ΠΡΟΪΔΕΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΙΚΟΥΣ:

Κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, όπου παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου πολιτική και κοινωνική αποσύνθεση με συνοδά χαρακτηριστικά την αποσάθρωση των θεσμών, την περιφρόνηση του Κράτους Δικαίου και την μαζική φτωχοποίηση του λαού, καλούνται οι Έλληνες πολίτες να συμμετέχουν στις επικείμενες εθνικές εκλογές, η πλειονότητα των οποίων διερωτάται «ψηφίζοντας τι; και ποιον;».

Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε από την πρωτοφανή υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του κ. Νίκου Ανδρουλάκη (υπό την ιδιότητα του αιρετού εκπροσώπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ-Κίνημα Αλλαγής), εξελίχθηκε σε τεράστιο σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών, το οποίο καταρράκωσε το κύρος των θεσμών και διέσυρε διεθνώς την χώρα μας.

Ενώπιον της δεινής αυτής πραγματικότητας, οι Έλληνες πολίτες καλούνται να συνειδητοποιήσουν ότι η ψήφος τους δεν αποτυπώνει μόνο την κομματική τους προτίμηση, αλλά συνιστά επιπλέον ψήφο εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης ολοκλήρου του πολιτικού συστήματος άσκησης εξουσίας.

Άραγε, οι πολίτες δεν αισθάνονται την βαριά πολιτική μπόχα που αναδίδεται από τα εκλογικά τμήματα, ώστε να απομακρυνθούν τρέχοντας μακριά από αυτά; Διερωτώμαι, υπάρχουν ακόμη πολίτες που μπορούν να εξαγοραστούν είτε με ελάχιστα ευρώ ψηφιακής κρατικής ελεημοσύνης είτε με την οριακή αύξηση των συντάξεων, ώστε να συνεχίσουν να επενδύουν τα όνειρα και τις ελπίδες τους στο άθλιο, διεφθαρμένο και ξενόδουλο πολιτικό σύστημα; Δηλαδή οι Έλληνες πολίτες συναινούν σιωπηρά (και επομένως θεωρούνται συνυπεύθυνοι) στο ξεπούλημα της Ελλάδας, έναντι «πινακίου φακής»;

Παλαιότερα υποστηρίζαμε ότι η ημέρα των εκλογών αποτελεί την κορυφαία έκφραση του δημοκρατικού φρονήματος των πολιτών, ενώ σήμερα δεν συνιστά υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία αποτελεί μνημείο πολιτικής υποκρισίας και αδιαφορίας που αναπαράγει (με ευθύνη των «τηλεκατευθυνόμενων πολιτών») την διαπλοκή, την διαφθορά, την πολιτική σήψη και την κομματοκρατία.

Οι πολίτες ασκώντας το εκλογικό τους δικαίωμα δεν ψηφίζουν την επόμενη κυβέρνηση αλλά τον επόμενο κυβερνητικό θίασο σκιών, με πρωθυπουργό και υπουργούς πολιτικές μαριονέτες που υλοποιούν πειθήνια τις αποφάσεις των εγχώριων και ξένων κύκλων εξουσίας, ζημιώνοντας τα συμφέροντα του ελληνικού Έθνους και Λαού.

Η μαζική συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία (ανεξάρτητα από ποιο κόμμα ψηφίζουν) κατοχυρώνει την δημοκρατική νομιμοποίηση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας –υπό την έννοια ότι προέκυψε μέσα από μια θεσπισμένη προβλεπόμενη διαδικασία–, η οποία εν συνεχεία διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι εκπροσωπεί το σύνολο του ελληνικού λαού, δύναται να λαμβάνει αποφάσεις καθ’ υπέρβαση ή κατά παράβαση της λαϊκής εντολής, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την πολιτική βούληση των εκλογέων, δεσμεύοντας τις επόμενες γενιές και ζημιώνοντας τα εθνικά συμφέροντα.

Επομένως, όσοι πολίτες απέχουν από την εκλογική διαδικασία στέλνουν ένα πολύ ευδιάκριτο και ηχηρό μήνυμα που πανικοβάλλει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα εξουσίας, το περιεχόμενο του οποίου είναι το εξής: «Σας έχουμε καταλάβει και αρνούμαστε να χειραγωγηθούμε. Δεν χορηγούμε την πολύτιμη για εμάς εντολή εκπροσώπησης σε κανένα κόμμα ή πολιτικό. Θα παραμείνουμε Ελεύθεροι Άνθρωποι και δεν θα γίνουμε συνεργοί στην εξαπάτηση του ελληνικού λαού».

Συνεπώς η ψήφος των Ελλήνων πολιτών συνιστά στην πραγματικότητα την τροφή του θηρίου της ολοκληρωτικής κοινοβουλευτικής εξουσίας, η οποία ισχυριζόμενη υποκριτικά ότι προήλθε από την δημοκρατική διαδικασία των εκλογών με την αθρόα συμμετοχή των πολιτών, θα κατασπαράζει στο όνομα της «Δημοκρατίας» με πρωτοφανή αγριότητα και κυνισμό τα συμφέροντα του Έθνους καθώς και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού.

Τα κόμματα χρησιμοποιούν την εκλογική διαδικασία ως δημοκρατικό και συνταγματικό άλλοθι, ώστε πετυχαίνοντας τον στόχο τους, δηλ. αυτόν της κατάληψης της εξουσίας, να εφαρμόζουν στην συνέχεια κρυφή ατζέντα (την οποία απέκρυψαν επιμελώς από τους ψηφοφόρους τους) και πολιτικές εντελώς διαφορετικές από αυτές για τις οποίες ψηφίστηκαν από το ελληνικό λαό, καθώς θα συμμορφώνονται πειθήνια προς τις εντολές ξένων κέντρων λήψης αποφάσεων.

Στην επέλαση της καταστροφικής Νέας Τάξης Πραγμάτων (Ν.Τ.Π.) θα αποτελούσε σοβαρό ανάχωμα –ως εναλλακτική υπολογίσιμη πολιτική δύναμη– η σύμπηξη ενός αρραγούς και ενιαίου εθνικοπατριωτικού μετώπου που θα αμφισβητούσε τον νεοφιλελευθερισμό της πολιτικής ορθότητας ως κυρίαρχη ιδεολογία και ως ασκούμενη πολιτική.

Συνεπώς, η διαίρεση των πατριωτικών δυνάμεων εξυπηρετεί εκ του αποτελέσματος το νεοταξίτικο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, αφού η κατακερματισμένη ψήφος στα διάσπαρτα πατριωτικά κόμματα εγκλωβίζει τους πατριώτες ψηφοφόρους στην εκλογική διαδικασίαδιά της οποίας όμως επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας που εξασφαλίζεται με την μαζική συμμετοχή των πολιτών όλων των κομματικών αποχρώσεων και φρονημάτων στις εκλογές.

Η πολιτική στάση της αποχής συνδέεται με την απόρριψη και την καταδίκη ολοκλήρου του πολιτικού συστήματος, το οποίο φέρει ακέραιη την ευθύνη για την πνευματική, οικονομική και ηθική χρεωκοπία της Ελλάδας.

Η κρισιμότητα των καιρών είναι τέτοια που απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης και αυτοσυνειδησίας εκ μέρους του Ελληνικού λαού ο οποίος καλείται σε μια ύστατη προσπάθεια εθνικής αυτοσυντηρήσεώς του να διακηρύξει το γνήσιο και ανόθευτο πατριωτικό του φρόνημα, καταδικάζοντας διά της αποχής του από τις εκλογές, το φαύλο και ξενόδουλο νεοταξίτικο σύστημα εξουσίας, που τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε εθνικό ακρωτηριασμό, σε απεμπόληση εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε μια άνευ προηγουμένου αποκαλυπτικών διαστάσεων οικονομική και κοινωνική καταστροφή.


«Έλα της θάλασσας θεριό

και του πελάγου μπόρα

το φοβερό σκουπιδαριό

να διώξεις απ’ τη χώρα».

Από το ποίημα «Παρασκευή Μεγάλη» του Νίκου Γκάτσου


Κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, όπου παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου πολιτική και κοινωνική αποσύνθεση με συνοδά χαρακτηριστικά την αποσάθρωση των θεσμών, την περιφρόνηση του Κράτους Δικαίου και την μαζική φτωχοποίηση του λαού, καλούνται οι Έλληνες πολίτες να συμμετέχουν στις επικείμενες εθνικές εκλογές, η πλειονότητα των οποίων διερωτάται «ψηφίζοντας τι; και ποιον;».

Η έλλειψη ηγετικών προσωπικοτήτων, το χαμηλό επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, η υποβάθμιση του Κοινοβουλίου, η δηλητηρίαση της πολιτικής ζωής με την εκτόξευση αλληλοκατηγοριών μεταξύ των κομμάτων για υπαρκτές ή φανταστικές οικονομικές ατασθαλίες, η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, ο νεποτισμός, η αναξιοκρατίαη κυριαρχία του lifestyle στην πολιτική ζωή και τέλος η αποδυνάμωση των θεσμών του πολιτεύματος (Βουλή, Κυβέρνηση, Αντιπολίτευση) προς όφελος της μιντιοκρατίας, δυναμιτίζουν τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας, στερώντας από τους πολίτες κάθε σοβαρό και πειστικό επιχείρημα που θα δικαιολογούσε την προσέλευσή τους στις κάλπες.

Η ενίσχυση της πολιτικής επιρροής των παράκεντρων εξουσίας και η τεράστια οικονομική επιφάνεια εξωθεσμικών προσώπων (ολιγαρχών) που κρατούν στα χέρια τους τον έλεγχο της ενημέρωσης επιχειρώντας να χειραγωγήσουν την δημόσια ζωή, έχουν κλονίσει -και απολύτως δικαιολογημένα- την εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οδηγώντας τις πλατιές λαϊκές μάζες στην αποπολιτικοποίησή τους.

Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε από την πρωτοφανή υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του κ. Νίκου Ανδρουλάκη (υπό την ιδιότητα του αιρετού εκπροσώπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ-Κίνημα Αλλαγής), εξελίχθηκε σε τεράστιο σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών, το οποίο καταρράκωσε το κύρος των θεσμών και διέσυρε διεθνώς την χώρα μας.

Η αποκάλυψη του σκανδάλου κατέδειξε την ύπαρξη ενός εκτεταμένου δικτύου παρακολούθησης Ελλήνων πολιτικών, δημοσιογράφων, ανώτατων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, επιχειρηματιών και άλλων, μέσω του συστήματος της Ε.Υ.Π. ή με την χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού από το 2020, τραυματίζοντας βαρύτατα το συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο19 § 1 Συντ.) και την «κοινοβουλευτική ομαλότητα», ξυπνώντας οδυνηρές μνήμες από ταραγμένες και σκοτεινές εποχές του πολιτικού βίου της πατρίδας μας.

Τον Αύγουστο του 2022, ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον κ. Παύλο Τσίμα δήλωνε επί λέξει τα εξής για το  φοβερό σκάνδαλο των υποκλοπών: «Δεν ήθελε η Ε.Υ.Π. μόνο να ακούει, ήθελε να καταγράφουν κιόλας, δηλαδή δεν ήθελαν να παρακολουθούν μόνο τι λέω, όταν μιλάω με τον Τσίμα, θέλανε να καταγράφουν την προσωπική μου ζωή. Αυτό ξέρετε πώς λέγεται; Απόπειρα παγίδευσης για εκβιασμό» (ακολούθως παρατίθεται το ηχητικό απόσπασμα της συνέντευξης του κ. Ανδρουλάκη).

Από την πιο πάνω δήλωση προκύπτει ευθέως ότι η πολιτική ζωή της πατρίδας μας καθορίζεται από τους παρακρατικούς μηχανισμούς και η αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων έχει καταστεί ιδιαίτερα τοξική και δυσώδης. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν πέσει οι ίδιοι θύματα στυγνού εκβιασμού από κύκλους και ομάδες συμφερόντων του παρακράτους και των μυστικών υπηρεσιών, είτε επειδή άλλοι πολιτικοί αρχηγοί αξιοποιούν τους ίδιους μηχανισμούς με σκοπό την τρομοκράτηση και παγίδευση των πολιτικών τους αντιπάλων, χειραγωγώντας έτσι τις πολιτικές εξελίξεις και ακυρώνοντας την εκλογική βούληση των πολιτών.

Ενώπιον της δεινής αυτής πραγματικότητας, οι Έλληνες πολίτες καλούνται να συνειδητοποιήσουν ότι η ψήφος τους δεν αποτυπώνει μόνο την κομματική τους προτίμηση αλλά συνιστά επιπλέον ψήφο εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης ολοκλήρου του πολιτικού συστήματος άσκησης εξουσίας.

Η πραξικοπηματική κύρωση της επαίσχυντης και προδοτικής συμφωνίας των Πρεσπών από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, διά της οποίας συναινέσαμε να αποδοθεί στους πολίτες των Σκοπίων «μακεδονική ιθαγένεια» και η γλώσσα τους να χαρακτηριστεί ως «μακεδονική», θέτοντας οριστικά ταφόπλακα στα προ αιώνων κεκτημένα του ελληνισμού της Μακεδονίας, η φημολογούμενη παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς επαρκή ενημέρωση του Ελληνικού λαού για το περιεχόμενο του συνυποσχετικού (όπου εκεί περιγράφονται τα επίδικα ζητήματα που άγονται προς δικαστική εξέταση), η καταστροφική διαχείριση της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης και τέλος η ολέθρια αδιαφορία και αμέλεια των αρμοδίων κρατικών αρχών να αποτρέψουν την σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, εικονίζουν με αδιάψευστη πιστότητα το ψυχρό, ανάλγητο και αποκρουστικό πρόσωπο της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας.

Η πιο πάνω συνοπτική περιγραφή της πολιτικής κατάστασης δεν αφήνει περιθώρια αμφιταλαντεύσεων και αμφιβολιών για την βαθιά πολιτική σήψη που διαπερνά καθέτως και οριζοντίως το κοινοβουλευτικό σύστημα οδηγώντας στον εκφασισμό της δημόσιας ζωής και σε συνολική απαξίωση τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Άραγε, οι πολίτες δεν αισθάνονται την βαριά πολιτική μπόχα που αναδίδεται από τα εκλογικά τμήματα, ώστε να απομακρυνθούν τρέχοντας μακριά από αυτά; Διερωτώμαι, υπάρχουν ακόμη πολίτες που μπορούν να εξαγοραστούν είτε με ελάχιστα ευρώ ψηφιακής κρατικής ελεημοσύνης, είτε με την οριακή αύξηση των συντάξεων, ώστε να συνεχίσουν να επενδύουν τα όνειρα και τις ελπίδες τους στο άθλιο, διεφθαρμένο και ξενόδουλο πολιτικό σύστημα; Δηλαδή οι Έλληνες πολίτες συναινούν σιωπηρά (και επομένως θεωρούνται συνυπεύθυνοι) στο ξεπούλημα της Ελλάδας έναντι «πινακίου φακής»;

Η έννοια και η σημασία της πολιτικής η οποία κάποτε αναπτέρωνε τις ελπίδες ειδικά των νέων ανθρώπων που φιλοδοξούσαν μέσω της πολιτικής δράσης να μετασχηματίσουν τον κόσμο, σήμερα έχει εντελώς απαξιωθεί μεταξύ των πολιτών που αποθαρρύνονται να ασχοληθούν με τα κοινά, νιώθοντας αηδιασμένοι από την δυσωδία των πολιτικών, οικονομικών και ηθικών σκανδάλων.

Παλαιότερα υποστηρίζαμε ότι η ημέρα των εκλογών αποτελεί την κορυφαία έκφραση του δημοκρατικού φρονήματος των πολιτών, ενώ σήμερα δεν συνιστά υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία αποτελεί μνημείο πολιτικής υποκρισίας και αδιαφορίας που αναπαράγει (με ευθύνη των «τηλεκατευθυνόμενων πολιτών») την διαπλοκή, την διαφθορά, την πολιτική σήψη και την κομματοκρατία.

Οι πολίτες ασκώντας το εκλογικό τους δικαίωμα δεν ψηφίζουν την επόμενη κυβέρνηση αλλά τον επόμενο κυβερνητικό θίασο σκιών, με πρωθυπουργό και υπουργούς πολιτικές μαριονέτες που υλοποιούν πειθήνια τις αποφάσεις των εγχώριων και ξένων κύκλων εξουσίας, ζημιώνοντας τα συμφέροντα του ελληνικού Έθνους και Λαού.

Δεν πρέπει να διαλάθει την προσοχή μας ότι κατά την διάρκεια της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης, δηλ. σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της μεταπολίτευσης, η Βουλή αυτοπεριορίστηκε εκχωρώντας την νομοθετική της αρμοδιότητα στην κυβέρνηση, εγείροντας μείζον θεσμικό ζήτημα λειτουργίας του πολιτεύματος.

Υπενθυμίζω ότι η απαγόρευση της κυκλοφορίας, που υπήρξε ο πιο ακραίος και πρωτοφανής σε έκταση περιορισμός ατομικού δικαιώματος σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας, δεν επιβλήθηκε με νόμο αλλά με (κοινή) υπουργική απόφαση.

Τρεις μόνο άνθρωποι, ο Υπουργός Υγείας, ο Υπουργός Εσωτερικών και ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, έλαβαν την απόφαση (ερήμην του Κοινοβουλίου) να κλειδώσουν στα σπίτια τους δέκα εκατομμύρια πολίτεςπεριφρονώντας την κοινοβουλευτική νομοθετική διαδικασία και παραβιάζοντας τα συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων.

Αξίζει να τονιστεί ότι τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά την διάρκεια της πανδημίας αποτέλεσαν πολιτική επιλογή και απόφαση της κυβέρνησης (με την συνευδοκία των περισσοτέρων αν όχι όλων των πολιτικών σχηματισμών που διεκδικούν σήμερα την ψήφο των πολιτών), στην οποία αποτυπώθηκε με ενάργεια η ολοκληρωτική της νοοτροπία και αντίληψη αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας.

Η αντίθετη άποψη που διατυπώθηκε από τους υποστηρικτές των αντισυνταγματικών μέτρων και συμπυκνωνόταν στο επιχείρημα που έλεγε ότι «η κυβέρνηση δεν έπραξε τίποτε περισσότερο παρά να υιοθετήσει τα μέτρα που εισηγήθηκαν οι ειδικοί επιστήμονες και ο Π.Ο.Υ.» στερείται νομίμου βάσεως, καθόσον οι οδηγίες των διεθνών οργανισμών, φορέων υγείας και οι προτάσεις των ειδικών δεν ήταν δεσμευτικές αλλά μόνο γνωμοδοτικές και συμβουλευτικές. Οι παρεμβάσεις των ειδικών κατέστησαν υποχρεωτικές για τους πολίτες, όταν θεσπίστηκαν με μια σειρά πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (εξαιρετικά αμφιβόλου συνταγματικότητας) και με μια πλειάδα υπουργικών αποφάσεων που εξέφρασαν την ολοκληρωτική και αυταρχική βούληση της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη για τα ζητήματα της δημόσιας υγείας.

Ο επίκουρος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου του Α.Π.Θ. Ακρίτας Καϊδατζής στο άρθρο του «Πανδημία, δημοκρατία, δικαιώματα: Το τέλος του συνταγματικού δικαίου;»

σημειώνει πολύ εύστοχα τα εξής:

«Είναι τουλάχιστον αφελές να θεωρούμε ότι υπάρχει μία και μόνη επιστημονικά “ορθή” αντιμετώπιση της πανδημίας. Ότι υπάρχει δηλαδή μία και μόνη επιστημονική αλήθεια. Αυτό δεν είναι επιστήμη. Είναι θεολογία. Κάθε προσπάθεια αποπολιτικοποίησης [της πολιτικής απόφασης για την λήψη μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας] δεν είναι παρά άλλοθι για τους (εκάστοτε) κυβερνώντες. Γιατί τους προσφέρει τη διέξοδο, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, να αποποιηθούν την πολιτική ευθύνη: “Δεν φταίμε εμείς, οι επιστήμονες που τα πρότειναν”. Ας θυμηθούμε ότι, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο ζήσαμε  και στην περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης: “Δεν φταίμε εμείς, η τρόικα μας τα επέβαλε”. Το χειρότερο σε μια δημοκρατία είναι η εξάλειψη της πολιτικής ευθύνης. Όλοι να δείχνουν με το δάκτυλο κάποιον άλλο, μέχρι το φταίξιμο (όχι πια η ευθύνη) να πέσει σε κάποιον εκτός του πολιτικού συστήματος, άρα εξ ορισμού ανεύθυνο. Λογικές του τύπου το ’λεγα στο σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του, είναι το τέλος της δημοκρατίας».

Τον Δεκέμβριο του 1968, ο πρώην πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου εμφανίστηκε σε ένα συνέδριο επιφανών Αμερικανών και Ευρωπαίων διανοούμενων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου μιλώντας για την ελληνική περίπτωση δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής συγκλονιστικά, όπως υποστηρίζει ο κ. Σπύρος Δραΐνας συγγραφέας του βιβλίου «Ανδρέας Παπανδρέου: Η Γέννηση ενός Πολιτικού Αντάρτη» (εκδόσεις Ψυχογιός):

«Το 1947-1948 οι ΗΠΑ αντικατέστησαν τη Βρετανία στον ρόλο του “προστάτη” της Ελληνικής Δημοκρατίας».

Η εντυπωσιακή αυτή δήλωση του πρώην πρωθυπουργού αποδεικνύει ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην χώρα μας σχεδιάζονται από αφανή κέντρα εξουσίας του εξωτερικού τα οποία έχουν κατορθώσει μαζί με τους Έλληνες προδότες συνεργάτες τους –καθώς εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το σαράκι της Ελληνικής φυλής, δηλ. τον φθόνο, την εξουσιομανία, την φιλοχρηματία και την διχόνοια– να ακυρώσουν τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ηρώων του ’21, αφού πέτυχαν βαθμιαία την μετάλλαξη του οθωμανικού ραγιαδισμού των υπόδουλων Ελλήνων σε δυτικοευρωπαϊκό νεοραγιαδισμό των τηλεοπτικά υπνωτισμένων Νεοελλήνων!

Στο εξαιρετικό βιβλίο «Μεταδημοκρατία» του Βρετανού Κοινωνιολόγου και Πολιτικού Επιστήμονα Colin Crouch που πρωτοκυκλοφόρησε το 2004 αναφέρεται ότι η έννοια της δημοκρατίας στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου έχει εκφυλιστεί. Ο Crouch υποστηρίζει ότι οι θεσμοί του κράτους μπορεί τυπικά να υφίστανται, όμως η ζωτική τους λειτουργία για την εμβάθυνση της δημοκρατίας διαρκώς υπονομεύεται από μια άρχουσα πολιτικοοικονομική ελίτ, και επεκτείνοντας την σκέψη του, συμπληρώνουμε με έμφαση:

η συμμετοχική δράση των πολιτών στην δημόσια ζωή συνεχώς περιορίζεται, καθώς οι ίδιοι υπόκεινται σε εξελιγμένες μεθόδους κοινωνικού ελέγχου και σε μαζική χειραγώγηση.

Υπό το πρίσμα των πολύ οξυδερκών επισημάνσεων και διαπιστώσεων του Crouch μπορούμε να αναπτύξουμε τον εξής συλλογισμό:

Καθώς παρατηρείται σημαντική συρρίκνωση της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας εξαιτίας της υπονομευτικής δράσης συγκεκριμένων ομάδων και συμφερόντων που υποσκάπτουν συστηματικά την λειτουργία και το κύρος των δημοκρατικών θεσμών, ο πολίτης περιορίζεται σε ρόλο «κομπάρσου της δημοκρατίας» μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, ενώ παράλληλα εξαπλώνεται επιθετικά ως καρκίνωμα επί του κοινωνικού σώματος η αδυσώπητη δύναμη της επικυρίαρχης οικονομικής και μιντιακής ελίτ που αναλαμβάνει εκ του παρασκηνίου την πραγματική άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ποδηγετώντας την δημόσια ζωή και χρησιμοποιώντας, ως άβουλα υποχείριά της, πολιτικά ανδρείκελα.

Η ελεύθερη επιλογή της αποχής από την εκλογική διαδικασία συνιστά δυστυχώς «απαγορευμένη συζήτηση», δηλ. είναι θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, η οποία εμφορείται στο σύνολό της από την πεπλανημένη αντίληψη ότι ο λαός με την ψήφο του δύναται να καθορίζει το μέλλον του και να εκλέγει την κυβέρνησή του.

Όπως ο εμβολιασμένος πολίτης έχει θεοποιήσει την αξία του εμβολίου, αρνούμενος πεισματικά να σκεφθεί σοβαρά την πιθανότητα ότι η βλάβη και η επιδείνωση της υγείας του μπορεί να οφείλεται στον εμβολιασμό του με ένα πειραματικό και επικίνδυνο φαρμακευτικό σκεύασμα –πρόθυμος να υιοθετήσει οποιαδήποτε άλλη σερβιρισμένη ιατρική εκδοχή που θα τον απαλλάξει προσωρινά από το αίσθημα της προσωπικής ενοχής και από την αδιάκοπη καταδίωξη των τύψεων συνειδήσεως–, αντιστοίχως και ο ψηφοφόρος πολίτης (κολακευόμενος από το πολιτικό σύστημα που του λέει «στις εκλογές μιλούν οι πολίτες» ή εναλλακτικά «ήρθε η ώρα των πολιτών») έχει θεοποιήσει την παντοδυναμία της ψήφου του.

Όταν πλησιάζει η ώρα των εκλογών, ο πολλάκις εξαπατηθείς και εμβολιασθείς πολίτης αδυνατεί να σκεφθεί την δυνατότητα της αποχής ως άσκηση δικαιώματος εναντίωσής του στο ολοκληρωτικό κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης.

Ο σημερινός πολίτης-ψηφοφόρος, έχοντας καταστεί για πολλές δεκαετίες υποκείμενο πολυμορφικής, διαρκούς και μακροχρόνιας προπαγάνδας, διακατέχεται πλέον από την μόνιμη ψευδαίσθηση ότι δύναται με την συμμετοχή του στις εκλογές να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα.

Αντιθέτως, όπως πανθομολογείται από το τέλος του Β’.Π.Π., η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην πατρίδα μας βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη (μολονότι η συμμετοχή του ελληνικού λαού στις εκλογικές αναμετρήσεις κινείται σταθερά σε υψηλά ποσοστά), γεγονός που όφειλε κανονικά να προβληματίσει σοβαρά κάθε νοήμονα και κριτικά σκεπτόμενο πολίτη για την αξία της συμμετοχής του στην εκλογική διαδικασία.

Ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919), ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς Έλληνες ποιητές της νεότερης Ελλάδας, διακωμωδώντας με σκωπτικό τρόπο τα πολιτικά ήθη, σημείωνε προσφυώς τα εξής:

«Οι Έλληνες πολιτικοί έχουν μονίμως ως επάγγελμα την σωτηρία της Πατρίδος. Γι’ αυτό και αποφεύγουν επιμελώς να τη σώσουν. Μετά την σωτηρία, δεν θα έχουν επάγγελμα!».

Το γεγονός ότι ο Σουρής παραμένει επίκαιρος ένα αιώνα μετά οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής παιδείας του Ελληνικού λαού και στην χαρακτηριστική άνεση με την οποία χειραγωγείται από τους λαοπλάνους πολιτικούς του.

Τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι θα επιχειρήσουν με φορτικότητα να πείσουν τους πολίτες να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, προκειμένου μέσα από την μαζική συμμετοχή των εκλογέων να νομιμοποιηθεί το διεφθαρμένο και σάπιο πολιτικό σύστημα εξουσίας που διαιωνίζει την οικονομική διαπλοκή, την αναξιοκρατία, την διαφθορά, την ηθική σήψη, κατατρώγοντας τα σωθικά του λαού που διψά για εθνοκεντρική πολιτική, αμερόληπτη δικαιοσύνη και χρηστή διοίκηση.

Η μαζική συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία (ανεξάρτητα από ποιο κόμμα ψηφίζουν) κατοχυρώνει την δημοκρατική νομιμοποίηση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας –υπό την έννοια ότι προέκυψε μέσα από μια θεσπισμένη προβλεπόμενη διαδικασία–, η οποία εν συνεχεία, διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι εκπροσωπεί το σύνολο του ελληνικού λαού, δύναται να λαμβάνει αποφάσεις καθ’ υπέρβαση ή κατά παράβαση της λαϊκής εντολής, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την πολιτική βούληση των εκλογέων, δεσμεύοντας τις επόμενες γενιές και ζημιώνοντας τα εθνικά συμφέροντα.

Η ιδέα και μόνο της αποχής τρομοκρατεί στην κυριολεξία το πολιτικό σύστημα σε σημείο να επιστρατεύει τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος άνοιξε λογαριασμό στην δημοφιλή πλατφόρμα των νέων, δηλ. στο Τik Τok, και κάλεσε τους νέους να προσέλθουν στις κάλπες ψηφίζοντας ό,τι θέλουν, αρκεί να μην απέχουν!

Στις στρατιωτικές δικτατορίες η εμφάνιση ενός άρματος μάχης στους δρόμους προκαλεί πανικό στους πολίτες και τους κρατά κλεισμένους στα σπίτια τους, αποτρέποντάς τους να κυκλοφορούν ελεύθερα. Κατ’ ανάλογο τρόπο, στις κοινοβουλευτικές δικτατορίες η εκλογική διαδικασία υποκαθιστά το ερπυστριοφόρο άρμα της στρατιωτικής χούντας, καθώς εγκλωβίζει τους πολίτες –όχι ασφαλώς στα σπίτια τους– αλλά σε ένα αόρατο στρατόπεδο «δημοκρατικής νομιμότητας», στο οποίο τα συστημικά και κυρίως τα λεγόμενα «αντισυστημικά» κόμματα ελέγχουν την μοναδική έξοδο διαφυγής προς την ελευθερία, δηλ. προς την αποχή.  

Διότι η συνειδητή στάση της αποχής συνιστά ηρωική πράξη αντίστασης κατά της κοινοβουλευτικής δικτατορίας, που ισοδυναμεί με το γράψιμο ενός συνθήματος στον τοίχο εναντίον του σκληροτράχηλου  στρατιωτικού καθεστώτος.

Και αυτό γιατί η αποχή, στον πυρήνα της, εκφράζει την συνειδητοποίηση του πολίτη ότι οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος που διεξάγουν τις εκλογές, αντί για πηλίκιο και στολή, φορούν γραβάτα και κουστούμι, κουρελιάζοντας το Σύνταγμα και ποδοπατώντας τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Επομένως τα αντισυστημικά κόμματα, αντί να ξεροσταλιάζουν επιχειρώντας να πιάσουν το εκλογικό όριο για την είσοδό τους στην Βο(υ)λή, όφειλαν με εντιμότητα και αξιοπρέπεια να αρνηθούν την συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία, καταγγέλλοντας την αλλοτρίωση και διάβρωση του κοινοβουλευτικού θεσμού, που έχει παύσει προ πολλού να υπηρετεί τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα, αλλά παράγει πλέον μαζικά σκάνδαλα, ψέματα, διαφθορά, πολιτικό και ηθικό αμοραλισμό.

Επομένως, όσοι πολίτες απέχουν από την εκλογική διαδικασία στέλνουν ένα πολύ ευδιάκριτο και ηχηρό μήνυμα που πανικοβάλλει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα εξουσίας, το περιεχόμενο του οποίου είναι το εξής:

«Σας έχουμε καταλάβει και αρνούμαστε να χειραγωγηθούμε. Δεν χορηγούμε την πολύτιμη για εμάς εντολή εκπροσώπησης σε κανένα κόμμα ή πολιτικό. Θα παραμείνουμε Ελεύθεροι Άνθρωποι και δεν θα γίνουμε συνεργοί στην εξαπάτηση του Ελληνικού λαού».

Συνεπώς, η ψήφος των Ελλήνων πολιτών συνιστά στην πραγματικότητα την τροφή του θηρίου της ολοκληρωτικής κοινοβουλευτικής εξουσίας, η οποία, ισχυριζόμενη υποκριτικά ότι προήλθε από την δημοκρατική διαδικασία των εκλογών με την αθρόα συμμετοχή των πολιτών, θα κατασπαράζει στο όνομα της «Δημοκρατίας» με πρωτοφανή αγριότητα και κυνισμό τα συμφέροντα του Έθνους, καθώς και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού.

Οι εποχές έχουν αλλάξει. Το κόμμα που θα κατακτήσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, κατά την διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησης της χώρας θα επιφέρει τεκτονικές αλλαγές και θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στα εθνικά συμφέροντα, στην πατρίδα και στον λαό.

Τα κόμματα χρησιμοποιούν την εκλογική διαδικασία ως δημοκρατικό και συνταγματικό άλλοθι, ώστε πετυχαίνοντας τον στόχο τους δηλ. αυτόν της κατάληψης της εξουσίας, να εφαρμόζουν στην συνέχεια κρυφή ατζέντα (την οποία απέκρυψαν επιμελώς από τους ψηφοφόρους τους) και πολιτικές εντελώς διαφορετικές από αυτές για τις οποίες ψηφίστηκαν από το Ελληνικό λαό, καθώς θα συμμορφώνονται πειθήνια προς τις εντολές ξένων κέντρων λήψης αποφάσεων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μετεκλογικής υλοποίησης προεκλογικά άγνωστης και κρυφής ατζέντας αποτελεί η δήλωση του κ. Μητσοτάκη ότι έλαβε εντολή από τον Ελληνικό λαό να προχωρήσει στον πράσινο μετασχηματισμό!

Ευρισκόμενος ο κ. Μητσοτάκης στο Νταβός, κατά την διάρκεια των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε σε δημοσιογράφο του CNN, δήλωσε τα εξής, αφήνοντας άναυδους τους Έλληνες πολίτες:

«Ήρθαμε στην εξουσία με μια ξεκάθαρη εντολή, να μετασχηματίσουμε την οικονομία, να προχωρήσουμε στην ψηφιοποίηση κατά της γραφειοκρατίας, και να προχωρήσουμε στον πράσινο μετασχηματισμό»

.

Για αυτό λοιπόν, επιβάλλεται να συγκροτηθεί ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο αποχής, προκειμένου να μην ισχυρίζεται ο εκάστοτε πρωθυπουργός εμπαίζοντας τους πολίτες, ότι «έλαβε ξεκάθαρη εντολή» να υλοποιήσει τον πράσινο μετασχηματισμό (!), που όχι μόνο δεν έλαβε, αλλά ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά τις εκλογές του 2019, ο Ελληνικός λαός αγνοεί τι σημαίνει πράσινος μετασχηματισμός και τις επιπτώσεις που θα προκαλέσει στην καθημερινή του ζωή.

Η σχεδόν απόλυτη σύμπλευση των κομμάτων εξουσίας σε όλο το εύρος των εθνικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων εγείρει μείζον θεσμικό ζήτημα λειτουργίας του «δημοκρατικού πολιτεύματος», καθιστώντας περιττή και άσκοπη την προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, αφού η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία αποκτά νόημα και περιεχόμενο, όταν οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι διαφορετικές και όχι ταυτόσημες.

Επομένως, η κατάργηση των διαχωριστικών ιδεολογικών γραμμών μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, η πλήρης ανικανότητα των πολιτικών δυνάμεων να προσφέρουν στον λαό ένα ρεαλιστικό εθνικό και κοινωνικό όραμα καθώς και η εμμονή του πολιτικού κόσμου στην τυφλή εφαρμογή της αντίχριστης νεοταξίτικης ατζέντας, η οποία επηρεάζει αποφασιστικά κάθε πτυχή της καθημερινότητας των ανθρώπων, καθιστούν απολύτως δικαιολογημένη και βάσιμη την απόφαση των πολιτών να απέχουν από την «θεατρινίστικη» εκλογική διαδικασία.

Κατά την διάρκεια κυρίως των τελευταίων τριάντα ετών πολιτικοί προερχόμενοι από τον χώρο της Κεντροδεξιάς όσο και από τον χώρο της Κεντροαριστεράς εκπαιδεύτηκαν από τους ινστρούχτορες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στην αποστήθιση του νεοταξίτικου αφηγήματος εξουσίας, το οποίο υλοποιείται σήμερα ομοιόμορφα και συγχρονισμένα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο μαζικός εμβολιασμός της ανθρωπότητας, η ακατάπαυστη προπαγάνδα περί της «ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής», η εκρηκτική άνθηση της ψηφιακής καινοτομίας, η «πράσινη ανάπτυξη», η βιομετρική ταυτοποίηση και ψηφιακή παρακολούθηση των ανθρώπων, η φανατική προώθηση και διαφήμιση της «ΛΟΑΤΚΙ ατζέντας», καθώς και της ιδεολογίας του «κοινωνικού φύλου» που διαποτίζει με σατανικό δηλητήριο την παιδική αθωότητα

, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας της Υπολογιστικής-Τεχνητής-Νοημοσύνης κ.λπ., αποτελούν ειδικότερα κεφάλαια του «ίδιου βιβλίου», δηλ. της αντίχριστης παγκοσμιοποίησης, την οποία επιχειρεί να επιβάλει ερήμην των λαών η δαιμονοκίνητη Ν.Τ.Π.

Οι δε πολιτικοί, ενεργώντας ως πειθήνια όργανά της, εισάγουν με δήθεν ανέμελο ύφος στις εμβρόνητες κοινωνίες των βρεφοποιημένων πολιτών ταχύρρυθμα μαθήματα εκμάθησης της Νεοταξίτικης Ιδεολογίας με σκοπό να εξαφανίσουν την εθνική, θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα των λαών, ομογενοποιώντας την ανθρωπότητα κάτω από την ομπρέλα μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, η οποία θα προωθήσει την κοινή θρησκεία, γλώσσα, το νόμισμα, στο τέλος δε, θα εμφανίσει και τον «μοναδικό κυβερνήτη».

Στο πλαίσιο της επίτευξης του πιο πάνω σκοπού, οι πολιτικοί από ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου έλαβαν την ρητή εντολή από το ίδιο συντονιστικό κέντρο, δηλ. από τον αόρατο μαριονετίστα, να εξαλείψουν τις «πολιτικές τους διαφορές», σερβίροντας στους υπνωτισμένους πολίτες το καινοφανές πολιτικό δόγμα που συνοψίζεται στην φράση «δεν υπάρχει εναλλακτική» (κατά το αγγλοσαξωνικό ακρωνύμιο ΤINA, δηλ. Τhere Ιs Νo Αlternative), εννοώντας ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πολιτική πρόταση, εκτός από εκείνη που επιβάλλει η Ν.Τ.Π.

Η πιστή εφαρμογή της πιο πάνω κατευθυντήριας πολιτικής γραμμής κρίνεται ως άκρως σημαντική για την χειραγώγηση της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, αφού υπηρετεί δύο πολύ σημαντικούς σκοπούς:

  • Α) Να καταστήσει στην συνείδηση των πολιτών αδιάφορη και ανούσια την εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση και
  • Β) Να πείσει τους πολίτες ότι δεν υπάρχει καμία άλλη αξιόλογη, εναλλακτική πολιτική πρόταση που μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματά τους, εκτός από την νεοφιλελεύθερη και νεοταξίτικη.

Σε μερικά χρόνια από σήμερα, όσο ο πολίτης εξακολουθεί παθητικά και άβουλα να στοιχίζεται ο ένας πίσω από τον άλλο στην ουρά των εκλογικών τμημάτων περιμένοντας να ψηφίσει, θα έρθει αντιμέτωπος με την επίσημη και τυπική διακήρυξη του θανάτου της Δημοκρατίας.

Στην νέα μεταδημοκρατική συνθήκη που διαμορφώνεται, η προσφυγή στις κάλπες θα συνιστά μία περιττή, πολυέξοδη και άσκοπη γραφειοκρατική διαδικασία, δεδομένου ότι η κυβερνητική εναλλαγή των κομμάτων θα περιορίζεται μόνο στην αντικατάσταση των προσώπωνενώ θα παραμένει ίδια και απαράλλακτη η ασκούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει άλλη, εναλλακτικά καλύτερη!

Στην επέλαση της καταστροφικής Νέας Τάξης Πραγμάτων (Ν.Τ.Π.) θα αποτελούσε σοβαρό ανάχωμα –ως εναλλακτική υπολογίσιμη πολιτική δύναμη– η σύμπηξη ενός αρραγούς και ενιαίου εθνικοπατριωτικού μετώπου που θα αμφισβητούσε τον νεοφιλελευθερισμό της πολιτικής ορθότητας, ως κυρίαρχη ιδεολογία και ως ασκούμενη πολιτική.

Όμως, η πολυδιάσπαση του πατριωτικού χώρου σε κόμματα και κομματίδια που διαφεντεύονται από τοπικούς ηγεμονίσκους, οι οποίοι δεν βάζουν νερό στο κρασί τους, γιατί (αυτο)προβάλλονται ως οι μοναδικοί εθνοσωτήρες, οι πολιτικοί φατριασμοί και οι προσωπικές εμπάθειες, ακυρώνουν την σύνθεση, συνεργασία και συσπείρωση των πατριωτικών δυνάμεων, ως εναλλακτικού πόλου εξουσίας με αξιόπιστη και πειστική κυβερνητική πρόταση.

Η έλλειψη ψυχικής ενότητας και ο έντονος αρχηγισμός που παρατηρούνται μεταξύ των πολιτικών κομμάτων τα οποία δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο πατριωτικό και ορθόδοξο χώρο αποτελούν μόνιμη πηγή θλίψης των πολιτικά σκεπτόμενων πολιτών, καθώς αντιλαμβάνονται ότι στη διχόνοια, στην ασυνεννοησία και στην ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών τσακίζονται οι τελευταίες ελπίδες του λαού για την έξοδο από το πολιτικό και κοινωνικό βούρκο.

Επομένως, η ρεαλιστική αδυναμία συγκρότησης ενός ενιαίου, ενωμένου και συμπαγούς πατριωτικού πολιτικού χώρου καθιστά εκ των πραγμάτων ανέφικτη την ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπησή του, ως αντίβαρου στις δυνάμεις της νεοταξίτικης παγκοσμιοποίησης.

Ως εκ τούτου, η συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία με μοναδικό σκοπό να ψηφίσουν μικρότερα κόμματα με πατριωτικό ή ορθόδοξο πρόσημο εμφανίζεται ως πολιτικά ατεκμηρίωτη, αν δεν υποκρύπτει σκοπιμότητα, ιδιοτέλεια ή πολιτική αφέλεια, αφού εξαιτίας της έλλειψης κοινού συντονιστικού κέντρου όλων των εθνικών πατριωτικών δυνάμεων η ψήφος τους περιορίζεται σε ανούσιο εκλογικό καθήκον και μοιραία εκφυλίζεται σε αδύναμη φωνή διαμαρτυρίας.

Συνεπώς, η διαίρεση των πατριωτικών δυνάμεων εξυπηρετεί εκ του αποτελέσματος το νεοταξίτικο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, αφού η κατακερματισμένη ψήφος στα διάσπαρτα πατριωτικά κόμματα εγκλωβίζει τους πατριώτες ψηφοφόρους στην εκλογική διαδικασίαδιά της οποίας όμως επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας που εξασφαλίζεται με την μαζική συμμετοχή των πολιτών όλων των κομματικών αποχρώσεων και φρονημάτων στις εκλογές.

Αποτελεί γενική παραδοχή ότι το πολιτικό προσωπικό (με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις) που είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της πατρίδας μας τα τελευταία εβδομήντα χρόνια στερούνταν εθνικού οράματος και ήταν περιορισμένων ικανοτήτων, διεφθαρμένο και παρασιτικό, με αποτέλεσμα μέσα από τις διαδοχικές κυβερνήσεις όπου άλλαζαν μόνο τα πρόσωπα –ενώ υλοποιούνταν οι ίδιες πολιτικές ξενοδουλείας– να μετατρέψει ένα περήφανο, γενναίο και αξιοπρεπή λαό (που προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό για την γενναία του αντίσταση κατά την διάρκεια του Β΄ Π.Π.) σε μίζερο, διαπλεκόμενο, πνευματικά νωθρό και απαίδευτο.

Η πολτοποίηση της εθνικής ιδιοπροσωπίας και της ορθόδοξης ταυτότητας του ελληνικού λαού μέσα στους κόλπους της Ε.Ε., η οποία επιβάλλει ως νέα θρησκεία τον παναιρετικό οικουμενισμό και αναγορεύει την πολιτική ορθότητα των ετερόκλητων μειοψηφιών σε κορωνίδα της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» δημιουργούν ένα ιδιαίτερα δυσχερές και επικίνδυνο περιβάλλον που απειλεί την εθνική μας επιβίωση.

Οι νεοταξίτες πολιτικοί ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και εργάζονται αμφότεροι πυρετωδώς για την αποϊεροποίηση και τον αφελληνισμό των Ελλήνων πολιτών, ρίχνοντας κάθε τι ελληνικό και ορθόδοξο στην πυρά του μεσαιωνικού σκοταδισμού.

Επομένως, κρίνεται επιτακτική η εθνική ανάγκη να συγκροτηθεί ένα ευρύ πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα αποχής ως συνειδητής πολιτικής πράξης με σκοπό να περιοριστεί σημαντικά ή και να εκμηδενιστεί η πολιτική ισχύς του σάπιου, διεφθαρμένου και διαπλεκόμενου οικονομικού-μιντιακού συστήματος διακυβέρνησης.

Στην περίπτωση επικράτησης της αποχής, η κυρίαρχη πολιτική ελίτ θα απολέσει στα μάτια του λαού τον μανδύα της δημοκρατικής νομιμοποίησής της, εξαναγκαζόμενη από τα παρασκηνιακά οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπεί να αποκαλύψει σε πλήρη έκταση το τυραννικό και ανάλγητο πρόσωπο της ολοκληρωτικής κοινοβουλευτικής εξουσίας, που σήμερα κρύβεται επιμελώς «κάτω από την μάσκα» της μαζικής συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία.

Αν στις επικείμενες εκλογές καταγραφεί ένα ποσοστό αποχής της τάξεως του 70%, τούτο θα αποτελέσει ένα απρόσμενο ηχηρό ράπισμα στο νεοταξίτικο σύστημα άσκησης εξουσίας, που αυτομάτως θα στερηθεί του (μέχρι πρότινος) δικαιώματός του να εκπροσωπεί το σύνολο του ελληνικού λαού.

Η πολιτική στάση της αποχής συνδέεται με την απόρριψη και την καταδίκη ολοκλήρου του πολιτικού συστήματος, το οποίο φέρει ακέραιη την ευθύνη για την πνευματική, οικονομική και ηθική χρεωκοπία της Ελλάδας.

Συνεπώς, η κυρίαρχη πολιτικοοικονομική ελίτ θα καταστεί ανίκανη να λαμβάνει κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν το μέλλον του Έθνους και του λαού –αφού το συντριπτικό ποσοστό αποχής θα συνεπάγεται αυτοδικαίως την de facto πολιτική απονομιμοποίηση του συστήματος εξουσίας– και θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση αντιμετωπίζοντας την καθολική εναντίωση και δυσφορία της αφυπνισμένης πλέον κοινωνίας των πολιτών.

Οι Έλληνες πολίτες, απέχοντας συνειδητά από την εκλογική διαδικασία, διαδηλώνουν την αγάπη και αφοσίωσή τους στην Δημοκρατίαμη αντέχοντας να την αντικρίζουν κουρελιασμένη, βιασμένη και ποδαπατημένη από τους άθλιους πολιτικούς, δηλ. από εκείνους που όφειλαν να την περιφρουρούν και να την υπερασπίζονται.

Στην περίπτωση που αποτυπωθεί στις επικείμενες εκλογές η ευρεία και καθαρή εκλογική νίκη της αποχής, ως εκδήλωση της αποστροφής του ελληνικού λαού για το ανεκδιήγητο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα εξουσίας, τότε επειδή η (πολιτική) φύση αντιπαθεί τα κενά εξουσίας, θα αναδειχθούν νομοτελειακά από την ίδια την κοινωνία άξιοι, ικανοί και έντιμοι Έλληνες πολίτες που θα διαθέτουν αρχές, ήθος, αξιοπρέπεια, ιδέες και προτάσεις επαναχαράσσοντας το πλαίσιο της πολιτικής με επίκεντρο αυτή την φορά τον Άνθρωπο και τις αξίες του και όχι τα αφανή, σκοτεινά και διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα.

Μεταξύ των σπουδαίων έργων του Διονύσιου Σολωμού συγκαταλέγεται «Η γυναίκα της Ζάκυθος» που περιέχει μια πολύ παραστατική εικόνα στην οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα η πορεία του έθνους. Γράφει ο Εθνικός μας Ποιητής:

«Πώς πάει το έθνος… Είδες να μαδούν την κότα και ο αγέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το Έθνος».

Δυστυχώς «μαδημένη κότα» κατάντησε την Ελλάδα το σάπιο, διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα εξουσίας, επιβεβαιώνοντας στο ακέραιο την ρήση του αειμνήστου ιστορικού και συγγραφέως Σαράντου Καργάκου, σύμφωνα με την οποία:

«Οι Έλληνες είναι των Ελλήνων οι μεγαλύτεροι εχθροί».

Η κρισιμότητα των καιρών είναι τέτοια που απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης και αυτοσυνειδησίας εκ μέρους του Ελληνικού λαού, ο οποίος καλείται σε μια ύστατη προσπάθεια εθνικής αυτοσυντηρήσεώς του να διακηρύξει το γνήσιο και ανόθευτο πατριωτικό του φρόνημα, καταδικάζοντας διά της αποχής του από τις εκλογές το φαύλο και ξενόδουλο νεοταξίτικο σύστημα εξουσίας, που τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε εθνικό ακρωτηριασμό, σε απεμπόληση εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε μια άνευ προηγουμένου αποκαλυπτικών διαστάσεων οικονομική και κοινωνική καταστροφή.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Translate »