Σε άρθρο Ισπανικού ΜΜΕ παρατίθεται έγγραφο που είναι αντίγραφο του πρωτοτύπου που έχει δημοσιευτεί από το Ισπανικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών, αναφορικά με τις πρώτες εντυπώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, του οποίου κυριότερα σημεία είναι τα ακόλουθα:
“Αναμφισβήτητα, είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την πραγματική αποτελεσματικότητα του ρωσικού στρατού . Ακόμη περισσότερο όταν οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι σαφώς προκατειλημμένες, χάρη στην κυριαρχία των Ουκρανών σε αυτόν τον τομέα.
Ωστόσο, ορισμένες από τις πληροφορίες που φτάνουν σε εμάς είναι συνεπείς με όσα γνωρίζαμε προηγουμένως για τον ρωσικό στρατό ή με τις ιστορικές τάσεις και τη στρατιωτική κουλτούρα αυτών των δυνάμεων. Ως εκ τούτου, και με όλες τις πιθανές επιφυλάξεις, είναι εφικτό να επισημανθούν ορισμένα συμπεράσματα, πάντα σε προσωρινή βάση και προειδοποιώντας τον αναγνώστη ότι η ανάλυση αυτή έχει λογικά κενά που πηγάζουν από την έλλειψη αξιόπιστων και ολοκληρωμένων πληροφοριών.
Το Ρωσικό Δόγμα
Όλοι οι στρατοί είναι διαμορφωμένοι γύρω από ένα δόγμα, κατανοητό ως ο σωστός τρόπος (για κάθε στρατό) για τη διεξαγωγή μάχης. Αυτό το δόγμα κωδικοποιείται, καλύτερα ή χειρότερα, σε μια σειρά εγχειριδίων που είναι πολύ συχνά δύσκολο να διαβαστούν και να κατανοηθούν και δεν διανέμονται πάντα ευρέως.
Ωστόσο, οι στρατιώτες που εντάσσονται στις μονάδες σύντομα μαθαίνουν να κάνουν τα πράγματα ως συνήθως, και αυτό όπως πάντα δεν είναι τίποτα άλλο από την εφαρμογή του τρέχοντος δόγματος, σε ένα είδος προφορικής και σχεδόν εθιμικής μετάδοσης.
Το δόγμα καθορίζει την οργάνωση, τον τρόπο ανάπτυξης, τα χαρακτηριστικά των υλικών του, ακόμη και τον αριθμό και τη σύνθεσή του, ρυθμίζοντας ακόμη και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Το σοβιετορωσικό δόγμα διατηρεί μια αξιοσημείωτη συνέχεια, όπου το σημερινό ρωσικό δόγμα είναι μια εξέλιξη του σοβιετικού. Έτσι, το σημερινό δόγμα του ρωσικού στρατού συνεχίζει να είναι κληρονόμος της «βαθιάς μάχης» των Tujaschevski, Triandafilov, Svechin, Issersson…, που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1930 και χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) γεγονός που ισχύει ακόμη και σήμερα.
Στη συνέχεια, οι Σοβιετικοί το ενημέρωναν και το βελτίωναν, χωρίς όμως να αλλάξουν τις θεμελιώδεις ιδέες που το απαρτίζουν.
Στην αρχική της ιδέα, η «βαθιά μάχη» εξηγείται στο εγχειρίδιο PU-36, ένα θεμελιώδες έγγραφο στη σοβιετική-ρωσική δογματική ιστορία. Ολόκληρη η δογματική σύλληψη του PU-36 γεννήθηκε από τη σκέψη ότι οι στρατοί που δημιουργήθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση ήταν πολύ μεγάλοι για να καταστραφούν σε μια μόνο αποφασιστική μάχη (ένα σύγχρονο Austerlitz ή Borodino), κατά συνέπεια η καταστροφή του εχθρικού Στρατού μπορούσε να επιτευχθεί, μόνο μέσω μιας σειράς ταυτόχρονων ή διαδοχικών μαχών, κατευθυνόμενες προς έναν μόνο στόχο και, ως εκ τούτου να εκτελεστεί κάτω από μια ενιαία εντολή.
Αυτή είναι η προέλευση της έννοιας της «επιχειρησιακής τέχνης».
Η ανάπτυξη αυτών των τεράστιων στρατών σήμαινε ότι οι δυνάμεις που βρίσκονται στη γραμμή επαφής (το μέτωπο) είναι μόνο η επιφάνεια ενός μεγαλύτερου και πιο περίπλοκου συστήματος, στο οποίο επιπλέον τα ζωτικά στοιχεία πυροβολικό , διοίκηση, σύστημα επιμελητείας κλπ βρίσκονται πολύ μακριά από τη γραμμή επαφής.
Ωστόσο, για να επιτευχθεί η κατάρρευση του εχθρού, η καταστροφή αυτών των ζωτικών στοιχείων είναι επιβεβλημένη αν ενεργηθούν μόνο από τις δυνάμεις που βρίσκονται σε επαφή με τον εχθρό,όπου το αποτέλεσμα θα είναι ένας «πόλεμος φθοράς», πολύ μακρύς και αναποφάσιστος, όπως συνέβη στο Δυτικό Μέτωπο του Παγκοσμίου Πολέμου
Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να καταστραφούν εκείνα τα στοιχεία που βρίσκονται στο βάθος της εχθρικής ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που ακυρώνεται η επιθετική δράση των στοιχείων που έρχονται σε επαφή.
Εάν το εχθρικό πλευρό στηρίζεται στην ακτή, είναι επίσης δυνατή η χρήση ναυτικών μέσων για δράση στο βάθος της ανάπτυξης με πυρά αποβατικές και αεροκίνητες ενέργειες.
Για να εκτελεστεί αυτό το δόγμα, απαιτούνται μια σειρά επιχειρήσεων με πυρά μεγάλης εμβέλειας από πυροβολικό και αεροπορία και αερομεταφερόμενες δυνάμεις για εξουδετέρωση/καταστροφή κρίσιμων στοιχείων που βρίσκονται σε βάθος, ενώ πεζικό και πυροβολικό χρησικοποιούνται για να διατηρηθεί σταθερή η πρώτη γραμμή, περισσότερο πυροβολικό για να σπάσει ο εχθρός της πρώτης γραμμής και το ιππικό/τεθωρακισμένα να διεισδύσουν βαθιά στην ανάπτυξη του εχθρού και να καταστρέψουν αυτά τα κρίσιμα στοιχεία ή να καταλάβουν βασικά σημεία στο έδαφος.
Η ανάγκη χρήσης εναέριων μέσων (για αναγνώριση, εκτέλεση πυρών σε βάθος και χρήση αερομεταφερόμενων δυνάμεις ) κατέστησε απαραίτητο να υπάρχει στις επιχειρήσεις εννιαία Διοίκηση επί των χερσαίων και αεροπορικών δυνάμεων και κατά περίπτωση των ναυτικών δυνάμεων, γεγονός που καθιστά το επιχειρησιακό επίπεδο αναγκαστικά κοινό.
Το τρέχον σοβιετικό δόγμα έχει συνέχειες και ρήξεις σε σχέση με αυτό που εξετάζεται στο PU-36.
Η κύρια διαδορά τώρα είναι το γεγονός ότι οι σύγχρονοι στρατοί είναι τόσο μικρότεροι που δεν μπορεί να αποκλειστεί μια αποφασιστική μάχη.
Η κύρια συνέχεια είναι η αντίληψη του εχθρού ως ένα σύνθετο σύστημα που αποτελείται από πολλά περισσότερα τμήματα από τις ένοπλες δυνάμεις που υπάρχουν και όπως τότε, εξαρτάται από μια σειρά κρίσιμων συστημάτων που βρίσκονται φυσικά μακριά από τις αναπτυσσόμενες δυνάμεις ,όπως σήμερα περίπτωση δορυφόρων ή διαδικτυακών επικοινωνιών, αλλά και μιας κοινής γνώμης που είναι πολύ ευάλωτη στη χειραγώγηση πληροφοριών.
Κατά συνέπεια, το τρέχον ρωσικό δόγμα παραμένει καθολικό και επιδιώκει να επιτεθεί στον εχθρό «σε όλο το βάθος της ανάπτυξής του», είτε αυτό το βάθος είναι φυσικό είτε συνδέεται με άλλους τομείς, όπως οι πληροφορίες.
Αυτό το δόγμα, εντυπωσιακά παρόμοιο με το γερμανικό blitzkrieg, έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα για τους Ρώσους
Απαιτεί από τους ηγέτες όλων των επιπέδων να ασκούν μεγάλη πρωτοβουλία, για την οποία χρειάζονται υψηλή προετοιμασία και την απαραίτητη εξουσία για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. το πεδίο της μάχης.
Η κουλτούρα του Ρωσικού Στρατού παραμένει σοβιετική , όπου η πρωτοβουλία και η απομάκρυνση από την αυστηρή συμμόρφωση με τις εντολές είναι ένας δρόμος που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, στη Σιβηρία.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το σοβιετικό σύστημα βασίστηκε σε συγκεντρωτικά σχέδια που σχεδιάστηκαν στο υψηλότερο επίπεδο και εκτελούνταν χωρίς αμφιβολία από υφισταμένους σε όλα τα επίπεδα. Οποιαδήποτε αλλαγή στην εκτέλεση του σχεδίου θα μπορούσε να εκληφθεί ως κριτική ή έλλειψη εμπιστοσύνης στην ιεραρχία που είχε σχεδιάσει το σχέδιο, κάτι θανατηφόρο επικίνδυνο.
Η σοβιετική λύση για την εκτέλεση του δόγματος της « μάχης σε βάθος » με έναν απόλυτα συγκεντρωτικό Στρατό και χωρίς πρωτοβουλία ήταν η αφθονία των μέσων
Οι Σοβιετικοί το δημιούργησαν, μέσω του πυροβολικού μάχης, ο Στάλιν είχε ήδη πει ότι το πυροβολικό ήταν ο θεός του πολέμου, εκμεταλλευόμενοι τη ρήξη που προκαλούσαν στην εχθρική άμυνα, με μαζικές ομάδες αρμάτων μάχης και πεζικό σε οχήματα, ακολουθώντας ένα άκαμπτο σχέδιο, αλλά με επαρκή μέσα για να υπερνικήσει κάθε αντίσταση..
Η σοβιετική αεροπορία ενήργησε με παρόμοιο τρόπο με τη Luftwaffe, καθώς ήταν ένα είδος «ιπτάμενου πυροβολικού», αφιερωμένου αποκλειστικά στην υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων. Ωστόσο, όπως και οι επίγειες δυνάμεις, τηρεί αυστηρά το εγκεκριμένο σχέδιο.
Κατά συνέπεια, πολλές από τις αποστολές που πραγματοποιήθηκαν από τη Luftwaffe ήταν πέρα από τις δυνατότητες της κόκκινης αεροπορίας: δεδομένου ότι ο χρόνος και ο τόπος πιθανών αντεπιθέσεων του εχθρού ήταν δύσκολο να προβλεφθεί, η κόκκινη αεροπορία σπάνια ήταν σε θέση να επέμβει απέναντί τους, επειδή αυτό δράση συνεπαγόταν τροποποίηση του σχεδίου.
Για τους ίδιους λόγους, δεν μπόρεσε επίσης να αντιδράσει γρήγορα σε περίπτωση απρόβλεπτων καταστάσεων μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αντίσταση ή εμφάνιση δυνάμεων που δεν προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο
Η δημοσίευση PU-36 υπογράμμισε την ανάγκη να αποτραπεί ο εχθρός από την αναδιοργάνωση και τη δημιουργία ενός νέου αμυντικού μετώπου μετά το ξέσπασμα του μετώπου. Για το λόγο αυτό, ο κόκκινος στρατός δεν σταματά ποτέ την προέλασή του, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο.
Αυτό σημαίνει ότι, γενικά, οι μονάδες του Κόκκινου Στρατού δεν ανακουφίζουν τις δυνάμεις τους στην επίθεση, όπου οι μονάδες πρώτης γραμμής επιτίθενται μέχρι να καταστραφούν, οπότε οι μονάδες δεύτερης γραμμής τις «τρέχουν» και συνεχίζουν την επίθεση.
Για το λόγο αυτό, τα logistics είναι σχετικά φτωχά και δεν υπάρχουν σχέδια για ανεφοδιασμό δυνάμεων που θεωρούνται κατεστραμμένες μετά την πρώτη επίθεση.
Η παλιά αντίληψη του ΝΑΤΟ για επίθεση με επακόλουθες δυνάμεις (FOFA) γεννιέται από αυτό το χαρακτηριστικό
Εάν οι μονάδες δεύτερης γραμμής καταστράφηκαν, η σοβιετική προέλαση θα ήταν πολύ σύντομη, λόγω της φθοράς των μονάδων πρώτης γραμμής και της περιορισμένης υλικοτεχνικής εμβέλειας.
Αυτή η σοβιετική νοοτροπία υποδηλώνει επίσης ότι οι μονάδες θεωρούνται αναλώσιμες, εξ ου και η σοβιετική προθυμία να υποστούν πολύ πιο σοβαρές απώλειες από ότι έχουμε συνηθίσει στη Δύση.
Κατά τη γνώμη μου, στην Ουκρανία, οι Ρώσοι είχαν ξεκινήσει ένα σχέδιο σύμφωνο με το δόγμα της «μάχης σε βάθος», μια ταυτόχρονη επίθεση σε ολόκληρο τον εχθρικό μηχανισμό, γεωγραφικά και λειτουργικά, προσπαθώντας να περικυκλώσουν τον ουκρανικό στρατό στα ανατολικά με “λαβίδα” που η μια της άκρη προερχόταν από τα βόρεια από το Χάρκοβο-Πολτάβα και η άλλη από την Κριμαία και παράλληλα να ρίξουν την πολιτική ηγεσία καταλαμβάνοντας το Κίεβο
Ομοίως, δεν περίμεναν να επιτύχουν αεροπορική υπεροχή για να επιτεθούν , αφού το δόγμα απαιτεί «ταυτόχρονη επίθεση» και ο ίδιος ο Tukhachevsky θα είχε εγκρίνει το σχέδιο.
Η εκτέλεση του σχεδίου
Τι πήγε στραβά λοιπόν;
Πέρα από την απροσδόκητη ουκρανική αντίσταση, η εκτέλεση της «βαθιάς μάχης» χωρίς πρωτοβουλία στα κατώτερα κλιμάκια απαιτεί από τον Κόκκινο Στρατό μια τεράστια μάζα δυνάμεων.
Ωστόσο φαίνεται ότι στην Ουκρανία , οι Ρώσοι δημιούργησαν ένα σχέδιο σε σοβιετική κλίμακα το οποίο έχουν μελετήσει απέξω στις ακαδημίες τους , έχοντας ξεχάσει ότι έχουν πλέον ένα ρωσικό στρατό μικρό σε όγκο και φτωχό.
Πράγματι, ο ρωσικός στρατός δεν είναι ο κόκκινος στρατός.
Η σοβιετική επιτυχία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου, μετά την καταστροφή του 1941, εφάρμοσαν επιτυχώς τις ιδέες που ενσωματώθηκαν στο PU-36, βασίστηκε στο τεράστιο μέγεθος των δυνάμεων.
Με την ειρήνη του Ψυχρού Πολέμου, το σοβιετικό σύστημα εδραιωνόταν όλο και περισσότερο,όπου ο Κόκκινος Στρατός λειτουργούσε με όλο και πιο άκαμπτες διαδικασίες, με απόλυτα συγκεντρωτικό έλεγχο και χωρίς περιθώρια πρωτοβουλίας
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης επιδείνωσε αυτήν την κρίση, η οποία είναι δύσκολο να αντιστραφεί, μετά από πενήντα χρόνια δημιουργίας μιας κουλτούρας τυφλής υπακοής στο σχέδιο και αποφυγής ανάληψης πρωτοβουλίας, η αλλαγή της οποίας είναι σχεδόν αδύνατη σε λίγα χρόνια.
Ο πόλεμος της Τσετσενίας έδειξε σύντομα τις σοβαρές ελλείψεις του ρωσικού στρατού.
Στην πραγματικότητα, ο ρωσικός στρατός δεν έχει αντιμετωπίσει έναν εχθρό αρκετά μεγάλο για να αναλύσει τις πραγματικές στρατιωτικές του ικανότητες σε μια σύγκρουση υψηλής έντασης, αφού η Γεωργία ήταν κάτι περισσότερο από μια αψιμαχία, εναντίον ενός πολύ αδύναμου εχθρού.
Ο ρωσικός στρατός έχει άλλους περιορισμούς , όπου αναμιγνύει επαγγελματικά στρατεύματα με στρατεύματα αντικατάστασης ,με ένα έτος στρατιωτικής θητείας, αλλά το κάνει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο.
Το πρώτο τάγμα ελιγμών κάθε ταξιαρχίας/συντάγματος είναι επαγγελματικά στρατεύματα, όπως και η πρώτη μοίρα των ομάδων πυροβολικού κάθε ταξιαρχίας (αντιαεροπορικά, πεδίου ή αντιαρματικά) και ο πρώτος λόχος των μονάδων υποστήριξης.
Οι υπόλοιποι αποτελούνται από στρατεύματα αντικατάστασης, με ορισμένες κρίσιμες θέσεις (σκοπευτές αρμάτων μάχης, δείκτες πυροβολικού…) που καταλαμβάνονται από επαγγελματίες.
Οι περιορισμοί του προϋπολογισμού σημαίνουν ότι η εκπαίδευση επικεντρώνεται σε επαγγελματικές μονάδες και πολύ λιγότερο σε μονάδες αντικατάστασης.
Έτσι, κάθε ταξιαρχία είναι, στην πραγματικότητα, μια τακτική ομάδα που βασίζεται σε ένα τάγμα πεζικού/τεθωρακισμένων, μια μοίρα πυροβολικού μάχης, μια αντιαεροπορική συστοιχία, μια Μονάδα αντιαρματικων , μια Μονάδα διαβιβάσεων
Δηλαδή, μια Ομάδα Εργασίας Τάγματος ( BTG), που είναι αυτό που χρησιμοποιούν στην Ουκρανία.
Ωστόσο, αυτή η οργάνωση υπονοεί ότι οι Διοικήσεις Ταξιαρχίας ή πυροβολικού εφοδιάζονται επίσης με στρατεύματα αντικατάστασης, πράγμα που σημαίνει ότι, εάν αποφασιστεί να μην χρησιμοποιηθούν στρατεύματα αντικατάστασης στην επιχείρηση, δεν υπάρχει επίπεδο ταξιαρχίας και, κατά συνέπεια, ότι οι BTG στερούνται βασικών στοιχείων του .
Με τον ίδιο τρόπο, οι μονάδες επιμελητείας δέχονται ουσιαστικά στρατεύματα αντικατάστασης.
Έτσι, οι θέσεις διοίκησης των μεγάλων μονάδων του ρωσικού στρατού (αυτοί οι στρατοί θα ήταν στην πραγματικότητα σχεδόν ισοδύναμοι με τις μεραρχίες μας ή ένα μικρό σώμα στρατού, καθώς αποτελούνται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από δύο μικρές μεραρχίες των περίπου 10.000 στρατιωτών, συν ορισμένες υποστηρίξεις ) καταλήγουν να ελέγχουν απευθείας έναν μεταβλητό αριθμό BTG
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί σημαίνουν ότι, εκτός από την ετήσια άσκηση Zapad, ο ρωσικός στρατός σπάνια εκτελεί ασκήσεις μεγαλύτερες από το BTG, επομένως η χρήση υποστήριξης ταξιαρχίας και μεραρχιών σπάνια εφαρμόζεται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τον συντονισμό αέρος-εδάφους, ο οποίος πραγματοποιείται συνήθως σε επίπεδο Στρατιάς
Τα ρωσικά τάγματα διαθέτουν μόνο τμήμα υλικοτεχνικής υποστήριξης, με πολύ περιορισμένες δυνατότητες σε συντήρηση και ανεφοδιασμό. Το πρώτο αντάξιο του ονόματος υλικοτεχνικό βήμα εμφανίζεται σε επίπεδο ταξιαρχίας, η οποία διαθέτει ένα τάγμα συντήρησης και ένα τάγμα ανεφοδιασμού. Αυτό σημαίνει ότι οι BTG, εάν δεν ενισχυθούν από την ταξιαρχία τους, έχουν πολύ μικρή ικανότητα να ανακτήσουν τα κατεστραμμένα οχήματα ή να ανεφοδιάσουν
Οι ρωσικές ταξιαρχίες έχουν, θεωρητικά, μια Μονάδα UAV, με τρεις ομάδες των τριών συσκευών, γενικά Orlan-10. Αυτά τα UAV λειτουργούν σε ομάδες των δύο ή τριών, με ένα από αυτά να πετά σε υψόμετρο 1.000 ή 1.500 m, σε αποστολή ISTAR (Intelligence, Surveillance, Target Acquisition and Surveillance), ενώ ένα άλλο ενεργεί ως ηλεκτρονική συνοδός που μεταφέρει εξοπλισμό ηλεκτρονικού πολέμου και αν χρειαστεί, άλλος πετά πίσω και σε μεγαλύτερο υψόμετρο, λειτουργώντας ως ρελέ για να επεκτείνει την εμβέλεια της ομάδας.
Θεωρητικά, τα UAV θα πρέπει να προηγούνται της προέλασης των μονάδων ταξιαρχίας τους, παρέχοντας πληροφορίες
Ο ρωσικός στρατός δεν έχει υπαξιωματικούς με τη δυτική έννοια του όρου
Γενικά, οι υπαξιωματικοί είναι επιλεγμένοι επαγγελματικοί στρατιώτες, που ακολουθούν μια σύντομη πορεία για να γίνουν λοχίας. Η προετοιμασία του είναι πολύ περιορισμένη. Οι μονάδες που βασίζονται σε στρατεύματα αντικατάστασης δεν έχουν υπαξιωματικούς στη διοίκηση, αλλά επαγγελματίες υπαξιωματικοί καταλαμβάνουν εκείνες τις θέσεις που απαιτούν ορισμένες τεχνικές γνώσεις, κάτι που δεν σημαίνει ότι καταλαμβάνουν θέσεις διοίκησης.
Κατά συνέπεια, τα καθήκοντα που επιτελούν οι υπαξιωματικοί στον Στρατό μας εκτελούνται στον Ρωσικό Στρατό από Ανθυπολοχαγούς . Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να αφιερώσουν πολύ λίγο χρόνο στις οδηγίες της μονάδας τους. Κατά συνέπεια, η συνοχή των μικρών μονάδων των στρατευμάτων αντικατάστασης είναι πολύ χαμηλή και η εκπαίδευσή τους πολύ χαμηλού επιπέδου.
Από την πλευρά της, η ρωσική αεροπορία έχει πραγματική εμπειρία μάχης, που αποκτήθηκε στη Συρία.
Ωστόσο, σε αυτό το θέατρο δεν υπάρχουν πραγματικές απειλές για τα ρωσικά αεροσκάφη από εχθρικά αεροσκάφη και αντιαεροπορικά).
Από την άλλη πλευρά, στη Συρία οι Ρώσοι έχουν χρησιμοποιήσει κυρίως μη κατευθυνόμενα όπλα (μόνο το 5% των επιθέσεων έχουν χρησιμοποιήσει κατευθυνόμενα όπλα). Αυτή η ελάχιστη χρήση έξυπνων όπλων (λιγότερη από αυτή που χρησιμοποίησε ο Συνασπισμός κατά του Σαντάμ Χουσεΐν το 1991, μια σύγκρουση στην οποία οι σύμμαχοι χρησιμοποίησαν το 10% των κατευθυνόμενων όπλων) συνεπάγεται περιορισμένη εμπειρία στη χρήση τους, αλλά μπορεί επίσης να είναι σύμπτωμα περιορισμένης διαθεσιμότητας αυτού του τύπου όπλων, τα οποία από την άλλη είναι πανάκριβα.
Πολλές από τις δυσκολίες που συναντούν τα ρωσικά στρατεύματα στην Ουκρανία πηγάζουν άμεσα από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του ρωσικού στρατού.
Ο Πρόεδρος Πούτιν προφανώς υπέθεσε ότι δεν θα υπήρχε πραγματική αντίθεση στη ρωσική προέλαση, επομένως οι αρχικές φάσεις της εκστρατείας είχαν στόχο την καταστροφή της ουκρανικής αεροπορίας, ενώ τα χερσαία στρατεύματα θα έκαναν μια γρήγορη προέλαση για να καταλάβουν το Κίεβο και να περικυκλώσουν τις δυνάμεις του ουκρανικού στρατού στα ανατολικά της χώρας.
Ωστόσο, η ουκρανική αεροπορία ,πιθανότατα με πληροφορίες που προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή της.
Από την άλλη πλευρά, οι ρωσικές επιθέσεις κατευθύνθηκαν εναντίον χώρων στάθμευσης αεροσκαφών και εναντίον ορισμένων βασικών εγκαταστάσεων, όπως αποθήκες καυσίμων, αλλά γλίτωσαν υποδομές που καθυστερούσαν να ανοικοδομηθούν, όπως οι διάδρομοι προσγείωσης.
Αυτό φαίνεται να δείχνει μια ορισμένη επιθυμία να διατηρηθούν οι ουκρανικές βάσεις σε μια κατάσταση όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ρωσικά αεροπλάνα μετά την κατοχή τους. Τα προληπτικά μέτρα των Ουκρανών μείωσαν την αποτελεσματικότητα των ρωσικών επιθέσεων, οι οποίες από την άλλη δεν επανέλαβαν τις επιθέσεις τους, ίσως επειδή το αρχικό σχέδιο δεν προέβλεπε αυτή την επανάληψη. Έτσι, η ουκρανική αεροπορία συνεχίζει να πετάει, αν και πολύ περιορισμένη από την υπεροχή του ρωσικού αέρα.
Τα βίντεο που δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο -με όλες τις επιφυλάξεις που συνεπάγεται ο «πληροφοριακός πόλεμος» που υπάρχει γύρω από αυτή τη σύγκρουση- δείχνουν συχνά αεροσκάφη υψηλής τεχνολογίας (Su-30 ή Su-34) να ρίχνουν βόμβες βαρύτητας, αναγκάζοντάς τα να έρθουν στο εμβέλεια της ουκρανικής αντιαεροπορικής άμυνας.
Συγκριτικά, στις 78 ημέρες του βομβαρδισμού του Κοσσυφοπεδίου (38.000 αεροπορικές εξόδους), δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αεροσκάφη του ΝΑΤΟ εισήλθαν στην εμβέλεια του σερβικού αντιαεροπορικού πυροβολικού (ίσως το έκαναν κατ’ εξαίρεση).