Την αύξηση του κατώτατου μισθού -ο οποίος σήμερα βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας- στο 60% του διάμεσου μισθού θεωρεί ανάμεσα σε άλλα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ καθοριστική για το πέρασμα στην επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.

Παράλληλα οι συντάκτες της έκθεσης «Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Μια εναλλακτική πρόταση στην Έκθεση Πισσαρίδη» εκφράζουν την αντίθεσή τους στην περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων καθώς και στη δημιουργία του νέου ταμείου επικούρησης με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά.

Η έκθεση του ΙΝΕ σε συνεργασία με το ΚΑΝΕΠ / ΓΣΕΕ που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα επισημαίνει επίσης την ανάγκη δημιουργίας προγράμματος εγγυημένης από το Δημόσιο απασχόλησης, τη λεγόμενη απασχόληση στον «εργοδότη ύστατης καταφυγής» προκειμένου να συγκρατηθεί η ανεργία μετά την έξοδο από την υγειονομική κρίση.

Η έκθεση υποδομώντας τις εισηγήσεις Πισσαρίδη προτείνει άλλους δρόμους για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Στο μέτωπο της αγοράς εργασίας, η έκθεση διαπιστώνει ότι πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%.

«Τα δεδομένα αυτά περιγράφουν την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί μια de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας» σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, προσθέτοντας πως «υπάρχει σαφής και άμεση ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας με στόχο την προστασία της εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων ύστερα από ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο».

Σύμφωνα με το ΙΝΕ ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε το όριο της σχετικής φτώχειας να γίνει το κατώτατο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος το οποίο θα συμφωνηθεί έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της ΕΓΣΣΕ.

Ασφαλιστικό

Όσον αφορά στο Ασφαλιστικό, οι συντάκτες της εναλλακτικής πρότασης στην Έκθεση Πισσαρίδη τονίζουν πως αν και το δημογραφικό πρόβλημα είναι υπαρκτό, «οι συνέπειές του θα εξαρτηθούν από τη μεταβολή μιας σειράς άλλων παραμέτρων και παραγόντων, όπως, για παράδειγμα, η επιδείνωση της σχέσης εργαζομένων/συνταξιούχων, η οποία ανατρέπει τη σχέση εισροών/δαπανών του συστήματος». Για παράδειγμα, η μετάβαση της οικονομίας σε έναν υψηλότερο όγκο απασχόλησης και σε μισθούς αξιοπρεπούς διαβίωσης θα αντιστάθμιζε τις αρνητικές δημογραφικές συνέπειες.

«Αντίθετα, η πρόβλεψη της Έκθεσης Πισσαρίδη για αύξηση του ποσοστού απασχόλησης κατά 1% σε ετήσια βάση μέχρι το 2030 είναι πρακτικά μια εκτίμηση επιδείνωσης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Επίσης με αυτήν την πρόβλεψη δε διασφαλίζεται η συνοχή της αγοράς εργασίας και δεν δημιουργούνται βιώσιμες προοπτικές απασχόλησης που θα ανακόψουν το brain drain. Οι προτάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη οδηγούν σε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης με ανισότητες και αποκλεισμούς στην ευημερία».

Αναφερόμενοι στην κεφαλαιοποίηση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης, οι συντάκτες της έκθεσης εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με την αστάθεια και τις μεγάλες διακυμάνσεις των αγορών χρήματος και κεφαλαίου που θα επηρεάσουν το ύψος της νέας επικουρικής σύνταξης.

Όπως συμπληρώνουν, αν οι αποδόσεις στις διεθνείς αγορές είναι υψηλότερες των φορολογικών κινήτρων, η εκροή της αποταμίευσης αυτής στο εξωτερικό θα υπονομεύσει στο σύνολό τους τις θετικές υποθέσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη που στηρίζουν την πρόβλεψή της για την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. «Αν στο πιθανό αυτό ενδεχόμενο προσθέσουμε το χρηματοδοτικό κενό που θα δημιουργηθεί στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, τότε» – πάντα κατά την έκθεση της ΓΣΕΕ – «η προτεινόμενη μεταρρύθμιση της Έκθεσης Πισσαρίδη δημιουργεί υψηλό ρίσκο βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και υψηλό ρίσκο να βρεθούν οι εργαζόμενοι αντιμέτωποι με υψηλότερες εισφορές και φόρους και οι συνταξιούχοι με χαμηλότερες συντάξεις».

Αντίθετα τάσσονται υπέρ της ενίσχυσης του πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης ύστερα από κοινωνικό διάλογο και υπέρ παρεμβάσεων όπως:

· αύξηση πόρων μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων στο σκέλος των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης, όπως η θεσμοθέτηση Προγραμμάτων Εγγυημένης Απασχόλησης, η αύξηση του κατώτατου μισθού στο επίπεδο του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης και η ενίσχυση των ΣΣΕ.

· Την ενίσχυση των συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και τον περιορισμό της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας.

· Την άμεση εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

 

· Την ουσιαστική αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας που στερούν από τα ταμεία σημαντικούς πόρους

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Translate »