Οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία και σε άλλες χώρες από τις Ηνωμένες Πολιτείες θέτουν σε κίνδυνο την κυριαρχία του δολαρίου καθώς τα στοχευμένα κράτη αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, δήλωσε στο CNN η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, παγώνοντας το Αμερικανικό κοινό.
«Υπάρχει κίνδυνος όταν χρησιμοποιούμε οικονομικές κυρώσεις που συνδέονται με τον ρόλο του δολαρίου, με την πάροδο του χρόνου να υπονομεύσουμε την ηγεμονία του δολαρίου».
«Φυσικά, οι κυρώσεις δημιουργούν την επιθυμία από την πλευρά της Κίνας, της Ρωσίας, του Ιράν να βρουν μια εναλλακτική λύση», παραδέχτηκε μιλώντας στον Fareed Zakaria του CNN. «Αλλά το δολάριο χρησιμοποιείται ως παγκόσμιο νόμισμα για λόγους που δεν είναι εύκολο για άλλες χώρες να βρουν μια εναλλακτική με τις ίδιες ιδιότητες».
Οι ισχυρές κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ και το κράτος δικαίου «είναι απαραίτητες για ένα νόμισμα που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως για συναλλαγές», πρόσθεσε. «Και δεν έχουμε δει καμία άλλη χώρα που να έχει τη βασική… θεσμική υποδομή που θα επέτρεπε στο νόμισμά της να εξυπηρετήσει τον κόσμο».
Η Αμερικανίδα υπουργός σημείωσε ότι οι κυρώσεις είναι ένα «εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο», πολύ περισσότερο όταν χρησιμοποιούνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους ως «ένας συνασπισμός εταίρων που ενεργούν από κοινού για να επιβάλουν αυτές τις κυρώσεις». Περιγράφοντας έτσι τον κίνδυνο της διαφαινόμενης απόσχισης της Σαουδικής Αραβίας από συναλλαγές με το δολάριο.
Ερωτηθείσα σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ουκρανίας μετά την εισβολή της Μόσχας, η Γέλεν είπε ότι «η Ρωσία θα πρέπει να πληρώσει για τις ζημιές που προκάλεσε».
Ωστόσο, σημείωσε ότι υπάρχουν «νομικοί περιορισμοί στο τι μπορούμε να κάνουμε με τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και συζητάμε με τους εταίρους μας τι μπορεί να υπάρχει στο μέλλον».
Η συνέντευξη της έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, καθώς μοιάζει με σήμα κινδύνου και όχι καθησυχασμό για το άμεσο μέλλον. Θέτει μάλιστα εν αμφιβόλω την συνολική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν.