Η συνεχής, εκτεταμένη φθορά της κυβέρνησης, η ταραχή, και η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος που έχει εισέλθει η χώρα, είναι ο λόγος των επαφών που φέρεται να κάνει το μέγαρο Μαξίμου με διευθυντικά στελέχη των ΜΜΕ

Γκρίνια έχει ενσκήψει στο κυβερνητικό στρατόπεδο, το οποίο θεωρεί ότι ακόμα και τα συμμαχικά ΜΜΕ κρατούν πλέον αποστάσεις από την κυβέρνηση. Κάτι που επιτείνει την κατάσταση νευρικής κρίσης, στην οποία, ως όλα δείχνουν, έχει περάσει το μέγαρο Μαξίμου.

Βέβαια, είναι τουλάχιστον υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι τα μεγάλα, συστημικά Μέσα Ενημέρωσης δεν υποστηρίζουν πια τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάθε άλλο. Ωστόσο, ακόμα και η διακριτική αποστασιοποίησή τους από τους κυβερνητικούς χειρισμούς σε σοβαρά προβλήματα όπως του κορονοϊού, της ακρίβειας, των μισθών, κ.λ.π., φαίνεται πως ενοχλεί και φοβίζει το μέγαρο Μαξίμου.

Εξάλλου, όπως έχει δείξει η κυβέρνηση, και ειδικά το μέγαρο Μαξίμου, ακόμα και η παραμικρή κριτική που ασκείται, θεωρείται… ενοχλητική. Κοινό μυστικό στη δημοσιογραφική πιάτσα, άλλωστε, είναι ότι πρωτοκλασάτα στελέχη της έχουν επανειλημμένως ζητήσει ευθέως από τις διευθύνσεις -φιλικών στην κυβέρνηση- ΜΜΕ απολύσεις δημοσιογράφων εάν δεν… σιωπήσουν. Τα, δε, τηλέφωνα για να επιπλήξουν δημοσιογράφους πέφτουν βροχή.

Διώξεις και λίστα Πέτσα

Σε αυτό το απαράδεκτο σκηνικό, τελευταία κυβερνητική πράξη είναι οι διώξεις κατά δημοσιογράφων. Το μέγαρο Μαξίμου, πάντως, αδυνατεί να αντιληφθεί ότι, με τις πολιτικές τρομοκράτησης δημοσιογράφων και τις εκδικητικές διώξεις, το μόνο που θα καταφέρει στο τέλος, είναι η ανάπτυξη αλληλεγγύης -και για συντεχνιακούς λόγους- υπέρ των διωκόμενων.

Το καθεστώς διώκει την ερευνητική δημοσιογραφία https://www.antinews.gr/action.read/politiki/to-kathestos-diokei-tin-ereunitiki-dimosiografia/2.155842

Για να μην μιλήσει κανείς για την εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την «Πετσολίστα», που έκλεισε, με συνοπτικές διαδικασίες τις εργασίες της, χωρίς καν να διερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, και χωρίς να καταθέσουν τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα, εξαιτίας της άρνησης της ΝΔ. Επρόκειτο για μια εξεταστική Επιτροπή – παρωδία!

Επαφές με καναλάρχες – εκδότες

Ευρισκόμενος, λοιπόν, σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, εξαιτίας και του αλαλούμ στη διαχείριση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με αρκετά παραπολιτικά δημοσιεύματα στον Τύπο, φέρεται να έχει ξεκινήσει κύκλο επαφών με εκδότες και καναλάρχες.

Προ δεκαημέρου, γράφτηκε ότι «μεγαλοδημοσιογράφος – παράγων και υψηλόβαθμο διευθυντικό στέλεχος εκδοτικού ομίλου επισκέφθηκε κάμποσες φορές το μέγαρο Μαξίμου, όπου συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό. Εντάσσεται σε μια πολιτική αλλαγή στάσης – τακτικής του μεγάρου Μαξίμου;», διερωτάται ο συντάκτης του δημοσιεύματος, προσθέτοντας ότι «οι σχέσεις του δημοσιογράφου με το Μαξίμου δεν ήταν άριστες επί αρκετό χρονικό διάστημα».

Την Κυριακή, επίσης, γράφτηκε ότι «ο Μητσοτάκης ξεκίνησε να βλέπει εκ νέου καναλάρχες και εκδότες». Ταυτόχρονα, σε μερίδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου εμφανίστηκαν ορισμένες περίεργες αιχμές ακόμα και για την εφημερίδα, «Καθημερινή», σύμφωνα με τις οποίες κρατάει «μια σχετική απόσταση προσωπικά από τον πρωθυπουργό» (!).

Αποστάσεις

Πράγματι, για διάφορους λόγους, κάποιοι εκ των οποίων δεν αποκλείεται να οφείλονται και σε προσωπικά συμφέροντα εκδοτών-καναλαρχών, ορισμένα μεγάλα ΜΜΕ έχουν αρχίσει να κρατούν αποστάσεις από την κυβέρνηση.

Όχι να ασκούν αντιπολίτευση. Κάθε άλλο. Αναφανδόν υπέρ της κυβέρνησης είναι. Ωστόσο, ακόμα και φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ δεν μπορούν να κλείσουν τα μάτια ως προς πολλούς από τους κυβερνητικούς χειρισμούς σε σειρά σοβαρών ζητημάτων. Άλλωστε, η ίδια η κυβέρνηση δίνει πολλή τροφή για επικρίσεις, οι διαθέσεις της κοινωνίας είναι αρνητικές, και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την κατιούσα πορεία της ΝΔ.

Καμπανάκια για οικονομία

Στην πραγματικότητα, τα -φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση- ΜΜΕ της βαράνε το καμπανάκι ότι κάτι πολύ στραβό κάνει. Δεν επιθυμούν, στην παρούσα, την πτώση της, αλλά, ως γνωστόν, στο τέλος, εάν δουν ότι κάποιος πέφτει, θα του δώσουν και την τελική κλωτσιά στον γκρεμό.

Είναι, λοιπόν, το λιγότερο εκτός πραγματικότητας να ισχυρίζεται κανείς ότι κάνει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση το «Πρώτο Θέμα», το «Βήμα» ή ακόμα και η «Καθημερινή». Απλά, επισείουν την προσοχή του μεγάρου Μαξίμου να αντιμετωπίσει εγκαίρως τα μεγάλα προβλήματα με σοβαρότητα, χωρίς αναλγησία, και πέρα από τις νεοφιλελεύθερες «λογικές» της Σχολής του Σικάγο, αλά Μιράντα Ξαφά.

Αναλγησία

Ενδεικτικά, από την αρθρογραφία του «Πρώτου Θέματος» ανασύραμε κείμενο του διευθυντή της εφημερίδας, Μ.Κούτρα, με τίτλο «μέτρα για την ακρίβεια πριν να είναι αργά», όπου, μεταξύ των άλλων, υπογραμμίζει: «Πληροφορούμαι ότι η ΔΕΗ ενεργοποίησε πρόσφατα εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες απαιτούν την πληρωμή των λογαριασμών ρεύματος εντός 15νθημέρου από τη λήξη τους. Χειρότερο τάιμινγκ δεν υπάρχει, αφού οι λογαριασμοί καταφθάνουν στα νοικοκυριά τουλάχιστον με το διπλάσιο ποσό».

Το αυτονόητο λέγει ο συντάκτης. Αυτό που απασχολεί τον κόσμο. Αυτό δεν κάνει το «Πρώτο Θέμα» ΣΥΡΙΖΑίϊκο. Ούτε και το «Βήμα», βέβαια.

Αυξήθηκε το κόστος δανεισμού

Στο «Βήμα» γράφει ο Ζώης Τσώλης: «Η πληθωριστική έκρηξη φέρνει τις μεγάλες οικονομίες στην αρχή ενός νέου κύκλου που τα βασικά του χαρακτηριστικά θα είναι η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού και ο περιορισμός της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με ό,τι αυτό θα σημάνει για την αναπτυξιακή πορεία κάθε οικονομίας που στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην κατανάλωση απ ό,τι στις εξαγωγές και στις επενδύσεις.

Ήδη το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα αυξήθηκε, από 0,53% που ήταν η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου τον περασμένο Αύγουστο, στο 1,55%, προτού ακόμη οι κεντρικές τράπεζες σφίξουν τα λουριά της νομισματικής χαλάρωσης και ανεβάσουν τα επιτόκια.

Αυξήσεις – ασπιρίνες

Την ίδια ώρα για τα νοικοκυριά έχουν μηδενιστεί οι αποδόσεις των καταθέσεων, οι μισθοί και οι αμοιβές στο Δημόσιο και στους συνταξιούχους παραμένουν παγωμένοι για δέκατη χρονιά μετά τις περικοπές των μνημονίων , ενώ στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορεί να λογιστεί ως αύξηση το 2% στον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ του Ιανουαρίου (σ.σ. 13 ευρώ τον μήνα).

Οι επιλογές, λοιπόν, των οικονομικών υπουργών για επιδοτήσεις-ασπιρίνες στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και του φυσικού αερίου, αντί της λύσης σταθεροποίησης του επιπέδου των τιμών της ενέργειας μέσω μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης, και τα επιχειρήματα τύπου ο πληθωρισμός θα είναι παροδικό φαινόμενο που αποδείχθηκαν έωλα, δημιουργούν, πέραν της δυσαρέσκειας, ένα μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης για τη φαντασία και τον ρεαλισμό της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής.

Είναι αργά για την κυβέρνηση

Δυστυχώς οι αποφάσεις που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα νοικοκυριά και να δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία, όπως η ουσιαστική αύξηση των κατώτατων αμοιβών εργασίας, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους μισθούς και η μείωση των φορολογικών συντελεστών στα εισοδήματα με κορυφαία την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς που έχει μείνει από την εποχή των μνημονίων, σχεδιάζονται για το 2023, ώστε να υπηρετήσουν τις ανάγκες του εκλογικού κύκλου. Μέχρι τότε όμως μπορεί να είναι αργά και για την κυβέρνηση».

Και η «Καθημερινή», από τη μεριά της, σημειώνει: «Αυτή την περίοδο η ακρίβεια διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων γενικώς και λεηλατεί το εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυριών, ειδικώς αυτών που βγήκαν πολύ εξασθενημένα από την υπερ-10ετή κρίση χρέους, επλήγησαν ποικιλοτρόπως από την κρίση Covid-19, μετά τις συνέπειες του αποπληθωρισμού υποχρεούνται τώρα να πληρώσουν τις συνέπειες του πληθωρισμού και παραμένουν απροστάτευτα.

Ένα μέτρο προστασίας θα ήταν η δίκαιη αύξηση του κατώτατου μισθού έγκαιρα. Τι συμβαίνει , όμως, στην πράξη;

Στη Γερμανία, με τη νέα κυβέρνηση, θα αυξηθεί περισσότερο από όσο είχε προηγουμένως συμφωνηθεί -περίπου 12% αντί 10%.

Σε Πορτογαλία, Πολωνία, Τσεχία και Ρουμανία έχει αυξηθεί 6% ή παραπάνω από την 1η Ιανουαρίου.

Στη Γαλλία (από τους υψηλότερους στον ΟΟΣΑ) αυξάνεται σε σύνδεση με τον πληθωρισμό.

Στη Βρετανία θα αυξηθεί 6,6% τον Απρίλιο.

Στην Ελλάδα της «πρωτοφανούς ανάπτυξης» ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε μόλις 2% και μένει εκεί περιμένοντας αύξηση 6% τον Μάιο, αφού προηγουμένως θα έχει ήδη χάσει μεγαλύτερο μέρος από την αγοραστική του δύναμη» .

Ανησυχία

Η ανησυχία για την οικονομία είναι εμφανής, αν κρίνει κανείς και από την αρθρογραφία στο άκρως φιλοκυβερνητικό «Πρώτο Θέμα». Εκεί αναφέρεται, μεταξύ άλλων:

«Η απόφαση της ΕΚΤ προ εβδομάδων να συνεχίσει να υποστηρίζει τα ελληνικά ομόλογα ακόμα και μετά τον Μάρτιο, οπότε λήγει το έκτακτο πρόγραμμα στήριξης λόγω της πανδημίας, αποτελεί μια στήριξη η οποία έχει και πολιτικές προεκτάσεις καθώς αφαιρεί έναν παράγοντα πίεσης από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά δεν παύει να έχει έκτακτο και εντέλει αβέβαιο χαρακτήρα.

Η αβεβαιότητα αυξάνεται περαιτέρω καθώς ο υψηλός πληθωρισμός οδηγεί τις κεντρικές τράπεζες σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, η οποία δημιουργεί ένα μεγάλο ερώτημα κατά πόσο η εγκατάλειψη των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης θα οδηγήσουν σε ομαλή ή ανώμαλη προσγείωση την οικονομία».

Μεγάλη αναδιανομή χρήματος

Από την αρθρογραφία των εφημερίδων δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι επικρίσεις για τη διαχείριση του κορονοϊού, και, βεβαίως, του μπάχαλου που προκλήθηκε από τις τιμές των μοριακών τεστ και τις δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το κείμενο του Κώστα Καλλίτση στην εφημερίδα, «Καθημερινή», ο οποίος, με αφορμή τα μοριακά τεστ και τον πλουτισμό των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων, παρατηρεί:

«Σε μια ωραία ατμόσφαιρα υπουργείο Ανάπτυξης, Επιτροπή Ανταγωνισμού, κρατικοί φορείς, ασφαλιστικά ταμεία, όλοι θωρούν ακίνητοι μια μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος να γίνεται υπέρ των λίγων σε βάρος των πολλών σε τόσο δεινούς, για τόσο πολλούς, καιρούς. Πρόβλημα οικονομικό, ίσως και πρόβλημα δημοκρατίας».

Συμμαχίες και ρουσφέτια

Να σημειωθεί ότι ο υπουργός Ανάπτυξης, Α.Γεωργιάδης, σε άρθρο του στην ίδια εφημερίδα, επιμένει στις γνωστές απόψεις του, ισχυριζόμενος ότι «εάν το πλαφόν καθοριζόταν χαμηλότερα, τότε θα επρόκειτο για το μεγαλύτερο δώρο στις μεγάλες αλυσίδες διαγνωστικών κέντρων και θα έβλαπτε τη δημόσια υγεία», ενώ υποστηρίζει ότι στόχος του ήταν «να καταστεί εφικτό από τη μια να επιβιώσει και το τελευταίο επαρχιακό εργαστήριο και από την άλλη να λειτουργεί ο ανταγωνισμός συμπιέζοντας σημαντικά τις τιμές».

Βέβαια, ουσιαστική συμπίεση τιμών δεν είδαμε. Μπορεί να την είδε στον ύπνο του ο υπουργός.

Το σημαντικότερο, όμως, που προκύπτει από τις εναγώνιες προσπάθειες του υπουργού να κρατήσει σε δυσθεώρητα υψηλά επίπεδα τις τιμές των μοριακών τεστ, είναι ότι η κυβέρνηση ερωτοτροπεί ανοικτά με τον χώρο της ιδιωτικής Υγείας-Διαγνωστικών, αποζητώντας -και εκλογική- υποστήριξη, όχι μόνο από τους μεγάλους ιδιώτες, αλλά και τους μεσαίους.

Κάτι που δείχνει ότι η κυβέρνηση επιδίδεται σε «ρουσφέτια», επιδεικνύοντας πρωτοφανή αναλγησία και αδιαφορώντας εάν μπορεί ο Έλληνας πολίτης, στην παρούσα δύσκολη συγκυρία, αντέχει να «ξηλώνεται» για τα μοριακά τεστ. Έχει καταστεί, πλέον, ηλίου φαεινότερο με ποιους επιλέγει να κλείσει «συμμαχίες» η κυβέρνηση. Σίγουρα, πάντως, όχι με τα ευρεία κοινωνικά στρώματα που πλήττει βαριά η κρίση.

Μπροστά σε αυτή την σκανδαλώδη αλαζονεία των κάθε λογής κυβερνητικών «φωστήρων», τι περίμενε, δηλαδή, το μέγαρο Μαξίμου; Να κλείσουν όλοι τα στόματά τους στις εφημερίδες, ακόμα και τις φιλοκυβερνητικές;

«Σε αυτές τις συνθήκες, η αμέλεια και η αδιαφορία δείχνουν πιο σκληρές», σχολιάζει η Καθημερινή. Και προσθέτει: «Τα μοριακά τεστ είναι ένα (παρά)δείγμα. Αφενός το κράτος υπνώττει -ούτε καν σκέψη να παρέμβει στην αγορά (είναι γνωστό κάποιοι ανατριχιάζουν και στην ιδέα …) για να εξασφαλίσει φθηνές τιμές για τους πολλούς.

Αφετέρου το υπουργείο Ανάπτυξης, ορίζοντας τις ανώτατες τιμές, προνόησε να είναι τέτοιες ώστε να αποτρέπουν έναν ανταγωνισμό που θα συμπίεζε αποφασιστικά τις τιμές.

Τις όρισε όχι με κριτήριο το συμφέρον του καταναλωτή, αλλά όπως εξήγησε, με την πρόβλεψη να αφήνουν περιθώρια κέρδους ώστε να βγάζουν λεφτά και τα μικρά μη βιώσιμα διαγνωστικά κέντρα -αυτά της γνωστής «ραχοκοκαλιάς».

Και τονίζει η Καθημερινή: «Τρεις παρατηρήσεις:

α) Αν ένας δήμος καταφέρνει να αποσπά τιμή 25 ευρώ για μια μικρή προμήθεια π.χ 1.200 τεστ μπορείτε εύκολα να φανταστείτε πόσο χαμηλές τιμές αποσπά η βιομηχανία των διαγνωστικών κέντρων και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων του κλάδου που προμηθεύονται δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες τεστ.

β) Αν αυτό συμβαίνει όταν το υπουργείο Ανάπτυξης είχε αφήσει ανεξέλεγκτες τις τιμές λιανικής ή όταν μέχρι πρότινος είχε ορίσει την ανώτατη τιμή στα 60 ευρώ ή προσφάτως στα 47 ευρώ , μπορείτε εύκολα να φανταστείτε πόσο επικερδής ήταν/είναι η διεξαγωγή των τεστ για όλες τις επιχειρήσεις -βιώσιμες και μη- του κλάδου.

γ) Αν πάλι ένας σύλλογος εργαζομένων ή ένας δήμαρχος που προμηθεύονται λίγες χιλιάδες τεστ μπορούν να πετύχουν τιμή 25 ευρώ/τεστ, αξίζει να αναλογιστούμε πόσο χαμηλότερες τιμές θα μπορούσε να εξασφαλίσει το Δημόσιο αν αυτό διαπραγματευόταν την προμήθεια μερικών εκατομμυρίων μοριακών τεστ»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Translate »