Ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος σὲ ὁμιλία του στὶς “Πράξεις τῶν Ἀποστόλων”, μᾶς ἐξηγεῖ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, πρέπει νὰ δείχνουμε ἔμπρακτα καὶ συμβολικά, ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰ σχέση μὲ τοὺς ἀσεβεῖς. Σὲ τέτοιο σημεῖο μάλιστα, ποὺ νὰ τινάζουμε ἀπὸ τὰ παπούτσια τὴν σκόνη ποὺ ἐπικάθησε σὲ αὐτά, ὅσο χρόνο βρισκόμαστε στὸ χῶρο τους! (Ματθ. 10,14).
Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος, μὲ ἄλλο τρόπο, ἔχει φανερώσει τὸ ἴδιο πνεῦμα, λέγοντας ὅτι οἱ δικοί Του πιστοὶ ἀκόλουθοι «οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν ἀλλοτρίῳ (ποιμένι), ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν» (Ἰωαν. 10,5).
Σκεφτεῖτε τώρα τί θὰ ἔλεγε γιὰ ὅσους δέχονται, ὄχι μόνο τὴν ἀδρανῆ σκόνη, ἀλλὰ δέχονται ἀδιάφορα, ἀδιαμαρτύρητα ἢ σιωπῶντες τὴν ἀσεβῆ δράση τῶν Οἰκουμενιστῶν, συμπορεύονται καὶ κοινωνοῦν μαζί τους καὶ ἔτσι ἐπικάθηται ἐπὶ τῶν συνειδήσεών τους ‒ἀναλόγως‒ ὁ δυσδιάκριτος ἢ ὁ εὐδιάκριτος Οἰκουμενιστικὸς αἱρετικὸς ἰός. Δὲν θὰ ἦταν παράτολμο ‒καὶ στηριζόμενοι σὲ πολλὲς ὁμιλίες του‒ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι θὰ ἔλεγε, ὅτι, ὅσοι διώκονται ἢ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, μοιάζουν μὲ αὐτοὺς ποὺ τινάζουν ἀπὸ τὰ παπούτσια τους τὴν Οἰκουμενιστικὴ σκόνη καὶ δὲν ἀκολουθοῦν «ἀλλοτρίῳ ποιμένι».
Ὁ ἀπ. Παῦλος ‒στὸ ἴδιο πνεῦμα μὲ τὸν Κύριο ‒ λέγει γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς στὸ ἦθος καὶ τὸ δόγμα: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν… στέλλεσθαι ὑμᾶς (=ἀπομακρύνεσθε) ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ᾿ ἡμῶν» (Β Θεσ. 3, 6). Καί· «Ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν» (Α’ Κορ. 5,11).
Ἀλήθεια, ποῦ χωρᾶνε σὲ ὅλα αὐτὰ οἱ θεωρίες περί, ὄχι σύντομης, ἀλλὰ ἀτέρμονης «οἰκονομίας» τῶν δυνητιστῶν;
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία 146 εἰς τὰς Πράξεις
«Οἱ δὲ ἐκτιναξάμενοι τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ’ αὐτοὺς, ἦλθον εἰς Ἰκόνιον» (Πράξεις 13:42).
Οἱ δυὸ Ἀπόστολοι (Παῦλος καὶ Βαρνάβας), ἀφοῦ ἐκτίναξαν τὴν σκόνη ἀπὸ τὰ παπούτσια τους, ἔφυγαν, ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξαν οἱ Ἀντιοχεῖς τῇ προτροπῇ τῶν Ἰουδαίων. Ἔβγαζαν τὰ σκονισμένα πέδιλά τους καὶ τὰ τίναζαν γιὰ νὰ δείξουν τὸν ἀποτροπιασμόν τους, ὅτι νά, καὶ ἡ σκόνη ἀπὸ τὸ δικό τους χῶρο (τῶν ἀσεβῶν), ποὺ κάθησε ἐπάνω στὰ παπούτσια μας, δὲν τὸν θέλουμε νὰ τὸν πάρουμε μαζί μας, τὸν τινάζουμε καὶ δὲν θέλουμε τίποτα, τίποτα, τίποτα ἀπὸ σᾶς. Πῶς σᾶς φαίνεται αὐτὴ ἡ συμβολικὴ πράξη τῶν Ἀποστόλων; Ἦταν αὐθαίρετη; Ὄχι ἀγαπητοί μου, δὲν ἦταν αὐθαίρετη. Εἶχαν Ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Σχολιάζει ὁ Οἰκουμένιος:
«Ἐνταῦθα πληροῦσιν (οἱ μαθηταί) ὃ προσέταξεν αὐτοῖς ὸ Κύριος, λέγων· Ἐὰν μή τις ὑμᾶς δέξηται, ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν (Ματθ. 10,14). Οὗτοι δὲ οὐ μόνον οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλὰ ἀπήλασσαν αὐτοὺς τῶν ὁρίων αὐτῶν (τοὺς ἔβγαλαν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχία), ὅπερ ἐστιν χεῖρον. Οὐδὲ γὰρ κονιορτὸν θέλει ἔχειν τοὺς μαθητὰς ὁ Κύριος ἐπὶ τῶν ποδῶν ἐκ τῆς τῶν ἀνοσίων ἀνθρώπων γῆς, δεικνύντας διὰ τούτου ὅτι οὐδὲν ἐκομίσαντο ὑπὸ τῶν ἀπειθῶν».
Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ δείξει μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν πῆραν ἢ δὲν θὰ ἔπαιρναν οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς. Εἶναι πολὺ ἔτσι χαρακτηριστικὸ αὐτό. Βρίσκομε μιὰ ἀνάλογη πράξη εἰς τὸν Ἀβραάμ. Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῶν Σοδόμων, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ρώτησε τὸν Ἀβραάμ: «γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μᾶς ἔκανες, τί νὰ σοῦ δώσω;» ὁ Ἀβραὰμ εἶπε: «δὲν θέλω οὔτε κορδόνια τῶν παπουτσιῶν νὰ μοῦ δώσεις». Γιατί; Ἦτο ἀσεβὴς βασιλιᾶς.
Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἀδελφόθεος Ἰούδας: «Οὔτε ροῦχα νὰ μὴν πάρετε ἐκ τοῦ χρωτὸς αὐτῶν», ἀπὸ τὸ δέρμα ποὺ ἀκουμπάει τὸ ροῦχο. Εἶναι μιὰ πράξη συμβολικὴ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν θὰ θέλαμε νὰ ἔχομε καὶ τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ κακὸ τὸ ὁποῖο ἐσεῖς κάνετε. Γιατί ἂν πάρουμε πράγματα ἀπὸ σᾶς, τότε μήπως κι ἐμεῖς τιμωρηθοῦμε!