Oι τράπεζες κατέχουν 4 τρισ. δολάρια σε κρατικά ομόλογα!
Mέχρι την 1η Ιουνίου έχει χρόνο η κυβέρνηση Μπάιντεν για να μην καταλήξουν οι ΗΠΑ σε στάση πληρωμών, η οποία με την σειρά της θα φέρει μία σειρά από «αλυσιδωτές» αντιδράσεις που θα προκαλέσουν παγκόσμιο οικονομικό σοκ.
Ειδικά από την στιγμή που στις ΗΠΑ το τελευταίο χρονικό διάστημα υπάρχει μεγάλη εκροή καταθέσεων.
Οι καταθέσεις στις αμερικανικές τράπεζες μειώθηκαν κατά περισσότερο από 360 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα τριών εβδομάδων έως τις 26 Απριλίου, σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της Federal Reserve που δημοσιοποιήθηκαν την Παρασκευή 5 Μαΐου 2023, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Αυτό σημαίνει πως υπάρχει σε εξέλιξη μία κρίση εμπιστοσύνης των Αμερικανών πολιτών απέναντι στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Σημειώνεται πως το αποτύπωμά τους στην αγορά των τίτλων του αμερικανικού Δημοσίου (Treasurys), ύψους 24 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, έχει τετραπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια από τον Μάρτιο!
Συνεπώς οι βασικοί αγοραστές των Treasurys, είναι οι αμερικανικες τράπεζες οι οποίες αποκομίζουν κέρδος από περιουσιακά στοιχεία «άνευ κινδύνου».
Οι τράπεζες δεν χρειάζεται να διατηρούν επιπλέον κεφάλαια για να αντισταθμίσουν τις πιθανές ζημίες καθώς τα αμερικανικά ομόλογα θεωρούνται «εγγύηση» από τον Β’ ΠΠ και μετά όταν οι ΗΠΑ έγιναν η κυρίαρχη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη του πλανήτη.
Αξίζει να ειπωθεί πως οι ρυθμιστικές αρχές θεωρούν πως το κρατικό χρέος έχει στάθμιση κινδύνου «0%».
Τώρα όμως η πιθανότητα έλλειψης συμφωνίας στην Ουάσιγκτον για την αύξηση του ορίου δανεισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των 31,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μπορεί να επιφέρει οικονομικό χάος.
Γιατί «στάση πληρωμών» σημαίνει πως τα κρατικά ομόλογα γίνονται ξαφνικά «σκουπίδια». Ακόμα κι αν αποκατασταθούν τα πράγματα η ζημιά θα έχει γίνει. Η εμπιστοσύνη θα έχει χαθεί.
Πλέον όποιος θα αγοράζει αμερικανικό κρατικό ομόλογο θα σκέφτεται πως, μπορεί να μην πάρει τα χρήματά του.
Την στιγμή που τα αμερικανικά περιφερειακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αγωνίζονται να διατηρήσουν καταθέσεις τους, τίθεται ζήτημα αμερικανικής χρεοκοπίας!
Την ίδια στιγμή, προσπαθούν να αποφύγουν τις αναγκαστικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων των οποίων οι τιμές σημειώνουν υποχώρηση, καθώς η Fed αυξάνει τα επιτόκια ραγδαία.
Η ανησυχία της αγοράς μπορεί να φανεί στις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων.
Ο Δημοκρατικός βουλευτής Sean Casten από το Illinois υπογράμμισε το spread άνω των 300 μονάδων βάσης μεταξύ των ομολόγων που λήγουν πριν και μετά την πιθανή ημερομηνία αθέτησης υποχρεώσεων.
Τα σχόλιά του έγιναν κατά τη διάρκεια ακρόασης σχετικά με την ομοσπονδιακή απάντηση στις πρόσφατες χρεοκοπίες τραπεζών.
Η απόδοση των ομολόγων 1 μήνα ήταν περίπου 5,53% την Παρασκευή, ενώ το επιτόκιο στα τρίμηνα ομόλογα είχε «κάτσει» στο 5,17%, σύμφωνα με το FactSet.
Ενώ οι τράπεζες ενθαρρύνονται από τις ρυθμιστικές αρχές να διατηρούν βραχυπρόθεσμα ομόλογα για ανάγκες ρευστότητας, οποιοσδήποτε κάτοχος αναγκαστεί να πουλήσει αυτούς τους τίτλους σε μια ευμετάβλητη αγορά θα μπορούσε να έλθει αντιμέτωπος με οδυνηρές απώλειες.
Επιπλέον, ο Casten είπε ότι μια χρεοκοπία των ΗΠΑ θα καταστήσει τις περισσότερες τράπεζες ευάλωτες σε πτώχευση, ιδιαίτερα εάν οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου στα Treasurys αυξηθούν από το μηδέν όπου βρίσκονται τώρα.
Για παράδειγμα, αν υπάρξει μια επιβάρυνση 4% στα ομόλογα αξίας 4 τρισεκ. δολ. που διακρατούν οι τράπεζες στις ΗΠΑ, θα πρέπει να συγκεντρωθούν περίπου 160 δισεκατομμύρια δολάρια, για να αντισταθμίσουν την έκθεση στους τίτλους χρέους, είπε το γραφείο του βουλευτή στο MarketWatch μετά την ακρόαση.
Αυτό το ποσό θα αυξηθεί στα 320 δισεκατομμύρια δολάρια με βάση μια μέγιστη χρέωση 8%.
«Το κόστος θα ήταν τεράστιο», δήλωσε ο Brian Pillmore, ιδρυτής της Visbanking, μιας πλατφόρμας για την ανάλυση των τραπεζών των ΗΠΑ.
Ο Pillmore μίλησε τόσο για την πιθανή ανάγκη για εισροή νέων κεφαλαίων στις τράπεζες εάν αυξάνονταν οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου στα treasuries, αλλά και επειδή τα κρατικά χρεόγραφα που διακρατούν οι τράπεζες θα τύγχαναν με discount μετά από μια χρεοκοπία.
Η πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ βρίσκεται επί του παρόντος στην κατηγορία του τριπλού Α, με μόνο την S&P Global να μειώνει την πιστοληπτική της ικανότητα κατά μια βαθμίδα σε AA+ το 2011 λόγω φόβου, πάλι, για το ανώτατο όριο του χρέους.
Η Mayra Rodriguez Valladares, εμπειρογνώμονας οικονομικών κανονισμών και διευθύνων σύμβουλος της MRV Associates, είπε ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη στάθμιση του κινδύνου θα εξαρτηθεί από το πόσο θα υποβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ μετά από μια χρεοκοπία.
«Μπορεί να χρειαστεί να αντληθούν κεφάλαια, κάτι που θα ήταν τρομακτικό εν τω μέσω μιας χρεοκοπίας, ή μπορεί να χρειαστεί να απορριφθούν πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία όπως τιτλοποιήσεις ή άλλες επενδύσεις που απαιτούν περισσότερα κεφάλαια» είπε ο Rodriguez Valladares. «Είναι απλώς αχαρτογράφητη περιοχή».
Η απάντηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην κρίση της COVID οδήγησε σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, τις οποίες πολλές τράπεζες χρησιμοποίησαν για να χορηγήσουν στεγαστικά δάνεια με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια ή για να επενδύσουν σε κρατικά ομόλογα.
Στη συνέχεια ήρθε ο ταχύτερος ρυθμός αύξησης των επιτοκίων της Fed από τη δεκαετία του 1970.
«Σε αυτό το περιβάλλον, θα υπάρξει σούπερ άγχος στο τραπεζικό σύστημα», δήλωσε ο Keith Noreika, πρώην εν ενεργεία ελεγκτής για το Office of the Controller of the Currency.
«Οι τράπεζες συμμετέχουν σε αυτό μακροπρόθεσμα, αλλά πρέπει να χρηματοδοτηθούν βραχυπρόθεσμα».
Ο Noreika, τώρα πρόεδρος της ομάδας τραπεζικής εποπτείας και ρύθμισης στην εταιρεία συμβούλων Patomak Global Partners, δεν θεωρεί πιθανή μια χρεοκοπία ή μια αλλαγή στους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, δεδομένου ότι η ελληνική κρίση χρέους πριν από μια δεκαετία δεν οδήγησε σε τέτοιους είδους αλλαγές.
Ανησυχεί, ωστόσο, για τις άγριες διακυμάνσεις στις βραχυπρόθεσμες αποδόσεις των ομολόγων που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω τις τράπεζες.
Επίσης, στο σενάριο που οι ΗΠΑ δεν εξοφλήσουν βραχυπρόθεσμα ομόλογα που λήγουν, δεν θα απέκλειε το ενδεχόμενο αναγκαστικών πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων από τράπεζες που χρειάζονται ρευστότητα.
«Αν μια τράπεζα χρειαστεί να πουλήσει σε τιμή πώλησης, θα μπορούσε να αναγκαστεί να βρεθεί σε κατάσταση της Silicon Valley Bank».