Ο Ναός της Αναστάσεως, το ιερότερο μνημείο της Χριστιανοσύνης αποτελεί το όνειρο κάθε Χριστιανού να αξιωθεί κάποτε να επισκεφθεί την Αγία Γη. Στην πραγματικότητα, ο ενδοξότερος ναός της Χριστιανικής θρησκείας, όπου εσταυρώθη και ανεστήθη ο Χριστός δεν είναι ένα ενιαίο κτήριο, αλλά πολλά και διάφορα, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους.
Ο εσωτερικός χώρος του Ναού περιλαμβάνει εκκλησίες, παρεκκλήσια, προσκυνήματα, υπνοδωμάτια, μπαλκόνια, διαδρόμους, βοηθητικούς χώρους. Η ίδια αρχιτεκτονική αρρυθμία επικρατεί και στο εσωτερικό του Ναού, παρά το ότι τα μνημεία διατηρούν την αυτοτέλειά τους εσωτερικά και εξωτερικά.
Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι ποικιλόμορφος με βυζαντινές τοιχογραφίες, εικόνες και αγάλματα, χάλκινα σκαλιστά της Αναγεννήσεως, σύγχρονα εντοίχια ψηφιδωτά. Εντός του Ναού της Αναστάσεως υπάρχουν άνω των δέκα ιεροί χώροι και προσκυνήματα, συνδεδεμένα με το Πάθος του Χριστού, τη Σταύρωση, το Θάνατο, την Ταφή και την Ανάσταση.
Τα κυριότερα είναι:
1) Η Αγία Αποκαθήλωσις
2) Ο τόπος, στον οποίο ίσταντο οι άγιες γυναίκες κατά τη Σταύρωση
3) Το Άγιο Κουβούκλιο, όπου ο Τάφος του Χριστού και ο Άγιος Λίθος
4) Ο Γολγοθάς
5) Το Παρεκκλήσιο του Αδάμ
6) Το παρεκκλήσιο του Ακανθίνου Στεφάνου
7) Ο χώρος της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού
8) Το Παρεκκλήσιο του εκατοντάρχου Λογγίνου
9) Το Παρεκκλήσιο του «Διεμερίσαντο»
10) Το Παρεκκλήσιο των Κλαπών, όπου η φυλακή του Χριστού
11) Η Κολώνα του Δαρμού
12) Το Παρεκκλήσιο της Μαρίας της Μαγδαληνής
Μερικά από τα προσκυνήματα αυτά, όπως ο Γολγοθάς και ο Τάφος του Χριστού έχουν Ευαγγελική, τοπογραφική και ιστορική αυθεντικότητα. Άλλα, όπως η Αποκαθήλωσις, το Μη Μου Άπτου, ο Τάφος του Ιωσήφ έχουν καθορισθεί πλησίον του χώρου του Γολγοθά ως συναφή με τα γεγονότα της Σταυρώσεως και της Ταφής.
Άλλα είναι αφιερωμένα σε κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, όπως το παρεκκλήσιο του Λογγίνου, η Κολώνα του Δαρμού και το παρεκκλήσιο των Κλαπών.
Όλα όμως τα προσκυνήματα του Ναού ενώνονται με το ίδιο κτήριο και τα στεγάζει το ίδιο ιστορικό γεγονός, το Πάθος και το Μαρτύριο του Χριστού.
Το σπουδαιότερο μνημείο της χριστιανοσύνης, που αποτελεί πόλο έλξης και προσκυνήματος για εκατομμύρια πιστούς κάθε χρόνο, απαντά με διάφορα ονόματα, στις πηγές και τη βιβλιογραφία που διαθέτουμε.
Οι παλαιότερες ελληνικές πηγές τον αναφέρουν ως «Μαρτύριον», «Ανάστασιν», «Ναό του Κυριακού Τάφου» και «Ναό του Αγίου Τάφου», ενώ στους ευρωπαίους, και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα, είναι γνωστός ως «Holy Sepulchre».
Στους παλιότερους μάλιστα προσκυνηματικούς οδηγούς και τα «Προσκυνητάρια» των Αγίων Τόπων γίνονται θαυμαστικές και εγκωμιαστικές αναφορές στο μέγεθος, την παλαιότητα και την θρησκευτική σπουδαιότητα του, αφού περικλείει τους βασικούς χώρους του μαρτυρίου και της Αναστάσεως του Κυρίου.
Έχοντας ακολουθήσει τις ιστορικές περιπέτειες και τις τύχες των Αγίων Τόπων, ο Ναός διαμορφώθηκε σταδιακά, στο πέρασμα των αιώνων, μέσα από μια διαδικασία καταστροφών, επισκευών και ανοικοδομήσεων, ώστε σήμερα να μην παρουσιάζει την κλασική εικόνα ενός χριστιανικού ναού.
Με τις ιδιοτυπίες και την ασυμετρία που παρουσιάζει, και με τον εσωτερικό του χώρο να αποτελείται από πολλά και σχεδόν αυτόνομα προσκυνήματα, ο Ναός απεικονίζει τη δράση και το έργο των διαφόρων κατακτητών, των καταστροφέων, των επισκευαστών του, αλλά και των ποικίλων χριστιανικών ομολογιών, πλην της κυρίαρχης ελληνορθόδοξης Αγιοταφιτικής Αδελφότητας, που κατά καιρούς κατείχαν ή συνεχίζουν να κατέχουν τμήματα του.
Τις περίπλοκες αυτές ιστορικές, αρχαιολογικές αρχιτεκτονικές και θρησκευτικές διαδρομές θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να εξιστορήσουμε, ώστε ο προσκυνητής να γνωρίζει την ιστορική υπόσταση όσων θα δει και θα προσκυνήσει. Α. Ιστορικές επισημάνσεις Όπως είναι γνωστό από τα Ευαγγέλια, ο Χριστός σταυρώθηκε στον λόφο του Γολγοθά, έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ.
Στο δυτικό τμήμα του βράχου του Γολγοθά, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας είχε λαξεύσει δύο τάφους, τον πρώτο διπλό για την οικογένεια του και τον δεύτερο για τον ίδιο. Στον τάφο αυτό έγινε η ταφή του Ιησού, με πρόχειρο και μάλλον βιαστικό τρόπο λόγω της ημέρας του Σαββάτου και της μεγάλης ιουδαϊκής εορτής του Πάσχα που ερχόταν, και εκέι κοντά, με σπουδή επίσης, πέταξαν τον Τίμιο Σταυρό και τα υπόλοιπα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στη Σταύρωση.
Μετά την Ανάσταση του Κυρίου και την θαυματουργική ίδρυση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, οι πρώτοι πιστοί της πόλης, μέσω της προφορικής παράδοσης, διέδωσαν από γενιά σε γενιά την ακριβή τοποθεσία των γεγονότων, και έρχονταν εδώ, τις περισσότερες φορές κρυφά, για να προσευχηθούν και να ανανεώσουν την πίστη τους.
Το 135 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός ξανάχτισε τα Ιεροσόλυμα, που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τους στρατιώτες του Τίτου, το 70, και στη νέα πόλη έδωσε το όνομα «Αιλία Καπιτωλίνα».
Κατά τη διάρκεια των εργασιών ανοικοδόμησης η περιοχή επιχωματώθηκε, και κτίστηκαν, με αυτοκρατορική εντολή, δυο ειδωλολατρικά ιερά αφιερωμένα στην Αφροδίτη, πάνω στον Πανάγιο Τάφο, και στον Δία, πάνω στον Γολγοθά. Με την πράξη όμως αυτή, η προφορική παράδοση και η συλλογική μνήμη των χριστιανών των Ιεροσολύμων απέκτησαν πλέον και υλικά σημεία εντοπισμού, ώστε να διαδίδονται ευκολότερα κατά την διαδοχή των χρόνων και των γενεών. Για τους λόγους αυτούς, το έργο της Αγίας Ελένης, που ήρθε στην Αγία Πόλη σταλμένη από τον γιό της, αυτοκράτορα Μεγ. Κωνσταντίνο για να ανακαλύψει και να αναδείξει τις τοποθεσίες των γεγονότων του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού, διευκολύνθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να εντοπίσει τόσο τον φρικτό Γολγοθά όσο και τον Πανάγιο Τάφο, αλλά και να βρει τον Τίμιο Σταυρό.
Στο σημείο εκείνο, με αυτοκρατορική εντολή και χορηγία, χτίστηκε, σύμφωνα με τις πηγές που διαθέτουμε , πολυτελής και πλούσια βασιλική, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ο Τάφος, ως στρογγυλός μικρός ναός με ανοιχτή αυλή, καθώς στις τρεις πλευρές του περιβαλλόταν από σχηματισμό έξι πεσσών και δώδεκα κιόνων.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των εργασιών λαξεύθηκε ο βράχος του λόφου ώστε να αναδειχθεί ο Τάφος, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την διαμόρφωση του χώρου στην γενική τοπογραφική μορφή που έκτοτε παρουσιάζει, ώστε ο Τάφος να μη φαίνεται πλέον όπως αρχικά ήταν, δηλαδή ως λαξευμένος χώρος στο βραχώδες πρανές του λόφου, αλλά ως αυτόνομο φυσικό «ναύδριο».
Αυτό πρέπει να το είχε πάντοτε υπόψιν ο προσκυνητής που θα θελήσει να πραγματοποιήσει το προσκύνημά του με βάση και οδηγό τις αντίστοιχες περιγραφές της Καινής Διαθήκης.
Το 325-335, στο σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός, χτίστηκε μία κωνσταντίνεια βασιλική γνωστή στις πηγές ως «Μεγάλη Εκκλησία», ενώ την ίδια περίοδο ο Πανάγιος Τάφος στεγάσθηκε με κυκλικό οικοδόμημα, γνωστό ως «Ροτόντα» ή «Ανάσταση» και ιδιαίτερος ναός χτίστηκε πάνω στον Γολγοθά.
Ο μεταξύ Ροτόντας και βασιλικής χώρος διαμορφώθηκε έτσι, ώστε να πάρει τη μορφή περίκλειστης εσωτερικής αυλής, που είχε κιονοστοιχίες προς βορρά, ανατολή και νότο, ενώ την δυτική της πλευρά αποτελούσε η πρόσοψη του Πανάγιου Τάφου.
Μπροστά πάλι στη βασιλική υπήρχε αίθριο, που κατεύθυνε τον προσκυνητή προς την τότε κύρια οδό των Ιεροσολύμων. Σύμφωνα με τις πηγές μας, την βασιλική έχτισε ο αρχιτέκτονας Ζηνόβιος, με την επιστασία του εδικού αυτοκρατορικού εκπροσώπου Ευσταθίου, και τα εγκαίνια τελέσθηκαν το 336, με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα.
Για την διάρθρωση μάλιστα του χώρου, κατατοπιστικές είναι οι περιγραφές της μοναχής Αιθερίας, που πραγματοποίησε προσκύνημα το 381-384 , καταγράφοντας όσα είδε, αλλά και τις εντυπώσεις της.
Το 614 οι Πέρσες εισέβαλαν στη βυζαντινή επικράτεια, κατέλαβαν και λεηλάτησαν τα Ιεροσόλυμα και κατέστρεψαν σχεδόν όλα τα προσκυνήματα της Αγίας Γης. Στο πλαίσιο αυτό έκαψαν και γκρέμισαν το Ναό της Αναστάσεως, μαζί με ολόκληρο το συγκρότημα που είχε ανοικοδομήσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, και άρπαξαν όλα τα αφιερώματα που είχαν προσφέρει εδώ, ενώ πήραν μαζί τους ακόμη και την χρυσή θήκη όπου είχε τοποθετηθεί ο Τίμιος Σταυρός, τον οποίο τελικά οδήγησαν στην Κτησιφώντα, την πρωτεύουσά τους.
Το 626, με τη φροντίδα του τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου Μοδέστου, έγινε η αποκατάσταση του Ναού, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η παλαιά του μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια, και στο Ναό αυτό, το 629, έγινε η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού στον Γολγοθά, από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, που στο μεταξύ είχε νικήσει τους Πέρσες και είχε ανακτήσει το ιερό παλλάδιο της Χριστιανοσύνης.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 637, τα Ιεροσόλυμα κατελήφθησαν από τους Άραβες, ωστόσο ο χαλίφης Ομάρ Χαττάπ, με ειδικό διάταγμά του (αχτιναμέ) προφύλαξε το Ναό από την καταστροφή.
Ωστόσο η ειρηνική ύπαρξη του Ναού δεν συνεχίστηκε επ άπειρον, αφού την Κυριακή των Βαΐων του 937 ο εξαγριωμένος αραβικός όχλος έκαψε και κατέστρεψε την βασιλική, ενώ σύλησε και τα ιερά σκεύη του Ναού.
Και ενώ οι ζημιές αποκαταστάθηκαν, με την άδεια του χαλίφη Ελ Ραμπ, το 966 η εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά εναντίον των Αράβων έδωσε αφορμή σε νέες πυρπολήσεις και λεηλασίες του Ναού, που πάλι ανακαινίστηκε από τον Πατριάρχη Χριστόδουλο και τους διαδόχους του Θωμά Β’, Ιωσήφ Β΄ και Ορέστη.
Μόλις όμως είχε τελειώσει η πολύχρονη εκείνη επισκευή, το 1009, ο χαλίφης Αλ Χακήμ διέταξε να κατεδαφιστούν μέχρις θεμελίων όλα τα κτήρια που μόλις είχαν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα ο χώρος να αλλάξει και πάλι μορφολογία, κατά την εύστοχη διατύπωση του καθηγητή Νικ. Ολυμπίου: «Μετά την καταστροφή ο Πανάγιος Τάφος έπαυσε να αποτελεί μνήμα σε λαξευμένο βράχο και επιστέφθηκε με λιθόκτιστη πλάκα».
Νέα οικοδομική φάση ξεκίνησε για τον Πανάγιο Τάφο και το Ναό της Αναστάσεως το 1024-1048, οπότε και ολοκληρώθηκε η σταδιακή αποκατάσταση του συγκροτήματος: ανοικοδομήθηκαν το ιερό Κουβούκλιο της Ροτόντα, όχι όμως και η βασιλική, ενώ ανατολικά της Ροτόντας χτίστηκε νέος μικρός ναός.
Συνεχίστηκε έτσι, με κάποιες τροποποιήσεις, το κωνσταντίνειο σχέδιο οργάνωσης του ιερού χώρου, ενώ τις επισκευές συνέχισαν και οι Σταυροφόροι, που κατέκτησαν τα Ιεροσόλυμα το 1099.
Στην οικοδομική δραστηριότητα τους οφείλεται η ανοικοδόμηση ενός ψηλού θολοσκέπαστου κτηρίου, το ποίο περιέλαβε τον φρικτό Γολγοθά, τον Πανάγιο Τάφο, το σημείο της Ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού και τα υπόλοιπα μικρότερα υπέργεια και υπόγεια παρεκκλήσια του συγκροτήματος.
Με τον τρόπο αυτό το όλο συγκρότημα έλαβε την εξωτερική μορφή και την εσωτερική διάρθρωση που περίπου έχει ως σήμερα. Το 1187 τα Ιεροσόλυμα κατέλαβε ο σουλτάνος Σαλαντίν, ο οποίος εκτός από τη λεηλασία των σκευών του Ναού έχτισε τα παράθυρα του τρούλου, από τον οποίο απομάκρυνε και τον σταυρό, ενώ κατεδάφισε και το κωδωνοστάσιο.
Ωστόσο, μετά από παρέμβαση του βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαακίου Αγγέλου επέστρεψε το προσκύνημα στους Ορθοδόξους των Ιεροσολύμων, από τους οποίους το αφαίρεσαν οι Σταυροφόροι, όταν το 1229 ανακατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την εποχή αυτή και μόνο τα προσκυνήματα αφαιρέθηκαν από τους Ορθοδόξους, στους οποίους και απαγορεύτηκε να τελούν θεία λατρεία στο Ναό της Αναστάσεως, προνόμια τα οποία δόθηκαν ξανά στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων μετά την κατάκτηση των Ιεροσολύμων από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Σαλέχ Εγιούπ, το 1244, οπότε και οι Σταυροφόροι εκδιώχθηκαν από την Αγία Πόλη.
Το 1545, ο Πατριάρχης Γερμανός ανέλαβε την πρωτοβουλία της ανακαίνισης του Ιερού Κουβουκλίου, με την προσθήκη και μικρού τρούλου από μολύβι, ενώ κατόπιν επισκευάσθηκε και ο μεγάλος τρούλος του Ναού. Εκτεταμένες επισκευές έγιναν επίσης, τόσο από τους Ορθοδόξους, όσο και από τους Λατίνους, από τον Μάιο του 1719 ως τον Μάρτιο του 1720.
Το 1808 όμως, μεγάλη πυρκαγιά, που ξεκίνησε από το παρεκκλήσιο των Αρμενίων, κατέστρεψε μεγάλο μέρος του Ναού, και προκάλεσε την άμεση παρέμβαση του Γένους, που με εράνους προχώρησε στην αποκατάσταση του κτίσματος, υπό την επίβλεψη του Έλληνα αρχιτέκτονα Κομνηνού από τη Μυτιλήνη, επί Πατριάρχου Πολυκάρπου.
Έτσι, παρά τις αντιδράσεις των άλλων ομολογιών, το έργο αποπερατώθηκε ταχύτατα, και τότε κατασκευάσθηκε και το Ιερό Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου που βλέπει σήμερα ο προσκυνητής. Πρόκειται για έργο που εκτελέστηκε αποκλειστικά από ελληνικά χέρια, όπως φανερώνει το σχετικό πρακτικό με τις υπογραφές των μαστόρων, που σώζεται στο Πατριαρχικό Αρχείο, και με τις οικονομικές δυνάμεις του Γένους των Ρωμαίων και μόνον.
Ο σεισμός του 1834 επέφερε ζημιές τόσο στους τρούλους του Καθολικού και του Παναγίου Τάφου, όσο κα στο Ιερό Κουβούκλιο, που ωστόσο αποκαταστάθηκαν σύντομα, ενώ δόθηκε η ευκαιρία να ανοιχτούν και πάλι τα οκτώ παράθυρα του τρούλου που είχαν κλειστεί από την εποχή του Σαλαντίν.
Το διάστημα 1867-1869 ανακατασκευάστηκε πλήρως ο μεγάλος τρούλος του Παναγίου Τάφου, που με το πέρασμα του χρόνου είχε υποστεί διάφορες ζημίες, με τη βοήθεια τόσο των αυτοκρατόρων της Γαλλίας και της Ρωσίας, όσο και του σουλτάνου της Τουρκίας.
Ωστόσο, ο σεισμός του 1927, τα βλήματα που έπληξαν τον τρούλο αυτό το 1948 και η πυρκαγιά του 1949, κατέστησαν αναγκαία την ανακατασκευή του, με δαπάνη του Ελληνικού Κράτους, η οποία όμως δεν έλυσε όλα τα υπάρχοντα στατικά προβλήματα
Έτσι, εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης έγιναν το 1958, με κοινή συμφωνία Ορθοδόξων, Λατίνων και Αρμενίων, το διάστημα 1978-1985 και το 1995, οπότε και έγινε η εξωτερική επικάλυψη των τρούλων με χαλκό, και αποπερατώθηκε η εσωτερική τους διακόσμηση, ιδίως δε εκείνου του Καθολικού, για τα ψηφιδωτά του