Αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε τις επιδημίες της χολέρας, πρέπει ν’ αναγκάσουμε κάθε άτομο να εμβολιαστεί, λιγότερο για το προσωπικό του συμφέρον και περισσότερο για το συμφέρον της κοινότητας”
Ζαν Αμπυρζέ, 1973
Προ κορωνοϊού, καθήκον του ιατρού ήταν να πράξει κατά δύναμιν και να θεραπεύσει τον ασθενή από τους πόνους του. Εν τούτοις, το καθήκον αυτό έβρισκε τα όριά του στο συνταγματικής περιωπής δικαίωμα του ελεύθερου αυτοκαθορισμού του ανθρώπου, δηλαδή στο δικαίωμά του να ορίζει το σώμα του. Επομένως, η αυτογνώμων θεραπευτική αντιμετώπιση, χωρίς ή παρά την (αντίθετη) βούληση ενός ικανού να λαμβάνει αποφάσεις ασθενούς, ήταν ανεπίτρεπτη.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η παλαιότερη εικόνα του ντυμένου στα λευκά ημίθεου γιατρού ανήκε επί έναν και πλέον αιώνα στο παρελθόν. Την τελευταία λέξη για τη διαχείριση του σώματός του την είχε πάντοτε ο ίδιος ο ασθενής, εφόσον βεβαίως η παροχή ή μη της συναινέσεώς του στηριζόταν στην προηγούμενη ενημέρωσή του και ταυτοχρόνως ήταν απαλλαγμένη από γνωστικά ή βουλητικά ελαττώματα.
Δυστυχώς όμως, η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης στην εποχή του κορωνοϊού δείχνει ότι αίφνης υιοθετήθηκε μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία, η οποία ακυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής αυτοδιάθεσης κάθε ανθρώπου.
Από τις 11 Μαρτίου 2020 και έπειτα, έχει πάψει να διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο η ατομική βούληση του πολίτη και έχει αντικατασταθεί από την αυταρχική πολιτική, ειδικότερα: τη βιοεξουσία που ασκεί η κυβέρνηση μετά από τις εκάστοτε εισηγήσεις της επιτροπής των λοιμωξιολόγων.
Στο όνομα του συλλογικού αγαθού της δημόσιας υγείας δεν έχει απλώς περιορισθεί, αλλά έχει εξαφανισθεί παντελώς το δικαίωμα του πολίτη να εξουσιάζει το σώμα του σύμφωνα με τις αντοχές και τις επιθυμίες του.
Επομένως, η αυτονομία και η μοναδικότητα του πολίτη δίνει τη θέση της στην πρωτοκαθεδρία ενός ομοιόμορφου συνόλου: δεν ενδιαφέρει τι θέλει ο καθένας από μας, αλλά ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας. Κι έτσι, φαίνεται να ολοκληρώνεται το σχήμα ενός νομικού τριγώνου, η αριστερή γωνία του οποίου αντιστοιχεί στον ιατρικό πατερναλισμό, η δεξιά γωνία στον ιατρικό φιλελευθερισμό, ενώ η κορυφή του, η οποία αντιπροσωπεύει τη σημερινή εποχή, αντιστοιχεί στον ιατρικό ολοκληρωτισμό.
Η μεταβολή αυτή συνδέεται με όσα αναφέρει ο Μπέρτραντ Ράσσελ στο βιβλίο του «Η επιστήμη και ο άνθρωπος»1, και ειδικότερα στο 14ο κεφάλαιο με τον τόσο επίκαιρο τίτλο «Επιστημονική κυβέρνηση»:
Βλέπουμε ένα ανθρώπινο σώμα σαν οργανικό σύνολο, και αν λ.χ. είναι ανάγκη να ακρωτηριάσουμε ένα μέλος του, δεν το θεωρούμε αναγκαίο ν’ αποδείξουμε πρώτα ότι το μέλος αυτό ήταν διεστραμμένο και βλαβερό. Θεωρούμε το καλό ολόκληρου του σώματος ως απόλυτα επαρκές επιχείρημα. Το ίδιο ο άνθρωπος που βλέπει την κοινωνία σαν ένα σύνολο δίχως να δώσει μεγάλη σημασία στην ευημερία αυτού του ατόμου. Αυτό ήταν πάντοτε μια αρχή του πολέμου, γιατί ο πόλεμος είναι μια συλλογική επιχείρηση. Οι στρατιώτες εκτίθενται σε κίνδυνο για το γενικό καλό, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι είναι άξιοι θανάτου. Αλλά οι άνθρωποι δεν απέδιδαν ώς τώρα την ίδια σπουδαιότητα σε κοινωνικούς σκοπούς άλλους από τον πόλεμο, και απέφευγαν να επιβάλουν θυσίες που τους φαίνονταν άδικες. Νομίζω ότι οι ιδεαλιστές επιστήμονες του μέλλοντος δεν θάχουν τέτοιους ηθικούς δισταγμούς, όχι μόνο σε καιρό πολέμου αλλά και σε καιρό ειρήνης. Υπερνικώντας τις αντιδράσεις που θα συναντήσουν, θα βρουν τον εαυτό τους οργανωμένο σε μια ολιγαρχία σαν αυτή που έχει διαμορφωθή από το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Σοβιετική Ένωση.
Η προφητική τοποθέτηση του Ράσσελ είναι καθοριστικής σημασίας, αφού σήμερα υλοποιείται μια γιγάντια επιχείρηση αλλαγής του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας μας, τα μέλη της οποίας καλούνται να υποτάξουν τις ατομικές επιθυμίες και ανάγκες τους στο γενικό καλό, όπως αυτό καθορίζεται από τους «ειδικούς», οι οποίοι συνεργάζονται με μια παγκόσμια ολιγαρχική ελίτ που εκμεταλλεύεται την κομμουνιστική ιδεολογία ως απολύτως κατάλληλη για την επίτευξη των αναμορφωτικών στόχων της κορωνοϊκής εποχής.
Αντιπροσωπευτική αυτού του κολεκτιβιστικού τρόπου σκέψης στον τομέα της ιατρικής και της υγείας είναι η θέση που είχε διατυπώσει ήδη το 1973 ο Ζαν Αμπυρζέ (Jean Hamburger, 1902-1992), καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Παρισιού, στο βιβλίο του «Δύναμη και αδυναμία. Οι μεταμορφώσεις της ιατρικής και του ανθρώπου»2:
Η κοινωνία των ανθρώπων έχει κι αυτή τα ιατρικά και βιολογικά της προβλήματα. Αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε τις επιδημίες της χολέρας, πρέπει ν’ αναγκάσουμε κάθε άτομο να εμβολιαστεί, λιγότερο για το προσωπικό του συμφέρον [και περισσότερο] για το συμφέρον της κοινότητας. Αν θέλουμε να περιορίσουμε τα αφροδίσια νοσήματα, πρέπει να γίνει υποχρεωτική η δήλωσή τους κι έτσι να παραβιαστεί το επαγγελματικό απόρρητο, στο οποίο ωστόσο τα άτομα είναι, με το δίκιο τους, τόσο προσηλωμένα. Αν θέλουμε να μπορούν οι οργανισμοί της Κοινωνικής Υγείας και Ασφαλίσεως να χρηματοδοτούν τη νοσηλεία κάθε αρρώστου, πρέπει οι δαπάνες για την υγεία να μελετηθούν από την οπτική γωνία της ομάδας και όχι του ατόμου, ακόμα και όταν οι αποφάσεις που παίρνονται για το κοινό καλό μπορούν να φανούν πολύ λίγο ικανοποιητικές για ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι γιατροί που, εξαιτίας του επαγγέλματός τους, είναι ρεαλιστές και πρακτικοί, σήμερα έχουν προσχωρήσει, σχεδόν όλοι, στις ιδέες αυτές. Πέρασε πια ο καιρός που γιατρός διακήρυσσε: «αρνούμαι κάθε περιορισμό στα δικαιώματα των αρρώστων μου να απαιτούν όλα όσα χρειάζονται για την υγεία τους, για την ευεξία τους και για την ικανοποίησή τους» ή «αρνούμαι να συζητήσω με τους αντιπροσώπους της κοινωνίας τον προϋπολογισμό της Υγειας: δική τους δουλειά και όχι δική μου, του γιατρού, να ικανοποιούν όλες τις ανάγκες· δική μου δουλειά να τις σημειώνω και ν’ απαιτώ την ικανοποίησή τους». Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Ο σημερινός γιατρός νιώθει πως είναι μπλεγμένος στις κοινωνικές και ομαδικές πλευρές της ιατρικής, ακόμα κι αν υποχρεωθεί να γίνει κομμάτια ανάμεσα στις επιταγές, τις καμιά φορά συγκρουόμενες, της άμυνας του ατόμου και της άμυνας της κοινότητας.
Ο Αμπυρζέ καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
Στα μάτια του γιατρού, λοιπόν, όλο το πρόβλημα είναι αν μπορεί να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση, που και ο άνθρωπος-άτομο να βγει άθικτος, αλλά και που ν’ αφήνει ωστόσο να ανθίσουν οι κοινωνικές επιταγές και μια ομαδική οργάνωση η οποία να προστατεύει το ανθρώπινο είδος. Όμως, κάθε συμβιβασμός συνεπάγεται παραχωρήσεις, και σ’ ένα βιολογικά σκληρό κόσμο, οι παραχωρήσεις θα είναι, όπως θα δούμε, σκληρές.
Σκληρό για τον Αμπυρζέ είναι επί παραδείγματι το γεγονός ότι:
για να παραμείνουν τα πρωτότυπα θαύματα που χωρίζουν τον άνθρωπο από όλα τα mutton-birds, τα πρόβατα-πουλιά και τους διαφόρους τερμίτες, θα χρειαστεί να δεχτούμε ο άνθρωπος να διατηρήσει το άγχος του. Τα θαύματα θα σβήσουν αν κάνουμε πολύ μεγάλη χρήση των αγχολυτικών φαρμάκων ή ακόμα και των μέσων της ομαδικής εξάρτησης που είναι ικανά να εκτρέψουν τον άνθρωπο από το δρόμο του προσωπικού του Γολγοθά».
Το δεύτερο παράδειγμα σκληρότητας βιώνεται από τον καθένα μας σήμερα, ακριβώς μισόν αιώνα μετά την «προφητεία του Αμπυρζέ»:
Σκληρό είναι επίσης εκείνο που πρέπει να παραχωρήσει, με τη σειρά του, ο άνθρωπος-άτομο, για να εκπληρωθούν τα σχέδια της κοινωνίας των ανθρώπων. Για να περιοριστούμε, λοιπόν, μόνο στον τομέα της ιατρικής, που ωστόσο μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα και στ’ άλλα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, είναι φανερό πως η κοινωνικοποίηση των μέσων του αγώνα ενάντια στην αρρώστια, και γενικότερα ολόκληρη η οργάνωση της άμυνας της υγείας του κόσμου, θ’ απαιτήσουν την εγκατάλειψη, συχνά οδυνηρή, των ατομικών εγωισμών.
Η προμνημονευθείσα θέση του Αμπυρζέ αποτελεί, κατά τη γνώμη του, τον πυρήνα του «μεγάλου σχεδίου» για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους3. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι θα πρέπει να παύσουμε να κυνηγάμε το «ονειρεμένο παραμύθι» που λέει ότι «η αρρώστια και ο πόνος εξαφανίστηκαν», ότι «οι λιμοί και οι επιδημίες ανήκουν στο παρελθόν».
Αυτό το «ροζ μπαλόνι», σημειώνει χαρακτηριστικά, «δυστυχώς, πρέπει να το σκάσουμε: έχει βασική σημασία ν’ αντιληφθούμε έγκαιρα ότι ο παράδεισος αυτός, για τον οποίο νομίζουμε πως αγωνιζόμαστε, είναι ένας εντελώς απραγματοποίητος στόχος, ασυμβίβαστος με τα βασικά δεδομένα της ανθρώπινης ζωής»4. Προηγουμένως, έχει αναφερθεί και στην αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού που «μπορεί να συμβαδίζει, κι αυτή επίσης, με μια αύξηση των θανατηφόρων κινδύνων». Εν τέλει, «η σημερινή παιδεία αποσιωπά σχεδόν το σπουδαιότερο γεγονός της ανθρώπινης περιπέτειας, το γεγονός ότι φθάσαμε στο σημείο απ’ όπου δεν υπάρχει πια επιστροφή, όπου, για πρώτη φορά, έχουμε μπροστά μας θανάσιμες απειλές και, ίσως, τα μέσα ν’ απομακρύνουμε τις απειλές αυτές».
Στο επίμετρο του ανωτέρο βιβλίου παρατίθεται μια άκρως σημαντική για τη σημερινή εποχή συζήτηση5, η οποία έλαβε χώρα ανάμεσα στον Ζαν Αμπυρζέ και τον νομπελίστα βιοχημικό Ζακ Μονό (Jacques Monod, 1910-19766) σε εκπομπή της γαλλικής τηλεόρασης (συντονιστής ήταν ο Roger Pillaudin· αποσπάσματα της συζήτησης δημοσιεύθηκαν στο γαλλικό περιοδικό L’Express και στις ελληνικές εφημερίδες «Το ΒΗΜΑ» και «Θεσσαλονίκη» του Μαρτίου 1973).
Ασχολούμενοι οι δύο επιστήμονες με το ερώτημα αν, χάρη στη μοριακή βιολογία, μπορεί ο άνθρωπος να ελπίζει σε μια θεραπευτική των γενετικών παθήσεων, ο Ζακ Μονό απάντησε ότι αυτό είναι κατ’ αρχήν εφικτό μέσω της γονιδιακής τροποποίησης. Εξηγώντας πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό, είπε τα εξής:
[Με] την ένεση, με τη μορφή πιθανώς ενός ιού, στον οποίο, ας πούμε, θα προσκολλάται τεχνητά το ελλιπές γονίδιο, την ένεση, δηλαδή, ενός ιού σε κύτταρα που θα έχουν πιθανώς αφαιρεθεί από τον ίδιο τον άρρωστο για να μη γίνει απόρριψη. […] Πρόκειται για υψηλή γενετική σχολή. Είναι θέμα «γενετικής μηχανικής» (genetic engineering), που βεβαίως θα θεραπεύει… Μόνο που συνήθως δεν γίνεται κατανοητό ότι ο άρρωστος που θα θεραπευθεί μ’ αυτόν τον τρόπο παραμένει γενετικά φορέας της γενετικής έλλειψής του. Συνεπώς, αν αποκτήσει παιδιά, θα μεταβιβάσει το ελαττωματικό γονίδιό του στους απογόνους του.
Αντίθετα, η γενετική θεραπεία, δηλαδή η θεραπεία του ίδιου του γονιδίου, μου φαίνεται για την ώρα τελείως ακατόρθωτη. Θάλεγα μάλιστα ότι θα μείνει για πάντα ακατόρθωτη. Το να μιλάμε για «γενετική μηχανική», σαν κάτι που μπορεί να μας δώσει έναν γενετικό υπεράνθρωπο είναι, και νομίζω θα μείνει για πάντα, απολύτως έξω από τις δυνατότητές μας7.
Εν συνεχεία όμως, ο Ζακ Μονό αναφέρεται στην εξαίρεση την κλωνοποίησης, τονίζοντας ότι «αυτό το εγχείρημα είναι κατανοητό, και μάλιστα πραγματοποιείται σε μερικά ζώα», οπότε «θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι είναι πραγματοποιήσιμο και στον άνθρωπο»8:
Θεωρητικά θα μπορούσαμε να παρασκευάσουμε όλα τα δίδυμα που θα θέλαμε, του Αϊνστάιν ή του ντε Γκωλ, αν φυσικά τόχαμε καταπιστεί [Σ.Σ.: έτσι ακριβώς η ελληνική μετάφραση] πριν από τον θάνατό τους, ή της Μπριζίτ Μπαρντό. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ανησυχητικά προβλήματα. Φαντασθείτε, λογουχάρη, έναν φοβερό δικτάτορα που θα σχημάτιζε μια στρατιά ηλιθίων και υπάκουων σ’ αυτόν γενιτσάρων.
Στο άκουσμα αυτής της θέσης, ο Ζαν Αμπυρζέ συμφώνησε ότι «μόλις εμβαθύνουμε στο επιστημονικό μέλλον, πέφτουμε πάνω σε ηθικά προβλήματα. […] Το νόμισμα έχει δύο όψεις: την καλή, πλούσια σε ευεργετικές συνέπειες, και την ανάποδη, που μερικές φορές δημιουργεί τους πιο τρομερούς κινδύνους». Στη συμπλήρωση του Ζακ Μονό ότι με αυτόν τον τρόπο «επεμβαίνουμε στη μοίρα […] κάτι που απαγορευόταν από την ελληνική ηθική», ο Αμπυρζέ δήλωσε9:
Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους για τους οποίους, μια και είμαστε ανακατεμένοι με την ανακάλυψη των μέσων θεραπείας, έχουμε νέες ευθύνες. Υπάρχει ένας τομέας που στ’ αλήθεια γεφυρώνει τα δικά σας και τα δικά μας προβλήματα, πρόκειται για την ανοσοβιολογία. Πολλοί γιατροί έχουν [την αίσθηση] ότι τα δέκα προσεχή χρόνια θα είναι τα χρόνια της ανοσοβιολογίας. Τόσο για την κατανόηση του μηχανισμού που προκαλεί τις αρρώστιες, όσο και για τη δημιουργία νέως δυνατοτήτων πάλης εναντίον αυτών των ασθενειών.
Με αφορμή τον όρο της ανοσοβιολογίας, δηλαδή «του συνόλου των μέσων άμυνας του οργανισμού εναντίον κάθε ξένης ουσίας», ο Αμπυρζέ επισημαίνει ότι10:
Η ιστορία των μεταμοσχεύσεων στάθηκε ταυτόχρονα η ανακάλυψη ότι καθένας μας είναι διαφορετικός από τον γείτονα, και η ανακάλυψη ότι καθένας μας είναι εξοπλισμένος για ν’ αναγνωρίζει αν ένα όργανο ή ένας ιστός, εμφυτευμένος στον οργανισμό μας, προέρχεται από μας ή από κάποιον άλλον. Διαθέτουμε για το σκοπό αυτόν ένα είδος εσωτερικής αστυνομίας, που ουσιαστικά αποτελείται από λευκά αιμοσφαίρια, και ιδιαίτερα από τα λεμφοκύτταρα.
Η αστυνομία αυτή είναι εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη στον τρόπο να ξεχωρίζει τη δική μας σφραγίδα απ’ τη σφραγίδα οποιουδήποτε ξένου ιστού. Είναι επίσης αξιοσημείωτη για τους μηχανισμούς της βίαιης καταστολής εναντίον καθετί ξένου. Αλλά, όπως συμβαίνει σ’ όλες τις αστυνομιες του κόσμου, καμιά φορά η εσωτερική αυτή αστυνομία κάνει λάθος, θεωρεί ξένες, ουσίες που στην πραγματικότητα μας ανήκουν απολύτως, και θέτει σε κίνηση τον κατασταλτικό της σύστημα, με τρόπο τυφλό και βίαιο, ενάντια σε ουσίες που, στην πραγματικότητα είναι δικές μας.
Το ανωτέρω χωρίο έχει καίρια σημασία για να κατανοήσουμε την καρδιά του προβλήματος που αφορά τη μέθοδο του εμβολιασμού, μέσω της οποίας διεγείρεται, όπως παρατήρησε και ο Ζακ Μονό, η ειδική άμυνα του οργανισμού11:
Εμβολιάζουμε ενάντια σ’ ένα ορισμένο μικρόβιο, και το εμβολιασμένο άτομο είναι, από κει και πέρα, ή τουλάχιστον για πολύν καιρό, υπερπροστατευμένο από το μικρόβιο εκείνο.
Εφόσον λοιπόν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων πώς ακριβώς θα λειτουργήσει η εξατομικευμένη «εσωτερική αστυνομία» του μεμονωμένου οργανισμού, τόσο απέναντι στον «αόρατο εχθρό» του ιού ή του μικροβίου όσο και απέναντι στην εισαγόμενη-ξενόφερτη ουσία του εμβολίου, που μπορεί να εισάγεται μεν με καλό σκοπό, πλην όμως ενδέχεται να ενεργοποιήσει κατά τρόπον μοιραίο την «εσωτερική αστυνομία», προκαλείται το εξής επικίνδυνο φαινόμενο:
Όλο το ιατροφαρμακευτικό σύστημα που έχει οργανώσει την εμβολιαστική εκστρατεία, χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος τον εμβολιαστή, στην ουσία επιδιώκει να καπελώσει την «εσωτερική» με μια «εξωτερική αστυνομία», η οποία αγνοεί πλήρως πώς θα δράσουν οι «εσωτερικοί αστυνόμοι» του εμβολιασμένου.
Έτσι, η τυφλή βοήθεια που επιχειρείται να προσφερθεί μέσω του εμβολιασμού στον αυθαιρέτως και αμαχήτως (!) τεκμαιρόμενο ως ανίκανο να προστατευθεί από την «εσωτερική αστυνομία» του, δεν αποκλείεται να επιφέρει το εκ διαμέτρου αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή το ξεχαρβάλωμα της «εσωτερικής αστυνομίας» του εμβολιασμένου, εξαιτίας του οποίου θα μείνει απροστάτευτος απέναντι στους πάσης φύσεως εξωτερικούς εχθρούς του ανοσοποιητικού του.
Η συνειδητοποίηση αυτής της τραγικής συνέπειας που δύναται να έχει για τον εκάστοτε πολίτη η αμφισβήτηση της αυτονομίας και της επάρκειας (ποιότητας-αποτελεσματικότητας) της «εσωτερικής αστυνομίας» του καθιστά εναργές το μείζον σφάλμα της θέσπισης του εξαναγκαστικού εμβολιασμού, ιδίως όταν αυτός επιχειρείται με καινοφανή-πειραματικά σκευάσματα, η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των οποίων δεν ελέγχθηκε προσηκόντως, με την επίκληση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Είναι άλλο πράγμα να κάνει από μόνη της λάθος η «εσωτερική αστυνομία» μας και άλλο να κάνει λάθος μετά το καπέλωμά της από την «εξωτερική αστυνομία» των φαρμακευτικών εταιρειών.
Το δεύτερο λάθος θα πρέπει να το χρεωθούν εκείνοι που το προκάλεσαν, θέλοντας αυθαίρετα να διαχειριστούν, ακριβέστερα: να αλλάξουν, τους κινδύνους που απειλούν τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Το ποια «εσωτερική αστυνομία» διαθέτει ο καθένας από μας είναι ζήτημα της μοίρας (ορθότερα: του Δημιουργού μας). Το καπέλωμά της όμως από την «εξωτερική αστυνομία» του εμβολιαστικού συστήματος (δηλαδή του υγειοναζιστικού καθεστώτος) αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση στην μοίρα (ορθότερα: στο έργο του Δημιουργού μας), την οποία βεβαίως αποκήρυξε παραπάνω και ο Ζακ Μονό.
Άραγε, έχουμε λόγους να δυσπιστούμε έναντι της «εσωτερικής αστυνομίας» μας και, αντιθέτως, να τρέφουμε τυφλή εμπιστοσύνη στην «εξωτερική αστυνομία» ενός αυταρχικού και φαύλου ιατροφαρμακευτικού και πολιτικού συστήματος, που τα τελευταία τρία χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει άφθονο χρήμα και εξουσίες στα μέλη της παγκόσμιας υπερεθνικής ελίτ, αντιμετωπίζοντας ταυτοχρόνως τους προλετάριους και πληβείους χειρότερα κι από τα ζώα;
Το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό, για να υπονοήσει την αποφατική απάντηση. Κι όμως, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έδωσε καταφατική απάντηση, πηγαίνοντας κόντρα σε όλες τις αντίθετες ενδείξεις που αφειδώς μας είχε προσφέρει τα προηγούμενα χρόνια το μισάνθρωπο καθεστώς. Ίσως τελικά έχουν δίκιο οι Νεοταξίτες που ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα λογικό αλλά ένα (προβλέψιμα) παράλογο ον!
Η συζήτηση ανάμεσα στον Ζαν Αμπυρζέ και τον Ζακ Μονό έκλεισε με ένα «ωραίο πρόβλημα ηθικής» που έθεσε ο δεύτερος στον πρώτο και το οποίο επεκτείνει το πρόβλημα του κολεκτιβιστικού τρόπου σκέψης, πέραν της καταπολέμησης των επιδημιών, στο πεδίο της καταπολέμησης του περίφημου υπερπληθυσμού. Ο Ζακ Μονό είπε12:
Ξέρω πολλούς διακεκριμένους ενδοκρινολόγους, που κάνουν έρευνες για τη δυνατότητα να βρουν ουσίες –πιθανώς θα είναι τα χημικά ανάλογα ορισμένων υποθαλαμικών διαμέσων– [οι οποίες] θα έχουν σαν αποτέλεσμα να προκαλέσουν γενική πτώση της γονιμότητας σ’ έναν πληθυσμό που θα τις έπαιρνε, ανακατεμένες, λογουχάρη, με την κύρια τροφή του. Ας πούμε με το αλεύρι, στις χώρες που τρώνε ψωμί, ή με το ρύζι, εκεί που τρώνε ρύζι. Οι ειδικοί πιστεύουν πως, πιθανώς, είναι το μόνο μέσο να φτάσουμε να ελέγχουμε, περίπου, την καλπάζουσα δημογραφική έκρηξη στις υπανάπτυκτες χώρες. Να ένα ωραίο θέμα για μια απόφαση ηθικού χαρακτήρα. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα μια μουσουλμανική χώρα, όπου ο πολιτισμός είναι στενά προσκολλημένος στην ιδέα της γονιμότητας. Οι κυβερνώντες στη χώρα αυτή θα είχαν το δικαίωμα, χωρίς να πουν τίποτα, να κανονίσουν έτσι τα πράγμαστα, ώστε η κύρια τροφή να μη μοιράζεται στον πληθυσμό παρά μόνο αφού ανακατευτεί με ορισμένη αναλογία του τεχνητού αυτού προϊόντος που υποβιβάζει τη γονιμότητα; Εφόσον ξέρουν ότι, αν θα τόλεγαν, θα κινδύνευαν να προκαλέσουν γενική εξέγερση, η μόνη λύση που θα τους απέμενε θα ήταν να μην το πουν.
Το πρόβλημα που έθεσε ο Ζακ Μονό μας βάζει στον πειρασμό να το προσαρμόσουμε στα σημερινά δεδομένα:
Αν ήδη από το 1973 ο υπερπληθυσμός εμφανιζόταν ως ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους των διαχειριστών του πλανήτη μας, τότε γιατί εν έτει 2022, με τον πληθυσμό της γης να ανέρχεται σε περίπου 8 δισεκατομμύρια, να μην έχουν εφαρμοσθεί προ πολλού, και να μην εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρι σήμερα, αντίστοιχες πρακτικές, οι οποίες στοχεύουν στον έλεγχο της γονιμότητας; Πρακτικές βεβαίως που αποτελούν επτασφράγιστα μυστικά, προκειμένου να μην εξεγερθεί ολόκληρος ο πλανήτης σε βάρος της σατανικής υπερεθνικής ελίτ;
Γιατί λοιπόν είναι συνωμοσιολόγος όποιος εξετάζει το ενδεχόμενο οι αεροψεκασμοί, οι εμβολιασμοί, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα κ.λπ. να μην εξυπηρετούν ακριβώς τον πολυπόθητο έλεγχο της γονιμότητας; Ο προβληματισμός του Ζακ Μονό και η επιχειρηματολογία που επικαλέσθηκε μάς επιτρέπουν να εικάζουμε βασίμως ότι η ρετσινιά του συνωμοσιολόγου δεν αποβλέπει παρά στην υποκριτική (δήθεν μετά βδελυγμίας) άρνηση της υλοποίησης τέτοιων δαιμονικών πρακτικών!
Ο Ζαν Αμπυρζέ απάντησε στον Ζακ Μονό ότι:
Η λύση για παρόμοια προβλήματα είναι η πληροφορία, είναι η μόρφωση, είναι συνεπώς η συνειδητοποίηση εκ μέρους του δημοσιογράφου και του εκπαιδευτικού των αυξημένων ευθυνών τους. Πιστεύω πως οι άνθρωποι πρέπει να ξέρουν και να συμμερίζονται τις αποφάσεις αυτών που τους κυβερνούν και που οι ίδιοι τους έχουν εκλέξει. Όμως, για να μετέχουν πραγματικά σ’ αυτές, πρέπει να μάθουν και να καταλάβουν, πολύ έγκαιρα και πληρέστατα, τις απαιτήσεις και τις θυσίες που απαιτούν η άμυνα του ανθρώπου και η άμυνα της κοινωνίας των ανθρώπων. Αλλιώς, οι κίνδυνοι που υποδείξατε θα υλοποιηθούν. Μια χούφτα ανθρώπων θ’ αποφασίζουν μόνοι τους ότι έχουν αποστολή να επιβάλουν στους άλλους τις λύσεις που αυτοί μονάχοι τους θα διαλέξουν.
Και ο Ζακ Μονό συμφώνησε, χρησιμοποιώντας τα εξής λόγια:
Αυτό είναι το τρομερό. Μπροστά στην ισχύ και την πολυπλοκότητα μερικών μέσων που διαθέτουμε ήδη, ή που θα διαθέτουμε σύντομα, η λειτουργία γενικά μιας τέτοιας ιδανικής κοινωνίας, που, για μένα, όπως και για σας, είναι η δημοκρατία, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Κι αυτό είναι ένα από τα πιο μεγάλα προβλήματα του σημερινού κόσμου. Θα μπορέσει η δημοκρατία να επιβιώσει από τη συγκέντρωση των εξουσιών που αναπόφευκτα βρίσκονται στα χέρια ενός μικρού αριθμού ανθρώπων;
Την απάντηση την γνωρίζουμε ήδη: Η δημοκρατία υπάρχει πλέον μόνο στα χαρτιά και στην επιστημονική γλώσσα αποκαλείται μεταδημοκρατία. Καλύπτει ως γλωσσομάσκα την πραγματική μορφή πολιτεύματος, που δεν είναι άλλη από την έξυπνη-υβριδική μορφή της παγκόσμιας πολυμορφικής δικτατορίας.
Όποιος τολμά να την ξεσκεπάζει στιγματίζεται ως γραφικός ή επικίνδυνος αρνητής, όσον ούπω ως ένας παγκόσμιος εχθρός του συστήματος, ο οποίος θα πρέπει τάχιστα να βγει από τη μέση, είτε διά του φυσικού είτε διά του πνευματικού θανάτου του.
Ο πρώτος επέρχεται με τον φόνο, ο δεύτερος με τη φρενοβλαβοποίηση, η οποία θα επιφέρει τον αποκλεισμό των (δήθεν) τρελών από το κλαμπ της τυραννικής πλειοψηφίας των μαζανθρώπων, που θα ακολουθούν σταθερά, ως ευτυχισμένοι σκλάβοι, το κυρίαρχο ρεύμα.