Ότι βάλθηκαν να σε υποδουλώσουν, με τρόπο απόλυτο και μη αναστρέψιμο, είναι κι απ’ τον ήλιο ακόμα πιο φανερό. Και λίγες μόνον ώρες πριν από το μεγάλο σούρουπο, το «ποιοι» το «πώς» και το «γιατί» δευτερεύουσα έχουν πλέον σημασία.
Το ύψιστο τώρα ερώτημα αφορά την προθυμία σου να σκλαβωθείς -και μάλιστα χωρίς αξιοσέβαστο αντάλλαγμα.
Καθώς δεν αποτελείς ανήμπορο ν’ αντιδράσει λάφυρο ενός χαμένου πολέμου εποχής αλλοτινής, δύο θαρρώ πως είναι οι απαντήσεις στο εν λόγω ερώτημα:
- Είσαι δούλος από την φύση σου.
- Φέρεις εντός σου δούλου ψυχή.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εκ φύσεως δούλος είναι αυτός που ενεργεί μόνον με το σώμα του, αδυνατώντας να προβλέπει με την διάνοιά του. Αυτή του η αδυναμία τον μετατρέπει εύκολα σε κτήμα ενός άλλου ανθρώπου, σε έμψυχο εργαλείο στα χέρια ενός αφέντη.
Οι άνθρωποι-εργαλεία δεν έχουν κάτι άλλο να προσφέρουν εκτός από τις σωματικές τους δυνάμεις. Και είναι άνοες, αφού διαθέτουν τόσο μόνον λογικό όσο τους χρειάζεται για να αισθάνονται -όχι να νοούν.
Όσο κι αν δεν μας αρέσει, στην εποχή μας τα έμψυχα εργαλεία περισσεύουν. Και σε αυτά κυρίως αναφέρεται ο ανεκδιήγητος Γιουβάλ Νώε Χαράρι, όταν με κυνισμό αναρωτιέται «τι θα κάνουμε με όλους αυτούς τους άχρηστους τρώγοντες» που θα χάσουν την εργαλειακή τους αξία εξαιτίας των ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης.
Αν, λοιπόν, θεωρείς ότι είσαι έμψυχο εργαλείο, κατανοώ την προθυμία σου να παραμείνεις δούλος στην ιδιοκτησία κάποιου αφέντη. Άλλωστε, όπως λέει και ο Αριστοτέλης, η δουλεία είναι προς το συμφέρον του φύσει δούλου.
Φυσικά, όταν απωλέσεις την αξία σου ως εργαλείο και γίνεις ένας «άχρηστος τρώγων», είτε θα τεθείς εκτός βιολογικής λειτουργίας είτε θα φυτοζωείς στο metaverse μπουκωμένος με κάθε λογής ναρκωτικές ουσίες.
Αν, όμως, θεωρείς ότι είσαι από την φύση σου ελεύθερος, θα πρέπει ν’ αρχίσει να σε προβληματίζει η προθυμία σου να δουλοποιηθείς αμαχητί. Γιατί ένα πράγμα μόνον σημαίνει αυτή σου η στάση –ότι φέρεις εντός σου δούλου ψυχή.
Και μια δουλική ψυχή είναι ψυχή βαρβαρική. Γι’ αυτό, είναι ύβρις να λες ότι είσαι Έλλην.
Οι γνήσιοι Έλληνες ήταν, είναι, και θα είναι ελεύθεροι. Ακόμα κι όταν το σώμα τους σκλαβώνεται (ύστερα από ηρωική αντίσταση), η ψυχή και το πνεύμα τους αρνούνται να υποταχθούν. Γιατί τους αρμόζει να εξουσιάζουν βαρβάρους, όχι να εξουσιάζονται από αυτούς.
Στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι», όταν η Κλυταιμνήστρα και ο Αχιλλέας αναζητούν τρόπο να σώσουν την μέλλουσα να θυσιαστεί Ιφιγένεια, εκείνη τους αντικρούει λέγοντας (μεταξύ άλλων):
Το κορμί μου στην Ελλάδα δίνω· μπρος, θυσιάστε με,
πάρτε το Ίλιο. Αυτά για χρόνια θα ᾽ναι θυμητάρια μου,
γάμος και παιδιά και δόξα. Το σωστό, να κυβερνούν
Έλληνες βαρβάρους, κι όχι βάρβαροι τους Έλληνες·
γιατί οι βάρβαροι είναι δούλοι, κι οι Έλληνες ελεύθεροι.
Αυτοί που βάλθηκαν να δουλοποιήσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα, είναι βάρβαροι του χειρίστου είδους. Γιατί, αν και ΔΕΝ έχουν χρεία έμψυχων εργαλείων, εντούτοις επιμένουν να αρνούνται την απελευθέρωση της ανθρωπότητας.
Η διαφορά τους από τους Έλληνες (και τους ελληνόψυχους) κρύβεται στα εξής λόγια του Αριστοτέλη:
Αν κάθε μέσο είχε την δύναμη να ολοκληρώσει μόνο του το έργο του, ύστερα από διαταγή ή με την βούλησή του, όπως υποστηρίζουν για τα αυτόματα του Δαιδάλου ή τους τρίποδες του Ηφαίστου, για τους οποίους ο ποιητής λέει οτι εκτελούσαν αυτόματα την εργασία τους στο εργαστήριο του θεού, έτσι, αν και οι σαΐτες του αργαλειού είχαν την δύναμη να υφαίνουν οι ίδιες, και οι χορδές να παίζουν μόνες τους κιθάρα, τότε οι αρχιτεχνίτες δεν θα χρειάζονταν εργάτες ούτε οι αφέντες δούλους.
Τα σημερινά αυτόματα του Δαιδάλου και οι τρίποδες του Ηφαίστου είναι τα ρομπότ και η τεχνητή νοημοσύνη…
Αφού ευχηθώ να ξαναβρούμε όλοι την ελληνική ψυχή μας, κλείνω με το ποίημα «Επίκαιροι Αμίλητοι» του ανυπότακτου Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι:
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και πού το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Έι! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.