Σε πτώση η λίρα
Στην κορύφωση της πανδημίας, δηλαδή στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, η τουρκική οικονομία κατέγραψε την μεγαλύτερη υποχώρησή της, σύμφωνα με τα στοιχεία που κρατάει η αρμόδια στατιστική υπηρεσία από το 1998.
Το ΑΕΠ της Τουρκίας υποχώρησε κατά 11% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, όταν είχε καταγραφεί μια υποχώρηση 0,1%. Σε ετήσια βάση η υποχώρηση του ΑΕΠ είναι 9,9%.
Η τουρκική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει ήδη ξεκινήσει η ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας και στο τέλος της χρονιάς η ύφεση σε ετήσια βάση θα έχει περιοριστεί στο 1-2%, όμως οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν ότι αυτή είναι μια μάλλον υπερβολικά αισιόδοξη εκτίμηση. Πάντως ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας επέμεινε ότι τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Είναι αλήθεια ότι η Τουρκική κυβέρνηση ξεδίπλωσε ένα πρόγραμμα τόνωσης της τουρκικής οικονομίας, κυρίως μέσω της παροχής πιστώσεων που προσέφεραν μια ανακούφιση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όμως την ίδια στιγμή αυτό μάλλον επέτεινε το πρόβλημα που υπάρχει με την αποσταθεροποίηση της τουρκικής λίρας.
Σημαντική οικονομική υποχώρηση
Οι κλάδοι που δέχτηκαν τα πιο ισχυρά πλήγματα ήταν η μεταποίηση που, όπου η υποχώρηση της δραστηριότητας ήταν 18% και οι υπηρεσίες, όπου η υποχώρηση ήταν 25%, ενώ κατά 35% υποχώρησαν οι εξαγωγές.
Χαρακτηριστική είναι η υποχώρηση στον τουρισμό. Το 2019 τα 45 εκατομμύρια αφίξεις τουριστών συνέβαλαν σε ένα σημαντικό τουριστικό εισόδημα ύψους 34,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όμως, τους πρώτους έξι μήνες του 2020 η υποχώρηση των αφίξεων ήταν 75%, ενώ μόνο τον Ιούνιο η υποχώρηση έφτασε το 96%.
Αποτέλεσμα της συνολικότερης αρνητικής οικονομικής κατάστασης και η επιδείνωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τους πρώτους πέντε μήνες του 2020 αυτό άγγιξε τα 17 δισεκατομμύρια δολάρια και η Barcleys έχει κάνει την πρόβλεψη ότι σε ετήσια βάση θα αγγίξει τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια και περίπου 4% του ΑΕΠ.
Μια χώρα υπερχρεωμένη
Η Τουρκία είναι μια χώρα με ένα σημαντικό πρόβλημα χρέους, κυρίως γιατί ουσιαστικά ξοδεύει περισσότερα από όσα έχει. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της Τουρκίας είναι ότι αυτή η συνθήκη υπερχρέωσης δεν εκφράζεται κυρίως ως διόγκωση του δημόσιου χρέους, αλλά ως διόγκωση του χρέους των τουρκικών τραπεζών. Με έναν τρόπο η Τουρκία έχει «συγκαλύψει» το κόστος των αντιφάσεων του μοντέλου ανάπτυξης των τελευταίων ετών, αποφεύγοντας μια τυπική «κρίση χρέους» (σαν κι αυτή που αντιμετώπισε η Ελλάδα πριν την είσοδο στα Μνημόνια) και διαμορφώνοντας όρους μιας διαφορετικής οικονομικής κρίσης.
Στην περίοδο μετά το 2008 τα αμερικανικά επιτόκια υποχώρησαν σε μεγάλο βαθμό, κυρίως για να τονωθεί η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι φτηνός ο δανεισμός σε δολάρια για τους αμερικανούς και όχι μόνο. Οι τουρκικές τράπεζες άδραξαν την ευκαιρία και πήραν μεγάλα και φτηνά δάνεια σε δολάρια.
Έτσι οι τουρκικές τράπεζες βρέθηκαν να έχουν στην κατοχή τους σημαντικά αποθέματα δολαρίων τα οποία με τη σειρά τους χρησιμοποίησαν για να χορηγήσουν δάνεια. Τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν καταρχάς σε τουρκικές εταιρείες, σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, οι υποδομές και το real estate, κλάδους που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τα χαμηλά επιτόκια που είχαν τα δάνεια σε δολάρια. Ωστόσο, τα έσοδά τους ήταν κυρίως σε τουρκικές λίρες, την ώρα που οι δόσεις των δανείων ήταν σε δολάρια. Αυτό σήμαινε ότι κάθε υποχώρηση της ισοτιμίας της λίρας έναντι του δολαρίου αύξαινε το κόστος αποπληρωμής αυτών των δανείων, άρα και τη δυσκολία αποπληρωμής. Αυτό με τη σειρά του διαμόρφωνε όρους για μια τραπεζική κρίση.
Όμως, την ίδια στιγμή τα τουρκικά νοικοκυριά επίσης ήθελαν δάνεια, για να τροφοδοτηθεί και η αυξημένη κατανάλωση που ήταν μια βασική πλευρά της όποιας αναπτυξιακής δυναμικής. Αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι οι τράπεζες έκαναν swap τα δολάρια που είχαν σε λίρες στις χρηματογορές, πληρώνοντας ωστόσο μια προμήθεια συνδεδεμένη προς το επιτόκιο της λίρας όπως το διαμόρφωνε τη κεντρική τράπεζα της Τουρκίας. Όμως, αυτό διαμόρφωνε έναν ακόμη παράγοντα ρίσκου στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα: δηλαδή τον κίνδυνο να αυξηθεί το κόστος δανεισμού των τραπεζών και άρα να μειωθούν σημαντικά και τα κέρδη τους.
Αυτό σήμαινε ότι κάθε κρίση της λίρας και κάθε υποχώρηση της ισοτιμίας της είχε έναν ευρύτερο αντίκτυπο στην τουρκική οικονομία. Με τον ερχομό της πανδημίας οι αναδυόμενες αγορές όπως η τουρκική δέχτηκαν μεγάλα πλήγματα. Αυτό αποτυπώθηκε στην υποχώρηση της ισοτιμίας της λίρας και κατά συνέπεια στην αύξηση τους κόστους των εισαγόμενων προϊόντων και συνολικότερα του κόστους ζωής.
Η μάχη για την υπεράσπιση της λίρας
Η απάντηση της τουρκικής κυβέρνησης ήταν η αναμενόμενη δηλαδή η ανακοπή της πτώσης της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος με την κεντρική τράπεζα να αγοράζει μαζικά λίρες (και να πουλάει αντίστοιχα δολάρια) στις διεθνείς χρηματαγορές. Όμως, αυτό μπορεί να λειτουργήσει μόνο στο βαθμό που μια χώρα έχει τα συναλλαγματικά αποθέματα που της επιτρέπουν να συνεχίσει τη στήριξη του εθνικού νομίσματος.
Η λύση που βρήκε η τουρκική κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα ήταν να δανειστεί η τουρκική κεντρική τράπεζα δολάρια από τις τουρκικές ιδιωτικές τράπεζες, δηλαδή να αντλήσει από τα 230 δισεκατομμύρια δολάρια που υπάρχουν συνολικά στις τουρκικές τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας να χρωστάει 54 δισεκατομμύρια δολάρια στις τουρκικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα τα συνολικά ποσά που έχει χρησιμοποιήσει για την υπεράσπιση της λίρας στις διεθνείς αγορές είναι ακόμη μεγαλύτερα. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι μόνο φέτος η κεντρική τράπεζας της Τουρκίας έχει χρησιμοποιήσει 65 δισεκατομμύρια δολάρια για να υπερασπιστεί την ισοτιμία της λίρας στις διεθνείς αγορές. Μάλιστα, στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή η πραγματική θέση της κεντρικής τράπεζας ως προς τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα είναι αρνητική, κάτι που για ορισμένους διαμορφώνει έναν πραγματικό συστημικό κίνδυνο.
Το αποτέλεσμα είναι τα συνολικά αποθέματα συναλλάγματος της Τουρκίας να έχουν υποχωρήσει κατά 13 δισεκατομμύρια δολάρια στα 93 δισεκατομμύρια. Αυτό το ποσό, που περιλαμβάνει και όσα η κεντρική τράπεζα έχει δανειστεί από τις τουρκικές τράπεζες, καλύπτει μόνο λίγο πάνω από τις μισές συνολικές δανειακές υποχρεώσεις στο εξωτερικό που πρέπει να καλυφθούν στους επόμενους 12 μήνες.
Και αυτό γιατί οι τουρκικές τράπεζες και εταιρείες που πρέπει να μπορέσουν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέους 170 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ωριμάζει στους επόμενους 12 μήνες. Όμως, ορισμένοι κίνδυνοι είναι πιο άμεσοι, όπως για παράδειγμα ο σημαντικός όγκος πληρωμών που πρέπει να κάνουν τον Οκτώβριο, μια περίοδο πολύ κοντά στις αμερικανικές εκλογές και πιθανώς με αυξημένη αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Ακόμη και μικρές αυξήσεις στο κόστος αναχρηματοδότησης αυτού του χρέους θα μπορούσαν να διαμορφώσουν σοβαρό πρόβλημα.