Όλα θυμίζουν υπερβολικά την κρίση του 2008
Αναλυτές της Goldman Sachs, αναφέρουν ότι λόγω της αύξησης της απόδοσης των ομολόγων από τις αρχές του 2022 και των αυξημένων ροών στα αμοιβαία κεφάλαια, τα αμερικανικά νοικοκυριά θα μπορούσαν να αποσύρουν έως και 1,1 τρισ. δολάρια από τις τοποθετήσεις τους σε μετοχές μες στο 2023!
Την Τετάρτη, η Fed αύξησε κατά 25 μονάδες βάσης τα επιτόκιά της, για ένατη φορά από τον Μάρτιο του 2022.
Στο μεταξύ, το 10ετές ομόλογο των ΗΠΑ έχει εκτιναχθεί από το περίπου 1,5% στις αρχές του 2022 πέριξ του 3,468%, επίπεδα που έχουν να εμφανιστούν από την κρίση του 2008.
Ο συνδυασμός αυξήσεων των επιτοκίων και «ξεπουλήματος» των μετοχών δεν προμηνύει καθόλου ευχάριστα πράγματα για την παγκόσμια οικονομία.
“Οι τρέχουσες αποδόσεις της αγοράς δείχνουν ότι η εποχή του ‘There is No Alternative’ έχει παρέλθει – πλέον υπάρχουν λογικές εναλλακτικές λύσεις έναντι των μετοχών”, παρατήρησαν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
“Αν και η ζήτηση για χρηματιστηριακούς τίτλους αποδείχθηκε ανθεκτική εν μέσω της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων το 2022, πιστεύουμε ότι οι ετήσιες ροές προς αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς και ομολόγων σηματοδοτούν μια στροφή των νοικοκυριών από τις μετοχές προς εναλλακτικές λύσεις”, επισήμαναν.
Το μοντέλο που εφάρμοσε η Goldman Sachs για να εκτιμήσει τη ζήτηση για τις μετοχές βασίζεται στην απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ και στα ποσοστά ιδιωτικής αποταμίευσης. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι μεγαλύτερες αποδόσεις και οι χαμηλότερες αποταμιεύσεις συνήθως συνδέονται με μείωση της ζήτησης για χρηματιστηριακούς τίτλους.
Στο βασικό της σενάριο η Goldman Sachs “βλέπει” καθαρές πωλήσεις μετοχών ύψους 750 δισ. δολαρίων για φέτος, ενώ εκτιμά πως η απόδοση του 10ετούς θα σκαρφαλώσει στο 4,2% μέχρι το τέλος του έτους και το ποσοστό ιδιωτικής αποταμίευσης θα ενισχυθεί στο 5,3% από 4,5%.
Στο δυσμενές σενάριο, όπου οι αποδόσεις των ομολόγων θα κινηθούν σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα και το ποσοστό αποταμίευσης κατρακυλήσει, τότε τα νοικοκυριά θα πουλήσουν μετοχές αξίας 1,1 τρισ. δολαρίων.
Όσον αφορά τις “λογικές εναλλακτικές λύσεις” έναντι των μετοχών, η Goldman επισημαίνει ότι υπάρχει η τάση τα νοικοκυριά να αγοράζουν προϊόντα σταθερού εισοδήματος όταν ξεφορτώνονται μετοχές.
Παρουσίασαν στοιχεία που δείχνουν ότι έως σήμερα 51 δισ. δολάρια έχουν αποσυρθεί από αμερικανικά μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια και χρηματιστηριακά αμοιβαία κεφάλαια, ενώ 282 δισ. δολάρια έχουν τοποθετηθεί σε αμερικανικά αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς και 137 δισ. δολάρια σε αμερικανικά ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια.
Το κενό που αφήνουν οι Αμερικανοί επενδυτές θα καλύψουν εν μέρει ξένοι επενδυτές και επιχειρήσεις, αγοράζοντας μετοχές ύψους 550 δισ. δολαρίων και 350 δισ. δολαρίων, αντίστοιχα, σύμφωνα με την εκτίμηση της Goldman Sachs.
“Αναμένουμε ότι η δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων με μετρητά θα επιβραδυνθεί αλλά θα παραμείνει σχετικά ισχυρή φέτος, με τις εταιρικές οντότητες να αγοράζουν μετοχές του αμερικανικού χρηματιστηρίου.
Η πρόβλεψη αυτή κινδυνεύει από μια πιθανή ανάκαμψη (στο β’ εξάμηνο 2023) της έκδοσης νέων μετοχών. Το ασθενέστερο δολάριο θα ενθαρρύνει τους ξένους επενδυτές να αγοράσουν αμερικανικούς τίτλους το 2023. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία αναμένεται να αγοράσουν μετοχές ύψους 200 δισ. δολαρίων το 2023″, σημείωσε η Goldman Sachs.
Ο ρυθμός αγοράς μετοχών από τα αμερικανικά νοικοκυριά έχει επιβραδυνθεί, με τα στοιχεία της Federal Reserve να δείχνουν ότι κατέχουν το 38% των χρηματιστηριακών τίτλων. Από τις αρχές του 2020 έως τα μέσα του 2022, αγόρασαν μετοχές αξίας 1,7 τρισ. δολαρίων, αλλά το 2022 η ζήτηση για μετοχές υποχώρησε κατά 40% στα 480 δισ. δολάρια.
“Σταθμίζοντας τα στοιχεία της Fed για τη ζήτηση από νοικοκυριά στην εκτίμησή μας για την καθαρή ζήτηση μετοχών από τα hedge funds (που περιλαμβάνονται εξ ορισμού στην κατηγορία των νοικοκυριών), συνεπάγεται ότι τα νοικοκυριά αγόρασαν “καθαρά” μετοχές αξίας μόλις 209 δισ. δολαρίων το 2022, ένα ποσό μειωμένο κατά 78% σε σύγκριση με το 2021″, διευκρίνισαν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Σημειώνεται πως ο S&P 500 σημειώνει άνοδο 2% από την αρχή του έτους, ενώ το 2022 έχασε 19% στη χειρότερη χρονιά για τον χρηματιστηριακό δείκτη από το 2008 -το έτος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης-, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία ενίσχυσε τις πληθωριστικές πιέσεις σε όλο τον κόσμο, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες (όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) να προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων.