Ίσως ο πρωθυπουργός να γνωρίζει τους πραγματικούς λόγους πίσω από την επίθεση
«Δε νομίζω ότι υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μεταξύ του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά, ο αγαπημένος της κ. Μέρκελ ήταν ο κ. Τσίπρας. Ο Σαμαράς δεν έκανε τα χατίρια της Μέρκελ. Ο Σαμαράς ως πρωθυπουργός είπε όχι στην Μέρκελ για το Υπερταμείο και το συμβιβασμό με τα Σκόπια. Αυτά που δεν έδωσε ο κ. Σαμαράς τα έδωσε ο κ. Τσίπρας. Και αυτό εξηγεί τους λόγους που η κ. Μέρκελ έριξε τότε την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Εάν είχε ολοκληρώσει τη θητεία του ο Σαμαράς η εξέλιξη θα ήταν πολύ διαφορετική».
Άδωνις Γεωργιάδης_Δευτέρα, 27 Σεπτεμβρίου 2021
Εάν δεχθούμε την τότε ανάλυση του Άδωνι η αίσθηση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται αφορά πλέον και την σημερινή κυβέρνηση καθώς και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, τον οποίο κορυφαία γερμανικά ΜΜΕ τον αποκαλούν “γυαλιστερή βιτρίνα” και εξαπολύουν σκληρή επίθεση εναντίον του με αφορμή τις υποκλοπές!
Μία μάλλον αδιάφορη και για την ελληνική κοινή γνώμη υπόθεση μετατρέπεται από το πουθενά σε εργαλείο αποδόμησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι η DW επιλέγει να αναπαράξει τις πιο σκληρές από αυτές τις κριτικές των γερμανικών ΜΜΕ.
Ίσως ο πρωθυπουργός να γνωρίζει τους πραγματικούς λόγους πίσω από την γερμανική επίθεση.
DW-Ελλάδα: «Αυταρχική αλλαγή πίσω από τη γυαλιστερή βιτρίνα»
Screenshot DW | Abhörskandal in Griechenland: Spyware über Mobiltelefone
Το θέμα της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα μέσα από το πρίσμα των υποκλοπών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη WELT και η καταστροφή της Σμύρνης στην FAZ.
Η εφημερίδα WELT του Βερολίνου σε ένα μακροσκελές άρθρο της αναφέρεται στην ελληνική κυβέρνηση λέγοντας πως «θέλει να φαίνεται προοδευτική. Όμως το σκάνδαλο των υποκλοπών και η χρήση λογισμικών παρακολούθησης απασχολούν τη χώρα. Σε θέματα ελευθερίας του Τύπου, η χώρα βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ και για το λόγο αυτό η υπόλοιπη Ευρώπη μαθαίνει τόσο λίγα για ένα τόσο σημαντικό θέμα».
Αναλυτικότερα το δημοσίευμα, το οποίο υπογράφουν η Καρολίνα Ντρύτεν και ο Τομπίας Κάιζερ, γράφει: «Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε Πρωθυπουργός της κλονισμένης από την κρίση Ελλάδας, υποσχέθηκε μια νέα χώρα. Αναμόρφωσε το φορολογικό σύστημα, προώθησε την ψηφιοποίηση και προσέλκυσε επενδυτές από το εξωτερικό. Η φαρμακευτική εταιρεία Pfizer και η εταιρεία τεχνολογίας Microsoft δημιούργησαν νέα παραρτήματα. Ο Μητσοτάκης, πρώην τραπεζίτης, συστηνόταν στους εταίρους του στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ σε άψογα αγγλικά – σπούδασε στο Χάρβαρντ και στο Στάνφορντ – και διεύρευνε τις σχέσεις της χώρας του με τις ΗΠΑ. Ως πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός, μίλησε στο αμερικανικό Κογκρέσο και τόνισε τις κοινές αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου».
Και το άρθρο συνεχίζει: «Μια νέα Ελλάδα γεννήθηκε. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Όμως πίσω από τη γυαλιστερή βιτρίνα συντελείται μια αυταρχική αλλαγή. Πρόσφατα, ένα σκάνδαλο υποκλοπών, το οποίο αποκαλείται και το Γουοτεργκέιτ της Ελλάδδας – κατά της κατάχρηση εξουσίας από τον Αμερικανό πρώην Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον– έκανε πρωτοσέλιδα. Επιπλέον, η ελευθερία του Τύπου περιορίζεται και τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται συστηματικά».
Το άρθρο της WELT αναφέρει ακόμα πως και η Κομισιόν θέλει να ασχοληθεί με την υπόθεση. Προετοιμάζει μάλιστα πρόταση νόμου. Συγκεκριμένα γράφει: «Οι εμπειρίες από την Ελλάδα μπορεί να συνέβαλαν στο γεγονός ότι αυτή η τεχνολογία (το λογισμικό κατασκοπείας) κατέχει περίοπτη θέση στο νόμο. Τα κράτη-μέλη και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές τους, θα πρέπει να απαγορεύουν ‘να τοποθετείται λογισμικό υποκλοπής σε συσκευές ή μηχανήματα που χρησιμοποιούνται από επαγγελματίες του Τύπου’, αναφέρει το έτοιμο πλαίσιο κανονιστικού σχεδίου που έχει στη διαθεσή της η WELT.
Στην κατάσταση των δημοσιογράφων στην Ελλάδα αναφέρεται και εκπομπή στη δημόσια Νοτιοδυτική Ραδιοφωνία SWR όπου στην εισαγωγή σημειώνεται ότι: «Πριν από ένα χρόνο δολοφονήθηκε στη μέση του δρόμου ο Έλληνας δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ. Μέχρι σήμερα δεν έχουν συλληφθεί οι δράστες. Μια ακραία περίπτωση, ωστόσο δείχνει ότι η κατάσταση των δημοσιογράφων έχει γίνει πιο επικίνδυνη και άρα πιο δύσκολη τα τελευταία χρόνια. Αυτό επιβεβαιώνει και μια νέα έκθεση διαφόρων ευρωπαϊκών ενώσεων δημοσιογράφων».