Η ΕΕ έχει την δυνατότητα να κάνει “αισθητή την παρουσία της” αποτρέποντας την τουρκική προκλητικότητα σε Αιγαίο και Α. Μεσόγειο. Το θέμα είναι το εάν θέλει
Γερμανικό ινστιτούτο αναφέρει ότι είναι πιθανή μια ελληνοτουρκική “ρήξη” σε Αιγαίο και Μεσόγειο κυρίως λόγω της στάσης της Άγκυρας.
Το ινστιτούτο για τις διεθνείς σχέσεις με έδρα το Βερολίνο αναφέρει ότι η κρίση της Ανατολικής Μεσογείου αντανακλά σε δύο αλληλεπικαλυπτόμενες εξελίξεις σε σχέση με την Τουρκία.
Από τη μία πλευρά, έχουμε την εκδήλωση μιας όλο και πιο δυναμικής στάσης της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή, ενώ ταυτόχρονα, έχουμε την ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ της Τουρκίας και των αντιπάλων της, όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος και τα ΗΑΕ.
Τα διαφορετικά επίπεδα και μορφές δέσμευσης των κρατών μελών της ΕΕ με την Τουρκία εμποδίζουν τη συναίνεση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτές τις εξελίξεις.
Με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις να έχουν διακοπεί και τις συζητήσεις να επικεντρώνονται στους τομείς σύγκρουσης και όχι στη συνεργασία, οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας βρίσκονται σε αδιέξοδο, ενώ η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη στη νότια περιοχή της ΕΕ.
Η αυξανόμενη ένταση τον Αύγουστο μας έδειξε ότι μια στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ, Ελλάδας και Τουρκίας δεν αποτελεί μια απομακρυσμένη πιθανότητα.
Εκθέτει επίσης την αυξανόμενη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας. Ενώ οι συγκρούσεις με αφορμή τα θαλάσσια σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο αλληλεπικαλύπτονται με την αντιπαλότητα της Άγκυρας έναντι της Αιγύπτου και των ΗΑΕ, τους τελευταίους μήνες μετατράπηκε γρήγορα σε μια διαφωνία μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.
Ταυτόχρονα, τα αποκλίνοντα συμφέροντα των κρατών μελών έναντι της Τουρκίας αποκάλυψαν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ΕΕ στην υιοθέτηση μιας ενιαίας προσέγγισης έναντι της Άγκυρας.
Η Εξωτερική Πολιτική της Τουρκίας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, καθοδηγείται κυρίως από την ετοιμότητα της να επέμβει στρατιωτικά όπου αυτή θεωρεί ότι θίγονται τα συμφέροντα της.
Αυτή η αλλαγή στις προοπτικές ασφάλειας της Τουρκίας βασίζεται σε δύο δεδομένα.
Το πρώτο αφορά την έλλειψη αλληλεγγύης της δύσης κατά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και της συνεργασίας των ΗΠΑ με το PYG / YPD στη βόρεια Συρία. Η Άγκυρα πιστεύει ότι δεν μπορεί πλέον να εμπιστεύεται πλήρως τους δυτικούς εταίρους της.
Δεύτερον, η Άγκυρα θεωρεί ότι η Δύση ευρίσκεται σε παρακμή λόγω της υποχώρησης του φιλελευθερισμού και του κενού εξουσίας που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των ΗΠΑ από τις πολυμερείς δεσμεύσεις τους υπό την προεδρία του προέδρου Τραμπ.
Αυτά τα δύο δεδομένα οδήγησαν την Άγκυρα σε μια νέα μετάβαση από τις πολιτικές της ήπιας εξουσίας στις αρχές της δεκαετίας του 2010 σε μια υπερβολικά αντιφατική εξωτερική πολιτική τα τελευταία δύο χρόνια με πολλά μέτωπα, από τη Συρία ως το (πιο πρόσφατα) στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η Άγκυρα απορρίπτει το περιφερειακό status quo ante και θέλει να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της από τον Καύκασο μέχρι την Μέση Ανατολή και την Α.Μεσόγειο.
Η ανάπτυξη τουρκικών πολεμικών πλοίων για την παρακολούθηση δραστηριοτήτων γεώτρησης στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου (ΑΟΖ) δεν ήταν σε καμία περίπτωση μεμονωμένο περιστατικό.
Η σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Κύπρου για τις ΑΟΖ ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και εντατικοποιήθηκε με την ανακάλυψη αποθεμάτων φυσικού αερίου στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Μόλις πρόσφατα, η στάση της Άγκυρας άρχισε να μετατρέπεται από διπλωματικές κινήσεις στα Ηνωμένα Έθνη στην ανάπτυξη στρατιωτικών τακτικών.
Οι Τούρκοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων βλέπουν τον αποκλεισμό της χώρας τους από τον οργανισμό East Med Gas Forum με ταυτόχρονη ευθυγράμμιση τόσο των αντιπάλων τους (όπως τα ΗΑΕ και την Αίγυπτο) όσο και των δυτικών εταίρων τους, με την Ελλάδα και την Κύπρο ως επιβεβαίωση της επείγουσας ανάγκης για αυτονομία.
Η ιδεολογική ραχοκοκαλιά των δράσεων της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” (Mavi Vatan), σύμφωνα με το οποίο η ναυτική υπεροχή είναι απαραίτητη για την αποτροπή των προσπαθειών της Ελλάδας και της Κύπρου για έλεγχο των θαλάσσιων περιοχών σε Αιγαίο και Α. Μεσόγειο.
Ωστόσο, ορισμένα μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για την αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης. Η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να επιβάλει στην Τουρκία να τηρεί το διεθνές δίκαιο.
Η αναζωογόνηση μιας συζήτησης σχετικά με τους τομείς συνεργασίας και όρων εφαρμογής τους θα μπορούσε να συμβάλει περαιτέρω στη βελτίωση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας.
Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει διάφορα οικονομικά μέσα για να πιέσει την Τουρκία, όπως για παράδειγμα τον περιορισμό των κεφαλαίων και την τουρκική συμμετοχή σε προγράμματα της ΕΕ ή την έναρξη ερευνών για αμφισβητούμενες εμπορικές πρακτικές βάσει της τρέχουσας συμφωνίας τελωνειακής ένωσης.
Και ενώ οι κυρώσεις είναι πάντα διαθέσιμες ως εργαλείο, η αποτελεσματικότητα τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πεδίο εφαρμογής.
Παρόλο που η επίσημη αναστολή των συνομιλιών για ένταξη της Τουρκίας μπορεί να φαίνεται ελκυστική επιλογή, δεν θα ήταν απαραίτητα προς το συμφέρον της ΕΕ μακροπρόθεσμα.
Δεδομένου του μειωμένου μεριδίου ψήφων πλέον του κυβερνώντος AKP / MHP και των ολοένα και πιο ορατών ρωγμών εντός αυτής της συμμαχίας, η ΕΕ πρέπει να διατηρήσει τις συνομιλίες για ένταξη ως κανονιστικό μέσο για το μέλλον, εάν και όταν η Τουρκία αρχίσει να επιδιώκει μια δημοκρατική αποκατάσταση.
Εκτός από τα μέσα που στοχεύουν άμεσα την Τουρκία, υπάρχει επίσης το μεγαλύτερο ζήτημα που αφορά την οικοδόμηση της ειρήνης στη νότια περιοχή της ΕΕ, δεδομένου ότι η Ανατολική Μεσόγειος έχει γίνει μια “παιδική χαρά” για πολλούς αντιπροσώπους αμυντικών εταιρειών και πεδίο μάχης για την αναδιάρθρωση του status quo στην περιοχή.
Η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής, αν και δεν είναι μοναδική για την Τουρκία, φαίνεται να είναι τόσο ο καταλύτης όσο και η συνέπεια αυτής της αντιπαλότητας.
Δεδομένου ότι η αμυντική ικανότητα είναι μια από τις προϋποθέσεις (αν και είναι ανεπαρκής από μόνη της) για τη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής, η ΕΕ θα μπορούσε να κάνει πιο αποτελεσματική την χρήση του μέσου του εμπάργκο όπλων, συμπεριλαμβανομένων των υλικών διπλής χρήσης.
Οι κυρώσεις κατά της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας είναι ένα άλλο μέσο που θα μπορούσε να εξετάσει η ΕΕ.
Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη πρέπει να επιδείξουν προσοχή στην ανάπτυξη πωλήσεων όπλων, ως τακτικό εργαλείο για την εξισορρόπηση της Τουρκίας, καταλήγει η έκθεση μεταξύ άλλων.
Προτάσεις υπάρχουν, όπως και “εργαλεία” αν θέλει η Ευρώπη για μία φορά να δείξει την ισχύ της ‘έναντι των προκλήσεων της Άγκυρας που απειλεί περιοχές που μπορούν να εφοδιάσουν ενεργειακά την ΕΕ για 50 και πλέον χρόνια, απλά αναμένουμε να τις δούμε κάποτε.