«Το πρώτο ενισχυτικό κίνητρο της υποταγής, που παρουσιάζεται ευθύς αμέσως στο πνεύμα, είναι το ένστικτο της προσωπικής αυτοσυντηρήσεως, υπό τις διάφορες, κατά το μάλλον και ήττον, συνειδητές μορφές του, και το οποίο εκδηλώνεται με διάχυτο αίσθημα αβεβαιότητας, ή με το φόβο συγκεκριμένης τιμωρίας, με την ελπίδα κάποιας ικανοποιήσεως ή ωρισμένης αμοιβής. Είμαστε συνηθισμένοι να βλέπωμε την ανυποταγή – στο σχολείο, στο στρατό, στο νόμο- να συνοδεύεται από ποινές. […]»1.
Είναι αυτή η ανυποταγή, η προσωπική αντίσταση στην εξουσία που ορίζει διαχρονικά τον ρου της Ιστορίας, ξεγυμνώνοντας τις «καλές» προθέσεις του πανταχού παρόντος κρατικού πατερναλισμού, που τρέφει και συνάμα τρέφεται από το συνηθέστατα τεχνηέντως κατασκευασμένο κοινωνικό περιθώριο. Μία τέτοια περίπτωση κοινωνικού περιθωρίου αναδεικνύει και το επικό γουέστερν που αφηγείται την πτώση του επαναστάτη Ινδιάνου «Τζερόνιμο» και την παράδοσή του στον αμερικανικό στρατό.
Η ομότιτλη ταινία («Τζερόνιμο») έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μέσω της παρουσίασης της ήττας του θρύλου των Απάτσι, του Τζερόνιμο, αναδεικνύονται πτυχές ενός γνώριμου μοτίβου διαχείρισης των «ανεπιθύμητων», εν προκειμένω των ταραχοποιών Ινδιάνων, από την εκάστοτε κρατούσα τάξη, εν προκειμένω από την αμερικανική κυβέρνηση· το μοτίβο αυτό αποτελείται, φυσικά, από ισχυρές δόσεις κρατικού πατερναλισμού και την μεθόδευση της πρόταξης ενός οπωσδήποτε κοινού καλού το οποίο εξυπηρετεί την κατασκευή ενός κοινωνικού περιθωρίου και συνάμα εξυπηρετείται από αυτό.
Δείτε γιατί:
Η συμπεφωνημένη παράδοση του Τζερόνιμο θα ήταν η αρχή του τέλους των εχθροπραξιών για τις οποίες, σύμφωνα με την εκδοχή των εκπροσώπων της κυβέρνησης και του στρατού, την αποκλειστική ευθύνη έφεραν οι πολεμοχαρείς φυλές. Όταν ο Τζερόνιμο παραδόθηκε, ο στρατηγός Crook του ανακοίνωσε ότι με εντολή της Ουάσινγκτον θα έμενε για λίγες ημέρες στη βάση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Σαν Κάρλος και εν συνεχεία θα έπρεπε να σταλεί παρέα με τους Τσιρικάουα στο Τέρκι Κρηκ, με την υποχρέωση να παραμένουν εντός των ορίων των καταυλισμών. Προς το σκοπό αυτό, μάλιστα, ο νεαρός αξιωματικός Davis τέθηκε υπεύθυνος-επιτηρητής της συμμόρφωσης των Απάτσι με τους «κανονισμούς» οι οποίοι προέβλεπαν τα εξής:
- α) απαγόρευση απομάκρυνσης από τον καταυλισμό χωρίς άδεια (ακόμη κι αν η απομάκρυνση ήταν ολίγων ωρών) και
- β) απαγόρευση κατανάλωσης ουίσκι (εν γένει αλκοόλ), ενώ οι παραβάτες θα οδηγούνταν στις στρατιωτικές φυλακές των παραπηγμάτων.
Στις αντιδράσεις των μελών της φυλής για την αυστηρότητα των μέτρων και, ιδίως, την απαγόρευση του αλκοόλ, όταν αυτό, μάλιστα, επιτρέπεται για τα «χλωμά πρόσωπα», η απάντηση που δόθηκε ήταν γνησίως πατερναλιστική με επίκληση του κοινού καλού:
«Ναντάν Λουπάν [ο στρατηγός Crook στην γλώσσα των Απάτσι] λέει αν Απάτσι πίνει, Απάτσι πολεμά. Οι Απάτσι κάνουν φασαρίες. Αυτό είναι κακό για όλους. Κακό για τους Απάτσι, κακό για τους στρατιώτες, κακό για όλα τα χλωμά πρόσωπα».
Σημείο-κλειδί εδώ είναι η νομιμοποίηση των μέτρων μέσω της αξιοποίησης της ταμπέλας της επικινδυνότητας και της αναγκαιότητας διαφύλαξης του συλλογικού αλλά και ατομικού καλού. Μάλιστα, η ταμπέλα αυτή της επικινδυνότητας του μη συμμορφούμενου με τα μέτρα αξιοποιείται διά της επικινδυνότητας του αλκοόλ, η οποία, ωστόσο, διαπιστώνεται μόνο για τους Απάτσι:
Τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό καλό μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο από τους απείθαρχους Απάτσι που θα θελήσουν να πιουν αλκοόλ και θα βρεθούν μετά βεβαιότητας σε κατάσταση απώλειας αυτοελέγχου· η πιθανότητα, όμως, απώλειας αυτοελέγχου δεν διαπιστώνεται για τους στρατιώτες. Τοιουτοτρόπως, η σκοπιμότητα της διαχείρισης των ινδιάνικων καταυλισμών απορροφά την ατομικότητα και γίνεται αυτή η μόνη, άξια προστασίας, συλλογικότητα.
Και τούτο διότι στην πραγματικότητα τα μέτρα αυτά υπηρετούσαν τον στόχο της αλλαγής των συνηθειών της φυλής των Απάτσι, όπως τον διακήρυξε ο στρατηγός Crook στον Τζερόνιμο κατά την παράδοσή του, υπογραμμίζοντας την υποχρέωση των Απάτσι να αλλάξουν και να εκμεταλλευτούν την μόνη τους ευκαιρία να γίνουν γεωργοί (και να σταματήσουν να είναι κυνηγοί), τιθέμενοι υπό την προστασία του αμερικανικού στρατού.
Αυτό που πρέπει να παρατηρήσει κανείς είναι η γλωσσική βιτρίνα που χρησιμοποίησε η αμερικανική κυβέρνηση και ο στρατός για να ωραιοποιήσουν το καθεστώς καταπίεσης των Απάτσι με σκοπό την αφομοίωσή τους: οι Απάτσι δεν είχαν λόγο να ανησυχούν, πλέον, καθώς, ευρισκόμενοι υπό την προστασία του αμερικανικού στρατού μπορούν να ασχοληθούν με την γεωργία, να αυτοπεριοριστούν στα εδαφικά όρια που τους υπεδείχθησαν και σταδιακά να αφομοιωθούν, να αλλάξουν δηλαδή ταυτότητα. Με άλλους λόγους: να πάψουν να αποτελούν πρόβλημα για την κυβέρνηση.
Η καταπίεση της αφομοίωσης έφερε την εξέγερση του Τζερόνιμο, και η ροή της ιστορίας εξελίσσεται γύρω από την εξέγερση αυτή, η οποία γίνεται το σύμβολο αντίστασης στο «χλωμό πρόσωπο» που αδιαφορεί για τις συνήθειες των Απάτσι και καταπατά την πάλαι ποτέ ινδιάνικη γη μέχρι την τελική πτώση του Τζερόνιμο και την οριστική ήττα του.
Για την περιθωριοποίηση των Ινδιάνων στις ΗΠΑ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση της Γαλλίδας Ιστορικού E. Marienstras, η οποία, μεταξύ άλλων, επισημαίνει:
« […] Οι Ινδιάνοι βρίσκονται στην παράδοξη κατάσταση […] ενός λαού που κατελάμβανε μιαν ολόκληρο ήπειρο χωρίς να τη μοιράζεται, που γνώρισε μιαν εξέλιξη συγκρίσιμη με άλλους κλάδους της ανθρωπότητας και που, αφού κυριεύτηκε, καταπιέστηκε, απαλλοτριώθηκε, καταλήγει ξένος στο ίδιο του το έδαφος, περιορισμένος σε υπανάπτυκτες περιοχές με μόνη εναλλακτική λύση να αφομοιωθεί χάνοντας την ταυτότητά του. Ενώ οι άλλοι εξωγενείς λαοί, συμπεριλαμβανομένων των Αφρικανών, μπόρεσαν να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους μία θέση, όσο μικρή κι αν ήταν, στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας, διατηρώντας τα ίχνη της αρχικής τους κουλτούρας, οι Ινδιάνοι κλήθηκαν, για το ίδιο αποτέλεσμα, να απαρνηθούν εντελώς ό,τι υπήρξε ο λόγος ύπαρξής τους, την ‘‘ινδιάνικη ταυτότητά τους’’ –μια που κρίθηκε απαράδεκτη και επικίνδυνη για τον κυρίαρχο κόσμο»2.
Για τον τρόπο με τον οποίο κατέστη εφικτή η απώλεια της ταυτότητας, η συγγραφέας παραπέμπει στον Tocqueville:
«Η διαδικασία του θανάτου και της απώλειας της κουλτούρας τους περιγράφεται από τον Tocqueville με μεγάλη οξυδέρκεια: πιέσεις για τις γαίες, καταστροφή των θηραμάτων και αντικατάσταση μίας οικονομίας κυνηγιού […] από μία βιομηχανική οικονομία, μετακίνηση των ιθαγενών προς τη Δύση, αποδιάρθρωση των δομών των φυλών και τελική απώλεια της ταυτότητας, περνώντας από τη σωματική και ηθική εξαθλίωση, την πείνα και τις σφαγές, αυτή είναι ακριβώς η εικόνα που παρουσιάζουν οι σχέσεις μεταξύ Ευρωπαίων και Ινδιάνων τον 19ο αι.»3.
Φυσικά, η στρατηγική αυτή δεν είναι τυχαία αλλά απολύτως στοχευμένη στον «εύπλαστο» πυρήνα της έννοιας της περιθωριοποίησης για τις ανάγκες της κυβερνητικής σκοπιμότητας.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο B. Vincent για τους «περιθωριακούς»:
«[…] Όρος βολικός και αρκετά νεφελώδης για να καλύψει υπό τον μανδύα του τις πολλαπλές όψεις της άρνησης των κυρίαρχων αξιών. Όρος ιμπεριαλιστικός σε σημείο να εξαφανίσει όλους τους άλλους που χαρακτήριζαν τα ίδια φαινόμενα προηγουμένως. Όρος αρκετά αμφίσημος για να επιτρέψει όλες τις περαιτέρω χρήσεις, ακόμα και τις πιο καταχρηστικές. […]4.
Μπορεί η Άγρια Δύση και οι μάχες μεταξύ Ινδιάνων και «χλωμών προσώπων» με φόντο την εδαφική κυριαρχία να είναι μία κινηματογραφική ανάμνηση για τους λάτρεις των γουέστερν, ο κρατικός πατερναλισμός, ωστόσο, με φόντο τις κρίσεις και τους κροίσους είναι εδώ και καθιστά επίκαιρο αυτό που είχε διαπιστώσει ο Umberto Eco το 1972:
«Πρόοδος και κέρδος δεν είναι τόσο συναφείς έννοιες όσο φαίνονται, κι όποιος κάνει το λάθος να τις θεωρεί σαν τέτοιες δεν είναι επαναστάτης. […] Μπρος σ’ αυτή την επίθεση πρέπει να διεκδικήσουμε μια κουλτούρα, μία ιδέα της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης που […] είναι κληρονομιά της εργατικής τάξης και των υποδεέστερων μαζών, γιατί αποτελεί ένα μέσο για την απελευθέρωση του ανθρώπου, όχι μόνο από τον ζυγό που του επιβάλλουν οι άλλοι άνθρωποι, αλλά και από τον ζυγό της ‘‘παρθένας’’ φύσης που τ’ αφεντικά θα θέλανε ακόμη αγνή, όχι από αγάπη για τον άνθρωπο, αλλά από αγάπη για τις τεράστιες ήσυχες εκτάσεις στις οποίες μόνο αυτοί θα πρέπει να ΄χουν το δικαίωμα να κάνουν τον περίπατό τους»5.