνες αυτού του είδους.
Το 2011 η Pfizer συμφώνησε να πληρώσει 14,5 εκατομμύρια δολάρια για έκνομες ενέργειες κατά την διάθεση στην αγορά του φαρμάκου Detrol για την ουροδόχο κύστη.
Τον Ιούλιο του 2012, η Pfizer παραδέχτηκε αβάσιμους ισχυρισμούς στη διαφήμισή της για τις πολυβιταμίνες Centrum μετά από αγωγή.
Τον Νοέμβριο του 2012, η Pfizer κατέληξε σε διακανονισμό 35 εκατομμυρίων δολαρίων για το φάρμακο Rapamune μετά από διώξεις που άσκησαν 40 γενικοί εισαγγελείς.
Δωροδοκίες γιατρών και αξιωματούχων
Το 1976 η Pfizer ήταν μια από τις πολλές εταιρείες που αποκάλυψαν ότι είχε πραγματοποιήσει παράνομες πληρωμές σε κυβερνητικούς αξιωματούχους διαφόρων χωρών.
Τον Αύγουστο του 2012, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι είχε καταλήξει σε διακανονισμό 45 εκατομμυρίων δολαρίων με την Pfizer για την αποκάλυψη ότι οι θυγατρικές της, ειδικά η Wyeth, είχαν δωροδοκήσει γιατρούς και άλλους επαγγελματίες του χώρου της υγείας για να αυξήσουν τις πωλήσεις στο εξωτερικό.
Δεν θέλουμε να σας κουράσουμε άλλο και δεν θα αναφέρουμε τα πειράματα στην Αφρική με τα εμβόλια που παρέλυσαν εκατοντάδες μικρά παιδιά. Θα το κλείσουμε εδώ απευθύνοντας αυτή την ερώτηση σε σας, τους αναγνώστες μας αλλά και σε κάθε νουνεχή πολίτη: Τι λόγο έχεις να εμπιστεύεσαι μια εταιρεία που κατηγορείται για δεκάδες περιπτώσεις απάτης, για επιθετικές τακτικές μάρκετινγκ, για εξαγορά ανταγωνιστών, για χρηματισμό γιατρών και για τόσα άλλα αδικήματα;