ΗΠΑ – Κίνα: Η επόμενη μεγάλη σύγκρουση;

Mε αφορμή τις πρόσφατες καταρρίψεις αγνώστων ιπτάμενων αντικειμένων, αλλά και την ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ο γεωπολιτικός αναλυτής Robert Farley «επισκέπτεται» το σενάριο ενός σινοαμερικανικού πολέμου…
Eν αρχή αναρωτιέται «Πώς θα ήταν μια ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων: Πώς είναι να συμβεί το αδιανόητο» και συνεχίζει:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα συσχετίζονται λόγω του διεθνούς εμπορικού συστήματος στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Μάλιστα, κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το γεγονός, από μόνο του, καθιστά τον πόλεμο μη ρεαλιστικό ενδεχόμενο.
Ωστόσο, πόλεμοι που οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν αδύνατο να συμβούν έχουν ξεσπάσει πολλές φορές κατά το παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, μια σύγκρουση τέτοιου είδους θα μεταμόρφωνε γεωπολιτικά την Ανατολική Ασία…»

Αμερική εναντίον Κίνας: Πώς θα ξεκινούσε ο πόλεμος

Η Ταϊβάν θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή.
Η πολιτική της χώρας του δράκου σε σχέση με την ασιατική νήσο, σε συνδυασμό με την απόφαση της κυβέρνησης Biden να την προστατεύσει, έχει καταστήσει δύσκολο να φανταστούμε άλλη πηγή σύγκρουσης.
Το πώς θα ξεκινούσε ο πόλεμος θα εξαρτιόταν από τον τρόπο που το Πεκίνο θα εκτιμούσε την παγκόσμια πολιτική κατάσταση.
Από καθαρά στρατιωτική άποψη, οι επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στρατιωτικών μέσων στο θέατρο των επιχειρήσεων θα ήταν ό,τι καλύτερο για τον κινεζικό παράγοντα ώστε να επιτευχθεί ο επιχειρησιακός αιφνιδιασμός και να προκληθεί η μέγιστη ζημιά στους Αμερικανούς προτού μπορέσουν να απαντήσουν.
Ωστόσο, η Κίνα μπορεί να διαγνώσει κάποιο πολιτικό πλεονέκτημα στο να προκαλέσει μια απάντηση των ΗΠΑ, αντί να επιτεθεί πρώτη.
Σε αυτή την περίπτωση, θα εκκινούσε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ταϊβάν και θα περίμενε, ελπίζοντας να υπάρξουν αντιδράσεις στο εσωτερικό του μεγάλου αντιπάλου (όπως γίνεται με την υποστήριξη στην Ουκρανία).
Δεδομένου όμως ότι αυτό θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να κινητοποιήσουν και να οργανώσουν τις δυνάμεις τους ανενόχλητες, είναι πιο πιθανό ο πόλεμος να ξεκινήσει με μια κινεζική επίθεση στις αμερικανικές δυνάμεις ως αποκορύφωμα μιας κλιμακούμενης σειράς κρίσεων.
Σημειώνεται πως, παρά την ανάπτυξη της στρατιωτικής του ισχύος τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο κινεζικός στρατός θα προτιμούσε να μην αντιμετωπίσει την οργή μιας καθ’ ολοκληρίαν κινητοποιημένης αμερικανικής στρατιωτικής απάντησης.
Ως εκ τούτου, οι αμερικανικές δυνάμεις πρέπει να προετοιμαστούν για ένα αιφνίδιο χτύπημα.

Πώς θα απαντούσαν οι σύμμαχοι

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, οι συμμαχίες των ΗΠΑ στον Δυτικό Ειρηνικό έχουν «αναζωπυρωθεί».
Η Ιαπωνία έχει αναγνωρίσει την απειλή που συνιστά η Κίνα και έχει ξεκινήσει διαδικασία εκ νέου στρατιωτικοποίησης.
Οι ΗΠΑ έχουν συνάψει στρατιωτική συμφωνία με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Επίσης, οι Αμερικανοί πολιτικοί ανάγκασαν την Ευρώπη να αποσυνδεθεί από τις κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες που σχετίζονται με τον τομέα της τεχνολογίας.
Τέλος, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ινδίας βελτιώνονται σταθερά καθώς οι εντάσεις ανάμεσα στο Δελχί και το Πεκίνο έχουν επιδεινωθεί και η εξάρτηση της Ινδίας από τη Ρωσία είναι αδιέξοδη.
Ωστόσο, ο βαθμός της ιαπωνικής υποστήριξης θα εξαρτηθεί από το πώς θα ξεκινήσει ο πόλεμος.
Οι ΗΠΑ θα παρουσιάσουν σε συγκεκριμένο βαθμό εξάρτηση από τη βρετανική και την αυστραλιανή παρέμβαση.
Η Ευρώπη (και με την Ευρώπη, εννοούμε τη Γαλλία) πιθανότατα θα μείνει στο περιθώριο στρατιωτικά, αλλά θα βοηθήσει στη διαμόρφωση των οικονομικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών του πολέμου.
Η συμμαχική απάντηση θα επηρέαζε επίσης τη διεξαγωγή των οικονομικών και χρηματοοικονομικών πτυχών του σινοαμερικανικού πολέμου.
Πάντως, η εμπορική σχέση ΗΠΑ-Κίνας αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας και η διάσπαση αυτής της σχέσης θα είχε τρομερό κόστος, πριν από τη ρίψη της πρώτης βόμβας.
Η Ινδία και η Νότια Κορέα, από την άλλη, είναι δύο σημαντικά μπαλαντέρ.
Και οι δύο προτιμούν τις ΗΠΑ από την Κίνα, αλλά θα έπαιρναν μεγάλα ρίσκα παρεμβαίνοντας.
Η Κίνα έχει «φίλους» – αν και όχι πολλούς.
Ωστόσο, τόσο η Ρωσία όσο και η Βόρεια Κορέα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο σε οποιαδήποτε σύγκρουση.
Η συμβολή της Πιονγκγιάνγκ θα ήταν πιθανώς να διασφαλίσει ότι η Σεούλ και, σε μικρότερο βαθμό, το Τόκιο θα παραμείνουν μακριά από την αμφισβήτηση της κύριας προσπάθειας της Κίνας.
Η Ρωσία θα μπορούσε να δράσει αποσταθεροποιητικά, συνδράμοντας τις αμυντικές βιομηχανικές ανάγκες του Πεκίνου ενώ θα απειλεί με ανασταλτική δράση σε μια σειρά από μέτωπα.
Φυσικά, πολλά θα εξαρτηθούν από το αν η Ρωσία θα συνεχίσει να πολεμά στην Ουκρανία.

«Κράτα την ανάσα σου»…

Eν αρχή… η Κίνα θα μπορούσε να επιτεθεί κατά κάποιου αμερικανικού αεροπλανοφόρου.
Εάν συμβεί αυτό, δεν θα πρόκειται για θερμό επεισόδιο, αλλά για την αρχή ενός πολέμου από άκρη σε άκρη.
Η πιο επικίνδυνη μορφή επίθεσης περιλαμβάνει τη ρίψη βαλλιστικών πυραύλων όχι μόνο επειδή αυτοί είναι δύσκολο να αναχαιτιστούν, αλλά και επειδή μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές.
Η επόμενη τρομακτική στιγμή θα έρθει όταν οι πρώτοι αμερικανικοί πύραυλοι χτυπήσουν την ηπειρωτική Κίνα, πιθανώς ώρες ή και λεπτά μετά από μια επίθεση σε αμερικανικό αεροπλανοφόρο.
Δεδομένου του πυρηνικού πλεονεκτήματος που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, το πρώτο κύμα επιθέσεων θα αποδειχθεί έντονα στρεσογόνο για τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Κίνας.
Σε κάποιο χρονικό σημείο, το Πεκίνο θα χρειαστεί να ενεργοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του Ναυτικού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLAN).
Αυτό θα οδηγήσει σε δύο επιπλέον πραγματικά δύσκολες στιγμές.
Η πρώτη θα περιλαμβάνει την καταστροφή ενός μεγάλου κινεζικού πολεμικού πλοίου, π.χ. ενός αεροπλανοφόρου.
Η επόμενη στιγμή θα εμπλέξει τη δύναμη SSBN.
Εάν η Κίνα αποφασίσει να ενεργοποιήσει τις ευάλωτες κανιονιοφόρες της σε περιοχές που έχουν προσβληθεί από αμερικανικά υποβρύχια, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι το Πεκίνο αισθάνεται είτε εξαιρετικά σίγουρο είτε εξαιρετικά ευάλωτο.
Τέλος, οι αεροπορικές και χερσαίες δυνάμεις των ΗΠΑ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν την προοπτική της ήττας στην Ταϊβάν.
Εάν ο πόλεμος δεν πάει κατ’ ευχήν, κάποια στιγμή, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα χρειαστεί να πάρουν βαθιές ανάσες και να αποφασίσουν πόσο περισσότερο αίμα και χρήμα θα δεσμεύσουν για την υπεράσπιση της κυβέρνησης της Ταϊβάν.

Ποιος θα νικήσει;

Είναι πολύ δύσκολο να πούμε ποιος θα κερδίσει, καθώς πολλά εξαρτώνται από το πώς θα ξεκινήσει ο πόλεμος.
Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών κατήρτισε μια έκθεση στη βάση πολεμικών παιχνιδιών που προσομοιώνουν έναν σινοαμερικανικό πόλεμο.
Η μελέτη CSIS καθόρισε ότι το πιο πιθανό αποτέλεσμα οποιασδήποτε σύγκρουσης θα ήταν μια νίκη των ΗΠΑ, υπό την αίρεση της σθεναρής ταϊβανέζικης αντίστασης, μιας άμεσης απάντησης των ΗΠΑ, της αμερικανικής πρόσβασης στις ιαπωνικές βάσεις και του επαρκούς αριθμού πυραύλων κρουζ.
Ωστόσο, αυτή η διατύπωση δεν περιλαμβάνει μια συγκλονιστική σειρά αγνώστων X.
Δεν γνωρίζουμε πόσο καλά θα λειτουργήσουν οι κινεζικοί βαλλιστικοί πύραυλοι κατά των πλοίων των ΗΠΑ, πόσο καταστροφικές θα αποδειχθούν οι αμερικανικές κυβερνοεπιθέσεις, πόσο επικίνδυνο θα είναι το μαχητικό F-22 Raptor για τα συμβατικά κινεζικά μαχητικά.
Σε γενικές γραμμές, η μάχη θα περιστρέφεται γύρω από τα παρακάτω ερωτήματα:

Τηλεπικοινωνίες: Θα καταφέρουν να πλήξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τις κινεζικές επικοινωνίες;
Στο βαθμό που μπορούν να χτυπήσουν τις επικοινωνίες, μπορούν να νικήσουν στον κυβερνοπόλεμο.
Αντίθετα, ο κινεζικός κυβερνοπόλεμος κατά των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να αυξήσει τα εγχώρια διακυβεύματα για τους Αμερικανούς πολιτικούς;
Πόση ζημιά μπορούν να προκαλέσουν οι ΗΠΑ στα κινεζικά δίκτυα επιτήρησης και αναγνώρισης;

Πύραυλοι: Πόσο καλά θα μπορέσουν το USN και το USAF να αποκρούσουν κινεζικούς βαλλιστικούς πυραύλους και κρουζ;
Το PLAN, το PLAAF και το Πυροβολικό έχουν πολλές επιλογές για να επιτεθούν στις αμερικανικές δυνάμεις .
Η ικανότητα των Αμερικανών να επιβιώσουν από μια επίθεση εξαρτάται εν μέρει από την αποτελεσματικότητα της άμυνας κατά των κρουζ και των βαλλιστικών πυραύλων, καθώς και από την ικανότητα να χτυπούν και να καταστρέφουν εκτοξευτές εντός και γύρω από την Κίνα.

Ποιότητα vs. ποσότητα: Οι κινεζικές δυνάμεις είναι πολύ πιθανό να επιτύχουν τοπική αριθμητική υπεροχή σε ορισμένους τύπους πόρων, συμπεριλαμβανομένων πλοίων, αεροσκαφών και υποβρυχίων.
Το χάσμα μεταξύ της αμερικανικής και της κινεζικής τεχνολογίας και εκπαίδευσης θα καθορίσει αν οι αμερικανικές δυνάμεις θα επιβιώσουν και θα επικρατήσουν.

Πώς τελειώνει ο πόλεμος και αρχίζει η ειρήνη: Αυτός ο πόλεμος δεν θα τελειώσει με μια παράδοση που θα υπογραφεί σε ένα θωρηκτό.
Αντίθετα, θα τελειώσει με τον έναν από τους εμπλεκόμενους ηττημένο, πικραμένο και πιθανότατα να προετοιμάζεται για τον επόμενο πολεμικό γύρο.
Η περίπτωση της Ταϊβάν έχει ως εξής: είτε η κυβέρνηση της Ταϊπέι θα παραμείνει στην εξουσία μετά από μια κατάπαυση του πυρός, είτε η κυβέρνηση του Πεκίνου θα καταλάβει το νησί.
Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος θα τελειώσει ως εξής: είτε α) οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εγκαταλείψουν την Ταϊβάν, είτε β) οι κινεζικές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις θα καταστραφούν και δεν θα μπορούν να αντιδράσουν.
Εάν η Κίνα χάσει αλλά το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα εξακολουθήσει να είναι στην εξουσία, τότε η «ειρήνη» θα είναι απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν από τον επόμενο πόλεμο.
Αντίθετα, η Κίνα μπορεί να διεκδικήσει τη νίκη είτε αναγκάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να ικανοποιήσουν τους κινεζικούς στόχους είτε αφαιρώντας το πλαίσιο συμμαχίας που παρακινεί και νομιμοποιεί τη δράση τους.

Ένα παράθυρο για τον πόλεμο

«Το παράθυρο για πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας θα μπορούσε να παραμείνει ανοιχτό για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι απαιτήσεις προετοιμασίας και των δύο πλευρών για τη νίκη θα εξαντλήσουν τους διπλωματικούς, στρατιωτικούς και τεχνολογικούς πόρους.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι το εμπορικό δίκτυο της Κίνας, της Ταϊβάν, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελούν την καρδιά των πιο δυναμικών οικονομικών περιοχών που έχει δει ποτέ ο κόσμος.
Ο πόλεμος θα κατέστρεφε αυτόν τον κινητήρα, με αποτέλεσμα την εξαθλίωση όλων των εμπλεκομένων μερών.
Η αποτροπή του πολέμου θα απαιτήσει τεράστια διπλωματική ικανότητα και πολιτική οξυδέρκεια, αλλά αξίζει τον κόπο» καταλήγει ο Farley.

Ο Δρ. Robert Farley διδάσκει Ασφάλεια και διπλωματία στο Patterson School από το 2005.
Έλαβε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον το 1997 και το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον το 2004.
Ο Δρ Farley είναι επίσης ιδρυτής και αρχισυντάκτης του «Lawyers, Guns and Money».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Translate »