Ἡ ἐπιλεκτικὴ εὐαισθησία τῆς Κυβερνήσεως
Μετὰ τὸν συνταρακτικῶς ζοφερὸ σεισμό, ποὺ κατερείπωσε τὴν Τουρκία καὶ τὴν Συρία, ἡ ἀνάλγητη, μισελληνική, ἀντίθεη, ἐγκάθετη, ἑλληνόφωνη Κυβέρνησις ἀπεφάσισε νὰ μᾶς αἰφνιδιάσῃ, ἐπιδεικνύοντας -πάντα κατ’ ἐντολήν- ἔνα ἄγνωστο μέχρι στιγμῆς πρόσωπο, αὐτὸ τῆς συμπόνοιας. Καὶ βαδίζοντας σὲ ἀνοίκεια γι’ αὐτὴν μονοπάτια, περιφέροντας ἐπιλεκτικῶς τὴν ὑποκρισία της, κατάφερε ἄλλη μία φορὰ νὰ μᾶς ἐξευτελίσῃ ὡς Ἔθνος.
Στὴν Τουρκία, τὴν θεμελιωμένη πάνω στὰ ὀστᾶ τῶν σφαγιασθέντων Ἑλλήνων καὶ ἡ ὁποία διαχρονικῶς καὶ ἐπιβούλως μᾶς ἀπειλεῖ μὲ γαλάζιες πατρίδες καὶ νυχτερινὲς ἐκθεμελιωτικὲς ἐφόδους, ἡ μονοκομματικῶς δρῶσα Βουλή μας πρωτοστάτησε σὲ σύνολο ἑβδομήκοντα χωρῶν στὴν παροχὴ βοηθείας. Στὴν Τουρκία, ποὺ ἐνῷ βιώνει μία ἀσύλληπτη συμφορά, ΑΡΝΗΘΗΚΕ(!) τὴν βοήθεια τῆς Κύπρου, βάζοντας πάνω ἀπὸ τὴν τραγῳδία τῶν κατοίκων της, τὶς δολιευτικές της προθέσεις.
Ἀντιθέτως, στὴν Συρία, ποὺ γιὰ τὸ ἴδιο δρᾶμα προσέτρεξε μόνον ἡ Ρωσσία, ἡ ἴδια ὑπάκουη καὶ θλιβερὴ Κυβέρνησις κατέπεσε σὲ συναισθηματικὴ οὐδετερότητα, παραβλέποντας προκλητικῶς τὴν ὕπαρξι καὶ χριστιανικῶν πληθυσμῶν, καὶ ἰδιαιτέρως τῶν Ἑλληνορθοδόξων. Ἡ κατ’ ἐπιλογὴν εὐαισθησία της δὲν ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν ἔκκλησι γιὰ βοήθεια τῶν συμμάχων Συρίων. Τὰ κροκοδείλια δάκρυα στέγνωναν παγερὰ καὶ ἀδιάντροπα μπροστὰ στὸ δρᾶμα αὐτῶν τῶν παιδιῶν, αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Παραλλήλως, ὁ τουρκολάτρης Πρωθυπουργός, συνεπικουρούμενος ἀπὸ τοὺς φαιδροὺς πλέον μίσθαρνους, μίλησε ξανὰ γιὰ Ἑλληνοτουρκικὴ φιλία, ὑποβιβάζοντας τὸν Ἕλληνα σὲ γραφικὸ ραγιᾶ. Προσπάθησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸ θυμικὸ τοῦ εὐσυγκινήτου συμπατριώτη μας, τὴν στιγμή, ποὺ ὁ Τοῦρκος ὁμόλογός του, παραλλήλως μὲ τὴν καταμέτρησι τῶν ἐμφόρτων πόνου νεκρικῶν κατακομβῶν του, προλάβαινε νὰ βομβαρδίσῃ τὴν ἐξ ἴσου δοκιμαζομένη Συρία καὶ νὰ δώσῃ ρεσιτὰλ ἀμέσου ἀχαριστίας καὶ θράσους στὸν Ἑλληνικὸ λαό, ἐκδίδοντας παράνομες NAVTEX γιὰ ἀπαγόρευσι ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ(!) στρατιωτικῶν ἀσκήσεων στὴν Κρήτη καὶ στὴν Χίο.
Τὸ ἀλγεινὸ ἐπιστέγασμα, βεβαίως, εἶναι ὅτι μέσα σὲ αὐτὴν τὴν βιβλικὴ συμφορὰ ἔστειλε ἐποίκους στὴν Λέσβο, μὲ συνθῆκες, ποὺ ἔκαναν ἀναπόφευκτο τὸν πνιγμὸ κάποιων ἐξ αὐτῶν. Χωρὶς νὰ σταθοῦμε στὴν ὕποπτη ἀποσιώπησι τοῦ ὑπὸκατασκευὴν καὶ ἤδη ρωγμώδους τουρκικοῦ πυρηνικοῦ σταθμοῦ στὸ Ἀκούγιου, δίπλα στὴν Κύπρο.
Καὶ ὅσο γιὰ τὴν παρανοϊκὴ ἐκφορὰ αὐτοῦ, ποὺ προωθεῖ μὲ προσήλωσι τὴν γενοκτονία τοῦ Ἔθνους, ποὺ τὸν σιτίζει, ὅτι ἔχουμε πολιτικὲς διαφορές, ἐξομοιώνοντας τὸ θῦμα μὲ τὸν ὑστερόβουλο θύτη, τὴν Τουρκία, ἀκολουθῶντας τὸν σπουδαῖο τραγικό, Σοφοκλῆ, στὴν ρῆσι ὅτι «Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει μυαλό, βγάζει συμπέρασμα γιὰ τὰ νέα βάσει τῶν παλιῶν (Ἀνὴρ ἔννους τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται), τὸν προτρέπουμε νὰ ἐνημερωθῇ ἐπειγόντως, τοὐλάχιστον γιὰ τὴν Δωδεκάπολι καὶ τὴν Σμύρνη.
Καὶ ἐπειδὴ λόγος, ποὺ ἀπομονώνει τὰ πνευματικὰ εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ ἀτελής, τώρα ποὺ οἱ βέβηλοι καὶ ἀσεβεῖς νόμισαν ὅτι ἔκαναν τζαμὶ τὸ καύχημα καὶ ὁρόσημο τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὴν Ἁγία Σοφία, ἐπειδὴ ὁ πόνος ἀνοίγει δρόμο στὴν ἀλήθεια, ἂς ἀνατρέξουμε ἐπικουρικῶς στὸν ὑπερχρονικὸ Πλάτωνα, γιὰ νὰ θυμίσουμε στοὺς ἱεροσύλους ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ποτὲ καὶ καθόλου ἄδικος (Θεὸς οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἄδικος).