Η Προεδρία της Κυβέρνησης θα επιφέρει ετήσια δαπάνη 184.800 ευρώ σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού
Υπέρογκα έξοδα στη λειτουργία της Προεδρίας της Κυβέρνησης, ανακολουθίες στις προβλεπόμενες προσλήψεις, ανεπίτρεπτες προβλέψεις για «κρατική εποπτεία» του Τύπου και για υπαγωγή ραδιοφωνίας και τηλεόρασης στην εποπτεία της ΠτΚ, «είδε» το Συμβούλιο της Επικρατείας, που επεξεργάστηκε σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για τις αρμοδιότητες και τη στελέχωση της Προεδρίας της Κυβέρνησης.
Το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Παναγιώτης Ευστρατίου και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Χρήστος Ντουχάνης), με την υπ΄ αριθμ. 174/2020 γνωμοδότησή του, έκρινε κατ΄ αρχάς νόμιμο το Σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, ωστόσο έκανε ουσιαστικές παρατηρήσεις σε βασικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, το σχέδιο διατάγματος ανέφερε ότι η ΠτΚ θα επιφέρει ετήσια δαπάνη 184.800 ευρώ σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως, από νεότερα έγραφα που προσκομίσθηκαν στο ΣτΕ, προκύπτει ότι η ΠτΚ θα επιφέρει «πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε βάρος των εγγεγραμμένων πιστώσεων του ειδικού φορέα, συνολικού ύψους 184.800 ευρώ για το έτος 2020 και 554.400 ευρώ για κάθε επόμενο έτος».
Από έγγραφο της Προεδρίας της Κυβέρνησης προκύπτει ότι, «οι πρόσθετες ανάγκες της ΠτΚ αναμένεται να ανέλθουν σε 1.700.000 ευρώ κατ’ έτος επιπλέον σε σχέση με τα ποσά που προβλέπονται με τον ψηφισθέντα προϋπολογισμό οικ. έτους 2020».
Σε άλλο σημείο της γνωμοδότησης του ΣτΕ, επισημαίνεται ότι στο άρθρο 24 του σχεδίου διατάγματος αναφέρεται ότι «το σύνολο των θέσεων της ΠτΚ ανέρχεται σε 440, εκ των οποίων 100 θέσεις μετακλητών υπαλλήλων και 340 οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δημοσιογράφων».
Το ΣτΕ παρατηρεί, όμως ότι στο ίδιο αυτό άρθρο 24, υπάρχουν ανακολουθίες ως προς τον αριθμό των θέσεων, καθώς αρχικά αναφέρεται ότι «ο συνολικός αριθμός των θέσεων μονίμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου είναι «214» και των θέσεων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου «126» και σε άλλο σημείο ότι οι θέσεις αυτές προσδιορίζονται ως «(210)» και «(130)».
«Η Διοίκηση, με δική της ευθύνη, οφείλει να άρει τις αντιφάσεις αυτές», παρατηρεί το ΣτΕ.
Επιπλέον, οι σύμβουλοι Επικρατείας διατυπώνουν τις ενστάσεις τους για τον τρόπο στελέχωσης της ΠτΚ με έμψυχο υλικό (προσωπικό), λόγω των περιορισμών που θέτει το άρθρο 103 του Συντάγματος.
Όπως αναφέρει η γνωμοδότηση του ΣτΕ:
«Στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία, κατά τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος, στελεχώνεται από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή, πρόσωπα συνδεόμενα με το κράτος ή άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας με ειδική νομική σχέση και υπαγόμενα σε ειδικό νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, είναι δυνατόν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και πρόσωπα, συνδεόμενα με τους εν λόγω φορείς με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου μεταξύ φορέων δημόσιας εξουσίας και των προσώπων, αντικείμενο της οποίας είναι η παροχή εργασίας εκ μέρους των τελευταίων, δεν μπορεί να αποτελεί τον κανόνα για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και τελεί υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι παράγραφοι 2, 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος».
Υπογραμμίζουν, ακόμη, οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι με το σχέδιο διατάγματος επιχειρείται η κατανομή θέσεων προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι οποίες δεν προκύπτει όμως ότι γίνεται με συνταγματικό τρόπο, καθώς η κατανομή αντιβαίνει το άρθρο 103 του Συντάγματος, αφού το προσωπικό αυτό δεν ανήκει στο ειδικό επιστημονικό, τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό που προβλέπουν οι συνταγματικές αυτές διατάξεις.
Για τα Ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το ΣτΕ επισημαίνει ότι η διατύπωση του άρθρου 20 παρ. 1 πρέπει αλλάξει ως εξής:
«1. Οι επιχειρησιακοί στόχοι της Διεύθυνσης Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης αφορούν: α) … δ) στην κατά το Σύνταγμα και τον νόμο άσκηση της κρατικής εποπτείας στις εταιρείες “Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Ανώνυμη Εταιρεία” (ΕΡΤ Α.Ε.) και “Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Α.Ε.” (ΑΠΕ-ΜΠΕ Α.Ε.) και ε) …», διαγραφόμενης της μνείας σε «άσκηση της κρατικής εποπτείας στα μέσα ενημέρωσης».
Και αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας γιατί, «στην έννοια των μέσων ενημέρωσης του άρθρου 20 του σχεδίου περιλαμβάνονται, λόγω της ευρύτητας της διατύπωσης, τόσο ο Τύπος όσο και τα οπτικοακουστικά μέσα ενημέρωσης».
Όμως, «κατά το άρθρο 14 του Συντάγματος δεν νοείται σύστημα «κρατικής εποπτείας» του Τύπου, ενώ κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον «άμεσο έλεγχο του Κράτους», έννοια που υπερβαίνει, ως προς την έκταση και το περιεχόμενο, την έννοια της κρατικής εποπτείας, φορέας δε ελέγχου και επιβολής κυρώσεων στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα είναι αποκλειστικώς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και όχι η Κεντρική Δημόσια Διοίκηση».